ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2014
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ἀδελφοί Συλλειτουργοί καί τέκνα προσφιλῆ ἐν Χριστῷ τεχθέντι, «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, πού ἐγεννήθη ὁΧριστός. Ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ!»
Ὁ διπλοῦς αὐτός στίχος ἀπό τόν ὄρθρο τῶν Χριστουγέννων δέν ἀποτελεῖ μόνον ἐρώτηση καί ἀπορία, οὔτε μόνο κατάφαση καί διδασκαλία. Ὡς κλήση καί ἀποστολή, δηλώνει συγχρόνως τό ζητούμενο καί τό δεδομένο, ὅπως συμβαίνει πάντοτε στίς κρίσιμες στιγμές πού ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σέ ἄμεση σχέση μέ τό Θεό, ὑποχρεούμενος νά λογοδοτήσει ὑπεύθυνα γιά ὅσα ἔλαβε καί γιά
ὅσα ὀφείλει.
Ἐπομένως τό «ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός» καί τό «ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ» – τά ὁποῖα ἐπ’ οὐδενί δικαιούμαστε νά ἐκλάβομε ὡς ρητορικά σχήματα – ἀποτελοῦν τίς σταθερές συνιστώσες προσανατολισμοῦ γιά τόν Χριστιανό, μέσα στήν αἰωνίως ἀσταθή ἱστορία, καί δέν ἔχουν καμμιά σχέση μέ γεωγραφικές ἤ τοπικές δεσμεύσεις.
Τό «ποῦ» καί τό «ἔνθα» ἐδῶ δέν δηλώνει, δέν μπορεῖ νά δηλώνει, τόν «τόπο», ἀλλά τόν «τρόπο», γιά νά θυμηθοῦμε τήν προσφιλῆ γλῶσσα τῶν Πατέρων.
Τό ὅτι γεωγραφικῶς ὁ Χριστός γεννήθηκε στήν Βηθλεέμ ἐξ Οἴκου Δαυΐδ καί ἐκ φυλῆς Ἰούδα ἀποδεικνύει τήν μεσσιανικότητα Του, ἐκπληρώνει τίς προφητεῖες τοῦ Ζῶντος Θεοῦ.
Τό ἄρρητο μυστήριο, τό «χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον» (Ρωμ. 14,24), συνίσταται στό «πῶς» καί στό «δια – τί» τῆς κατά σάρκα Οἰκονομίας τοῦ Κυρίου, πού ἀφορᾶ σέ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος, ἐπειδή ὁ Θεός «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2,4).
Μ’ ἕνα λοιπόν ἁπλό καί ἱλαρό «Δεῦτε ἴδωμεν», καλούμαστε ξανά σήμερα ν’ ἀκούσομε πῶς ἐγεννήθη ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου. Καί ἀφοῦ ἀναλογισθοῦμε τήν «εὐεργεσία», νά ἀκολουθήσομε ἐν συνεχείᾳ «ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ».
Ἔτσι μόνο ἀποκτοῦν νόημα, δηλαδή καθίστανται εἰλικρινῆ καί δεσμευτικά γιά τό κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί γιά ὁλόκληρη τήν Εὐχαριστιακή Σύναξη ὅσα χαρακτηριστικῶς δηλώνουμε κατά τό «εἰς Χριστόν» βάπτισμά μας.
«Ὁμολογοῦμεν τήν Χάριν
κηρύττομεν τόν ἔλεον
οὐ κρύπτομεν τήν εὐεργεσίαν.»
Τό ὅτι στό ἕνα καί ἀδιαίρετο Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ Θεός «ἐφανερώθη ἐν σαρκί», ὄχι κατά «δόκησιν», ἀλλά γενόμενος «κατά πάντα ὅμοιος ἡμῖν, χωρίς ἁμαρτίας», καί ἐν τούτοις παραμένων ἀδιαλείπτως τέλειος καί ἀναλλοίωτος Θεός, αὐτό εἶναι ἀκριβῶς πού ἐγγυᾶται τήν «κατά χάριν θέωσιν» τοῦ ἀνθρώπου. Καί «θέωσις», βεβαίως, δέν σημαίνει τίποτε τό βλάσφημο καί σκανδαλῶδες. Σημαίνει τήν κατά τό θέλημα τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ ἀδιαίρετη καί ἀσύγχυτη συνύπαρξη Θείου καί ἀνθρωπίνου, ἕως συντέλειας τοῦ αἰῶνος, καί πέραν αὐτῆς, στήν αἰωνιότητα τῆς θείας ἀγάπης.
