Στίς παροῦσες δύσκολες ἱστορικά στιγμές πού διέρχεται ἡ πατρίδα μας, εὑρισκόμενη στήν πιό δυσμενῆ οἰκονομική ἀλλά κυρίως πνευματική κρίση στή σύγχρονη ἱστορία της, ἡ Ἐκκλησία πράττει τό ἔργο της: ἐκ-καλεῖ τόν ἄνθρωπο στή σύναξη Της.
Ἑνώνει τούς ἐν ἐλευθερίᾳ «κλητούς» σέ συνάθροιση ἑνότητας, στό Δεῖπνο τῆς Εὐχαριστίας ὅπου παραγίγνεται σωματικῶς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἡ κλήση αὐτή ἀφορᾶ καί παραμένει ἀνοικτή «εἰς πάντα τά ἔθνη» γιατί εἶναι οἰκουμενική, θεμελιωμένη στή νέα Διαθήκη μέ τό Θεό, τή σφραγισμένη ἀπό τήν σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ, καί τήν Ἀνάστασή Του, βιωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Αὐτή τήν κλήση, διαπερνώντας τήν ἱστορία, μποροῦμε νά τήν «ἀναγνώσουμε» στό βίο τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, οἱ ὁποίοι στήν κοινή πίστη στόν ἐν Τριάδι Θεό καί στό κοινό ποτήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας θεμελίωσαν τή ζωή καί τήν πορεία τους.
Ἡ ἱστορική πορεία τοῦ κάθε λαοῦ πάντοτε μέ τόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο τρόπο προσάρμοζε τά στοιχεῖα τοῦ βίου της «γύρω» ἀπό τήν εὐχαριστιακή ἐκκλησιαστική κοινότητα, ἔχοντας ὡς κεντρομόλο ἄξονα τήν Ἀλήθεια, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου καί τούς τό αὐτό ποιούντας μάρτυρες καί Ἁγίους Της.
Ὅλες οἱ ἄλλες «μικρές ἀλήθειες», ἀπό τά πρακτικά τοῦ βίου ἕως τίς κορυφές τῆς σύλληψης τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, μποροῦν νά μετρηθοῦν καί νά ἀξιολογηθοῦν στό μέτρο πού ἐγγίζουν ἤ ὄχι τήν Αὐτοαλήθεια, τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτό εἶναι καταγεγραμμένο καί στήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν ὁποία διαπερνᾶ ἡ ζωογόνος συνάντηση μέ τήν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.
Σήμερα τίθεται τό ἐρώτημα, γιά τό ἄν καί κατά πόσον οἱ νεοέλληνες ἀποστασιοποιοῦνται ἀπό τίς ρίζες τοῦ ἑλληνορθοδόξου Γένους, τόν ὀργανικό ἱστό τῆς παράδοσης τοῦ τόπου καί τοῦ τρόπου τῶν Ρωμιῶν.
Μέ ποιόν τρόπο γίνονται ἤ όχι, μέτοχοι τῆς κοινῆς συνείδησης τῶν προγόνων (τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας τοῦ «πονεμένου ἑλληνισμοῦ» τῆς ρωμηοσύνης), τῆς κοινῆς παιδείας (τῆς γνώσης καί σοφίας τοῦ ἕλληνος λόγου), καί κυρίως τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος.
Ζητούμενο παραμένει τό πῶς θά ἐπαναπροσεγγισθεῖ καί θά γίνει ἀντιληπτή ἡ συνέχεια αὐτοῦ τοῦ Ρωμαίϊκου τρόπου τοῦ βίου, εἰδικῶς δέ, στούς καιρούς πού διανύουμε κατά τούς ὁποίους οἱ κρίσιμοι ὑπαρκτικοί καί ὑπαρξιακοί προσανατολισμοί κανοναρχοῦνται ἀπό θεωρητικά μορφώματα μιᾶς δυτικοτραφοῦς, αὐστηρῶς ἰδεοκρατικῆς καί χρησιμοθηρικῆς πρότασης ζωῆς.
Ἐκφράζονται ἀπό συνασπισμό διανοουμένων οἱ ὁποίοι ἐντάσσονται οὐραγοί στό πνεῦμα τῆς μετανεωτερικῆς ἐποχῆς.
Τό πνεῦμα αὐτό προτάσσει καί ἀπαιτεῖ ἀπό τόν μετανεωτερικό ἄνθρωπο νά ἀνασκευάζει, νά ἀναθεωρεῖ καί νά ἀναδομεῖ κάθε ἔννοια, βίωμα καί ἱστορική πραγματικότητα, ἀφοῦ ὁτιδήποτε προέρχεται ἀπό τήν κοινή μνήμη καί συνείδηση τοῦ παρελθόντος χρόνου καί τῆς ἱστορίας, αὐτόχρημα ἐλέγχεται ὡς πρός τήν ἐγκυρότητα καί τήν ἀλήθεια του.