Γιά νά μήν ἀκούγονται ὅμως ὅλα αὐτά στούς ὀλιγόπιστους ὡς «εὐσεβεῖς πόθοι» ἤ ὡς «ρομαντικά εὐχολόγια», ἄς ἐξηγήσουμε πιό συγκεκριμένα τί ἀκριβῶς σημαίνει τό ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἕνωσε, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, «ἀσυγχύτως» καί «ἀδιαιρέτως» Θεό καί ἄνθρωπο.
Τό «ἀσυγχύτως» σημαίνει ὅτι ὁποιαδήποτε ἀνύψωση καί τελείωση τοῦ ἀνθρώπου δέν γίνεται ποτέ αὐτοδύναμα ἤ αὐτόνομα, ἄλλα ἀπό τό ἔλεος καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἔκτισε τόν ἄνθρωπο δεκτικό τελειώσεως. Ὅταν θυμᾶται αὐτή τή θεμελιώδη ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἀδύνατο νά ὁδηγηθεῖ στήν ὕβρη τοῦ «ναρκισσισμοῦ», πού μοιραῖα ἐξελίσσεται σέ «εἰδωλοποίηση» καί «δαιμονοποίηση» τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἀνθρώπινη φύση, ὡς κτιστή καί πεπερασμένη, θά ἔχει πάντα ἀνάγκη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μιᾶς ἀγάπης ἀκτίστου καί ἀπείρου, πού γι’ αὐτό δίδεται πάντα ὡς χάρισμα καί λέγεται «χάρις». Ἄν τό ξεχάσει αὐτό ὁ ἄνθρωπος, ἕστω καί γιά μιά στιγμή, συγχέει τό θεῖο καί τό ἀνθρώπινο, κηρύττοντας ἔτσι ἐμπράκτως τήν φοβερώτερη αἵρεση, καί προκαλώντας τό ἐγκληματικώτερο σχίσμα.
Ἀλλά καί τό «ἀδιαιρέτως» εἶναι ἐξ ἴσου βαρυσήμαντο ἐπίρρημα. Δηλώνει τήν βαθειά βεβαιότητα ὅτι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός δέν χωρίζεται πιά ἀπό τό θεότευκτο καί θεόμορφο δημιούργημά Του πού λέγεται ἄνθρωπος, μέ σταθερό προσανατολισμό τόν Θεάνθρωπο.
Ἡ θεανδρική μορφή τοῦ Χριστοῦ ὑψώθηκε «ἐφ’ ἅ-παξ» στήν Ἱστορία ὡς «ζυγός δικαιοσύνης». Καί ὑψώθηκε, ὄχι ἀπλῶς γιά νά «ἀποκαταστήσει» τήν κλονισθεῖσα ἰσορροπία ἀπό τήν ἀνθρώπινη «παρακοή», ἀλλά καί γιά νά «ἀναπλάσει» σέ νέα βάση (στὀ αἷμα τῆς Καινῆς Διαθήκης) τήν «σπιλωμένη» εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο.
Τό θεανδρικό λοιπόν μυστήριο πού συντηρεῖ καί διαιωνίζει, ὡς σῶμα Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία στήν Ἱστορία τοῦ κόσμου, εἶναι τό φωτεινότερο ὅραμα καί τό ἱερώτερο ἄθλημα γιά ὅσους δέν τό ἀρνήθηκαν. Τά μεγαλύτερα ἐγκλήματα στήν Ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας δέν τά διέπραξαν, ἀτυχῶς, ὅσοι δέν ἐγνώρισαν ἤ δέν ἀναγνώρισαν τόν ἐνανθρωπήσαντα Θεό. Τά διέπραξαν, ἀλλοίμονο, οἱ ἴδιοι οἱ δικοί Του πού Τόν ἀρνήθηκαν. Αἰώνιο καί πικρό «κατηγορῶ» γιά τούς Χριστιανούς ὅλων τῶν αἰώνων ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου :
«Εἰς τά ἴδια ἦλθε, καί οἱ ἴδιοι αὐτόν οὐ παρέλαβον, ὅσοι δέ ἕλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (Ἰω. α΄ 11-12).