Σ΄αὐτό τό πλαίσιο ἐντάσσονται, ἀπό ἄποψη ἀρχῆς, καί οἱ ὄψιμες ἀναζητήσεις συγχρόνων κύκλων διανοητῶν καί θεολόγων (βλ. ἄρθρο μέ τίτλο «Ὀρθοδοξία –Ἑλληνισμός» τῆς ἐφημερίδας «Ἡ Θεσσαλία», Κυριακή 27 Μαϊου 2012, μέ ἀπόσπασμα βιβλίου (ἔκδ. 2012) τοῦ Π. Καλαϊντζίδη διευθυντή τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου).
Οἱ κύκλοι αὐτοί ὑπό τό πρόσχημα τῆς «κάθαρσης» τῆς θεολογίας διά τοῦ μετανεωτερικοῦ μοντέλου, ἐπισημαίνοντας μόνον ἤ κατά κόρον τίς ἐκτενεῖς ἀστοχίες, τίς ὑπερβολές ἤ τίς ὑποκειμενικές ἑρμηνεῖες πού μπορεῖ νά ἀπαντῶνται στό ἔργο ἑνός «θεολογικοῦ» λόγου πού θέλει τήν Ἐκκλησία θεραπαινίδα ἑνός θρησκευτικοῦ ἐθνικισμοῦ προσπαθοῦν, εἴτε μέσῳ συγγραφῆς, εἴτε μέσῳ ὀργάνωσης πιό συλλογικῶν –συνεδριακοῦ τύπου- ἐνεργειῶν, νά ἀναδείξουν αὐτό τό λόγο ὠς ἐπικρατέστερο καί ὑπαίτιο ὅλων συλλήβδην τῶν κακοδαιμονιῶν τῆς σύγχρονης νεοελληνικῆς πραγματικότητας.
Ἡ προσπάθεια τῶν κύκλων αὐτῶν, ἄρχεται ἀπό συμπεράσματα καί a priori θέσεις-διαπιστώσεις οἱ ὁποῖες περιγράφουν «ταύτιση Ἐκκλησίας- Ἔθνους, Ὀρθοδοξίας-Ἑλληνισμοῦ, μέ πρόκληση συνέπειων βαρυτάτου κόστους γιά τήν ἐκκλησιαστική αὐτοσυνειδησία ἀλλά καί τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ», τόν «ἐγκλωβισμό τῆς Ὀρθοδοξίας σέ μιά ἑλληνοκεντρικότητα καί βυζαντινολαγνεία, τροχοπέδη γιά τήν ἐσχατολογική της προοπτική τήν ὁποία καί ἔχει ἀπολέσει μέ συνέπεια νά ὑποκαθίσταται ἡ ἱστορία τῆς σωτηρίας μέ τήν ἱστορία τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας».
Ἡ πτώση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας καί ἡ ἀπώλεια τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ ὁρίζεται ὡς «ἀθεράπευτο τραῦμα» πού ἡ ὀρθοδοξία καί ὁ ἑλληνισμός ἀδυνατοῦν νά ξεπεράσουν.
Ἐπίσης θεωροῦν ὅτι «χωρίς τήν ἔξοδο τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό βολικό καταφύγιο τῶν περασμένων ἐποχῶν δέν θά ὑφίσταται ἡ προϋπόθεση γιά νά μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀληθινή καί διαρκής ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν κτίση καί τήν Ἱστορία οὔτε Ἐκκλησία πού νά προσεύχεται «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς» (Ἰωάν. 6,51)».
Αὐτά στό πλαίσιο μιᾶς προσπάθειας ἀναδημιουργίας κριτηρίων ταυτότητας ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς, ἑνός «ἐμπολιτισμοῦ – ἐγκεντρισμοῦ» μας στόν εὐρωπαϊκό καί μετανεωτερικό πολιτισμό.
Στά παραπάνω, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἐνδεικτικό μέρος τῆς θεωρίας τῶν ἀπόψεων τῶν προαναφερθέντων κύκλων διανοουμένων καί θεολόγων, διαπιστώνεται μία ἐκκλησιολογία πού πάσχει θεολογικά καί θέλει τήν διασάλευση τῆς συνέχειας τῆς κοινῆς πορείας τοῦ Γένους μας μέ τήν Ἐκκλησία πρός ἐξυπηρέτηση μίας «σύγχρονης θεολογίας» μέ τήν ὁποία θά καθαρθεῖ ὁ «σύγχρονος Εὐρωπαῖος Ἕλληνας» ἀπό κάθε λογῆς ἱστορική μνήμη καί παράδοση.