Ὀφείλουμε ὅλοι νά ὁμολογήσουμε ἐν συντριβῇ τήν σέ μεγάλο βαθμό ἀποτυχία μας. Πρόκειται δέ γιά ἀποτυχία πού δέν προέκυψε ἀπρόβλεπτα, ἤ ἀπό παράγοντες ἐξωτερικούς, ἀλλά ὑπῆρξε προγραμματική καί κατευθυνόμενη, γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί ἦταν συνειδητή προδοσία. Καί προδόθηκε ὄχι μόνο τό αἷμα «τοῦ ἀπό καταβολῆς κόσμου ἐσφαγμένου Ἀρνίου» (Ἀποκ. 13,8), ἀλλά καί τά αἵματα ὅλων τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁμολογητῶν, τῶν ἐγκρατευτῶν, καί «παντός πνεύματος δικαίου ἐν πίστει τετελειωμένου».
Μήτε τό κήρυγμα μετανοίας, οὔτε οἱ Ἱεραποστολές, οἱ Μοναχισμοί καί τά παντοῖα μαρτύρια 20 αἰώνων μπόρεσαν νά ἀναχαιτίσουν τήν βαρβαρότητα τοῦ γενικοῦ ξεπεσμοῦ τῶν Χριστιανῶν, ἀπό τότε πού ἔπαψαν νά εἶναι διωκόμενοι καί μεταβλήθηκαν σέ διῶκτες, ὄχι μόνο τῶν ἄλλων ἀλλά καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ των.
Κατά τήν δεύτερη κυρίως χριστιανική χιλιετία οἱ Χριστιανοί Ἀνατολῆς καί Δύσεως – ἰδίως τῆς Δύσεως – ἐπέδειξαν μιά σκανδαλώδη περιφρόνηση στά δύο κορυφαῖα Δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού εἶναι καί ἡ πεμπτουσία του. Τό Δόγμα περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί τό Δόγμα περί τῆς Ὑποστατικῆς Ἑνώσεως τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου.
Καί εἶναι μέν ἀλήθεια ὅτι στήν Ὀρθόδοξη λατρεία τά δύο αὐτά Δόγματα δεσπόζουν, ὡς ἀκρογωνιαῖοι λίθοι, μέ τό Τρικέρι ἀφ’ ἑνός, καί τό Δικέρι ἀφ’ ἑτέρου, στά χέρια τοῦ ἱερουργοῦντος Ἀρχιερέως. Ποιό εἶναι ὅμως τό πρακτικό, δηλαδή τό ἠθικό τους ἀντίκρυσμα στήν καθημερινή μας δράση και ζωή; Τόσο τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅσο καί τό μυστήριο τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, κηρύττουν δύο πύρινες ἀλήθειες γιά τήν ἀνθρώπινη ζωή καί κοινωνία :
Πρῶτον, ὅτι ἡ θεία ζωή, ὡς ἀδιάσπαστη συνέχεια καί αἰωνιότητα, σημαίνει ἀδιαίρετη ἑνότητα, εἰρήνη, κοινωνία καί μακαριότητα τῶν προσώπων, κι ὅλα αὐτά τρέφονται καί συντηροῦνται μόνο ἀπό ἀμοιβαία, ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Καί δεύτερον, ὅτι ἡ ἀμοιβαία ἀγάπη προϋποθέτει ἀμοιβαῖο σεβασμό ἀνάμεσα στά πρόσωπα.
Ἡ ταυτότητα λοιπόν τῆς οὐσίας, καί ἡ ἑτερότητα τοῦ προσώπου, ἰδού τά δύο ἀπό Θεοῦ κηρυττόμενα ἀγαθά.
Πῶς πραγματώσαμε ὅμως οἱ Χριστιανοί τήν «κοινωνία προσώπων»; Πῶς σεβαστήκαμε καί τιμήσαμε τήν ἀνεπανάληπτη ἑτερότητα κάθε προσώπου;
Μία σύγκριση μέ τούς ἀρχαίους αἱρετικούς, πάνω σ’ αὐτά τά θέματα ζωῆς ἤ θανάτου, θά μᾶς δείξει χειρότερους ἀπό κείνους. Οἱ Ἀντιτριαδικοί, οἱ Χριστομάχοι, οἱ Πνευματομάχοι, οἱ Πελαγιανοί, οἱ Μονοφυσῖτες, οἱ Εἰκονοκλάστες, καί ὅποιοι ἄλλοι, πολέμησαν τήν ἀλήθεια, σέ θεωρητικό κυρίως ἐπίπεδο. Ἐμεῖς ἀντιθέτως οἱ Χριστιανοί τῆς β΄ κυρίως χιλιετίας, σπεύσαμε νά ἐξορίσουμε καί νά ἐκθρονίσουμε τόν Θεό ἀπό τήν ἴδια τήν Δημιουργία Του, καί νά ἀπο-ἱεροποιήσουμε τήν Φύση καί τήν Ἱστορία.
Ἔτσι καί ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό ἀνεπανάληπτο ἀνθρώπινο πρόσωπο, ὑποβιβάσθηκε καί εὐτελίσθηκε σέ ἄτομο, σέ ἄψυχο νούμερο. Πρόοδος καί ἀνάπτυξη θεωρήθηκε μόνο ἡ οἰκονομική εὐμάρεια καί ὑλική δύναμη, λές κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνο στομάχι καί σάρκες. Τό δικαίωμα ὅλων γιά «μετοχή» καί «κοινωνία» σ’ ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, ἀντικαταστάθηκε μέ τό «ποιός μπορεῖ ν’ ἁρπάξει καί νά καταναλώσει τά περισσότερα».
Δέν ἦσαν οἱ Ἀσιάτες, μήτε οἱ Ἀφρικανοί πού ἐπέβαλαν τόν καπιταλισμό, τόν φασισμό, τόν κομμουνισμό καί τήν οἰκολογική καταστροφή τοῦ πλανήτη. Εὐρωπαῖοι ἦταν καί Ἀμερικανοί, μέλη τῶν παρασυναγωγῶν, τῶν αἱρέσεων, τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τῶν σχισμάτων πού ἀπομείωσαν τόν Χριστιανισμό.
Οἱ ἴδιοι εἶναι πού ὀργάνωσαν καί ἐπραγματοποιησαν καί τούς δύο Παγκοσμίους πολέμους. Οἱ ἴδιοι πού μοίρασαν τούς κατοίκους τῆς γῆς σέ πολῖτες τοῦ πρώτου κόσμου, εὐημεροῦντες καί ἀσωτεύοντες ἐν κραιπάλῃ˚ σέ πολῖτες τοῦ δεύτερου κόσμου, πού βιάζονται κάθε μέρα πιό πολύ νά μιμηθοῦν τούς πρώτους, κι ἄν εἶναι δυνατόν νά τούς ξεπεράσουν˚ καί σέ πολῖτες τοῦ τρίτου κόσμου, τά πιό τραγικά θύματα πείνας, ἀσθενειῶν καί ἀναλφαβητισμοῦ.
Τά media, πού συνήθως ὡς «νέα» προβάλλουν κυρίως τίς καταστροφές καί τά δράματα σ’ ὁλόκληρο τόν πλανήτη, μᾶς ἐνημερώνουν συνεχῶς. Κανείς λοιπόν δέν μπορεῖ πιά νά προφασισθεῖ ὅτι «δέν εἶδε» ἤ «δέν ἄκουσε».
Ἄς προσευχηθοῦμε ἐν μετανοίᾳ, κι ἄς ἐργασθοῦμε μέ ταπείνωση γιά ἕνα δικαιότερο, ἐντιμότερο καί φιλανθρωπότερο κόσμο. Ἡ τρίτη χριστιανική χιλιετία δέν πρέπει νά ἐπαναλάβει τά ἐγκλήματα τῆς δεύτερης. Οὔτε νά εἶναι ἀπό Χριστιανούς σχεδιασμένη τόσο ἀντιχριστιανικά.
Εἰς τόν ὑπέρ ἡμῶν ἐνανθρωπήσαντα, παθόντα καί δοζασθέντα Θεό τῆς ἀγάπης, πᾶσα τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ!
ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ!
Χρόνια πολλά μέ ὑγεία καί εὐλογίες!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