Ἡ ὀξεία πολεμική πού ἀσκεῖται ἐπί πάντων ἐξυπηρετεῖ μόνο τήν ἀπομόνωση τῆς Ἐκκλησίας, καί τό μονότονο πνεῦμα δυαλισμοῦ καί διαζευκτικῶν σχημάτων («τέκνα Ἀβραάμ» ἤ «τέκνα Πλάτωνος»;), στήν παροῦσα κρίσιμη περίοδο, τήν ὁποία διανύει ὁ τόπος, ἀποδομεῖ τή μικρά ζύμη της ἑλληνορθόδοξης παρουσίας καί ρωμαίϊκης πρότασης ζωῆς στό σύγχρονο συγκρητιστικό δυτικό πολιτισμό.
Τέλος, ἀπ’ ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια ἀπουσιάζει ὁ «ρωμαίϊκος καημός» δηλαδή ἡ θυσιαστική ἀγάπη γιά τόν πλησίον πού νά γεννᾶ αἴσθημα εὐθύνης ἀπέναντι στόν Ἑλληνισμό.
Ἡ γόνιμη καί ἁγιαστική ἐκκλησιαστική πρακτική τῶν Πατέρων διδάσκει ὅτι ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἐμπερίστατη κατάσταση χρήζει ἀγαπητικῆς βοηθείας γιά νά ἀνακουφίσει τόν πόνο του καί ὄχι ἱεροεξεταστικῆς κριτικῆς ἤτοι, ἀποσάθρωσης τῶν θεμελίων τοῦ κόσμου καί τοῦ ἑαυτοῦ του πού ὁδηγεῖ σέ ἀπόγνωση.
Βεβαίως ὅπως συμβαίνει πάντοτε στήν ἱστορία, ὑπάρχουν χριστιανοί πού μεταλλάσουν τή «ζέουσα πίστη» τῶν φυσικῶν καί πνευματικῶν πατέρων μας ἤ τόν ἀσπασμό στούς Ἁγίους Πατέρες, σέ ἰδεολόγημα, σέ ρηχή πίστη, ἁπλῶς γιά νά τήν ἐπικαλοῦνται.
Ἕνα ἰδεολόγημα φιλόνικο, ἄσαρκο καί ζηλωτικό.
Ἐπί τῆς προβληματικῆς δέ τῶν θέσεων καί ἀπόψεων πού ἐθίγησαν παραπάνω, περί «ταύτισης» Ἐκκλησίας-Ἔθνους, Ὀρθοδοξίας-Ἑλληνισμοῦ, καί ἀπώλειας τῆς ἀποστολῆς τῆς ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς τῆς Ἐκκλησίας, προφανῶς καταλαβαίνει κάποιος πού μέ νηφαλιότητα καί ἐκκλησιαστικό πνεῦμα ἐντρυφεῖ στήν ἱστορία, ὅτι καμία ταύτιση δέν ὑφίσταται σέ δύο μεγέθη διαφορετικά.
Ὁ ἐκχριστιανισμός τοῦ Ἑλληνισμοῦ προϋποθέτει τήν ἐκκλησιοποίηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δηλαδή τήν ὁλοκλήρωσή του, τήν ὁποία «χειρίστηκαν» οἱ ἅγιοι Πατέρες πού ἰσορρόπισαν τή σχέση καί σύζευξη τῶν δύο μεγεθῶν.
Στά δύσκολα χρόνια τῶν αἱρέσεων ἀλλά καί τῶν δυσχερειῶν σκοπός τῶν Πατέρων ἦταν ἡ συμπόρευση Ἔθνους καί Ἐκκλησίας ὥστε νά βοηθηθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά εὐδοκιμήσει ἐντός του τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας.
Αὐτή εἶναι καί ἡ προοπτική μέ τήν ὁποία ἀξιολογεῖται καί καθορίζεται ἡ ἱστορική ἐγκυρότητα τῶν ἔργων καί πράξεων.
Ἀναμφιβόλως ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουν ἀστοχίες στήν ἱστορία οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τροχιές πού ἔχουν ἀπωλέσει τό κέντρο τῆς ἐν Χριστῷ Ζωῆς μέ ἐκκοσμικευμένα ἀποτελέσματα προτεσταντικοῦ τύπου.
Ὅ,τι ὅμως «ἀντέχει» καί διατηρεῖται στή ζωή τοῦ σώματος τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας –ἡ ὁποία βρίσκεται πάνω ἀπό μεμονωμένα πρόσωπα καί ἱστορικά γεγονότα- καί εἶναι λόγοι καί πράξεις τῶν «ἑπομένων τοῖς ἁγίοις Πατράσι», γίνεται ζωντανή παράδοση καί κοινή συνείδηση.
Καί μέ βεβαιότητα αὐτή τή συνείδηση, ἐγκολπώνεται ὅ,τι ἄξιο καί δίκαιο. Αὐτός εἶναι καί ὁ μόνιμος, συνεχής καί ἄρρηκτος δεσμός τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν καθολικότητά της.
Ἡ κατανόηση ὅτι δέν ἔχει προτεραιότητα ἡ ὑποκειμενική ἀμφισβήτηση, ἡ ἀτομική θεώρηση ἤ ἀκόμη καί ἡ συλλογική θεολογική προσέγγιση ἀλλά ἡ ἁγιότητα πού κομίζει ἡ ὑπακοή στήν Παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὑπακοή στήν ἴδια τήν Ἁγία Ἐκκλησία τήν ἀπ’ αἰώνων καί ἕως τέλους τῆς ἱστορίας πρός τά ἔσχατα, ἐκτεινομένης. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἐκκλησιολογία τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας πού διορθώνει ὅλες τίς ἀποκλίσεις, πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ κινήσεις αὐτές ἐπιδιώκουν νά ἰδεολογικοποιήσουν τήν ἔννοια τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως ταυτίζοντάς την μέ τήν αἵρεση τοῦ Ἐθνοφυλετισμοῦ, ὥστε νά τήν θέσουν σέ ἀντιπαράθεση μέ τό ἐργαστηριακῆς κατασκευῆς ἰδεολόγημα πού γι’ αὐτούς ὑποκαθιστᾶ τήν Ἐκκλησία, παραθεωροῦντες πλήρως τήν μυστηριακή ὑφή καί δομή τῆς Ἐκκλησίας ὡς ζῶντος σώματος τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως τό δῆθεν ἀντιτιθέμενο δίπολο Ὀρθοδοξία-Ἔθνος εἶναι ἀτελές καί ἀλυσιτελές ἰδεολόγημα διότι ἡ Ἐκκλησία παραμένει τό ἀπ’ αἰῶνος μ υ σ τ ή ρ ι ο.
Ὅσον ἀφορᾶ στό ἐρώτημα ἐθνικοσοσιαλισμός στήν Ὀρθοδοξία οἱ ἔννοιες εἶναι ἀσύμβατες καί ἀντιθετικές γιατί ὁ ἐθνικοσοσιαλισμός σάν βιοθεωρία εἶναι παγανισμός καί ἀποκρυφιστικό περίπαιγμα πού ἐξ ἀντικειμένου ἀντιπαρατάσσεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὅπως ἱστορικά καταδείχθηκε.
Ἐάν ὅμως ὑπονοεῖται σάν δῆθεν ἐθνικοσοσιαλισμός ὁ ἀντισιωνιστικός λόγος καλό θά ἦταν οἱ ἀτυχεῖς ἐμπνευστές τοῦ διλήμματος νά ἐντρυφήσουν στά κείμενα καί τούς διαδικτυακούς τόπους τῶν ἐκπροσώπων τοῦ ὀρθοδόξου Ἰουδαϊσμοῦ μήπως κατανοήσουν ὅτι ὁ Σιωνισμός ἀποτελεῖ ἐκτροπή ἀπό τόν θεϊσμό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τοῦ προφητικοῦ λόγου καί ἐγκόλπωση τοῦ Ταλμουδικοῦ καί Καμπαλιστικοῦ σατανιστικοῦ ἰδεολογήματος.
Τέλος, ὅλες αὐτές οἱ θεωρητικές διαπιστώσεις «ἀκαδημαϊκῶν» καί μή κύκλων διανοουμένων, γιά ἕναν ἐκκλησιαστικό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει πλησιάσει στόν δι’ αἵματος ἀγῶνα κατά μίμηση τοῦ Κυρίου καί διατηρεῖ τόν νοῦ καί τήν καρδία του καιομένη γιά Αὐτόν καί τήν Ἁγία Ἐκκλησία, καθίστανται ἐφαλτήριο προσευχητικῆς ἐγρήγορσης πρός τόν Πολυέλεο Φιλάνθρωπο Κύριο, ὥστε νά μήν ἐπιτρέψει νά κλυδωνίζεται ἡ Ἐκκλησία Του, ἀλλά νά συγχωρεῖ καί νά φωτίζει μέ τήν ἄπειρη Ἀγάπη Του τόν νοῦν καί τήν καρδίαν ὅλων μας.