ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2011
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ
ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Κάθε Νέος Χρόνος, παρά τήν συμβατικότητά του, ὠθεῖ, θαρρεῖς, τή ζωή τοῦ αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου κάτω ἀπό ἕνα νοητό φασματοσκόπιο. Ἔτσι, ἡ σκληρή κι ἐπώδυνη στιγμή τοῦ παρόντος ἀποκτᾶ ἀμέσως τό βάθος τοῦ παρελθόντος καί τήν προοπτική τοῦ μέλλοντος καί γίνεται ὁ χρόνος ἕνα τρίδυμο ἄθλημα τῆς ὕπαρξης. Γιατί ἐκτός ἀπό τό δριμύ παρόν, τό παρελθόν εἶναι χρόνος βιωμένος, τό μέλλον, χρόνος πού ἔρχεται κατεπάνω μας. Ἀνάμεσά τους κινούμαστε καί ξοδεύουμε ὁλόκληρη τή ζωή μας πού στό τέλος προβάλλεται σάν μία δημιουργία πού συντελεῖται κάτω άπό ἕνα καθεστώς ἐλευθερίας κι εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ χρόνος εἶναι ‘κεῖνος πού δίνει κίνηση στή ζωή μας καί χωρίς αὐτόν ἡ ὑπαρξή μας ἀσφυκτιᾶ. Γιατί ὁ χρόνος εἶναι ἡ φωνή τῆς ἐλευθερίας μας. Χωρίς μέλλον, ὁ ἄνθρωπος σάν δυναμική προσωπικότητα δένεται πισθάγκωνα, δέν ἔχει οὔτε προσδοκία, οὔτε διάθεση δημιουργίας. Φυλακίζεται στήν στιγμή, αὐτή τήν βιαστική καί φοβισμένη στιγμή, καί χάνεται ἡ ἄνετη κίνηση τῆς ζωῆς, ἐκείνη πού ἀρδεύει τά ὄνειρα καί πού ὑψώνει τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Συνάρτηση βασική τῆς ζωῆς εἶναι ὁ χρόνος, κι ὁ θάνατος εῑναι, ἀπό κάποιαν ἄποψη, ὁ τερματισμός τῶν χρονικῶν μας πιστώσεων, ἡ ἐξάντληση τοῦ χρόνου. Μέ τόν θάνατο σταματᾶ τό ξεδίπλωμα τῆς ἐνδοκοσμικῆς ζωῆς, ὁ ἀγώνας καί ἡ ἀγωνία τῆς προσωπικότητας. Ἀπό κεῖ καί πέρα ἔρχεται μονάχα ἡ Ὕστατη Κρίση, ἡ λογοδοσία τῶν ὑπεύθυνων ἀνθρώπων στόν Μεγάλο Κριτή.
Κάτω ὅμως ἀπό αὐτό τό, φασματοσκόποιο, ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει καί νά ἑρμηνεύσει τή ζωή. Κι ἀπόμένει ἄναυδος. Ἀπίστευτο τοῦ φαίνεται νά πέρασαν τόσα χρόνια. Καί γιατί πέρασαν; Καί πῶς πέρασαν; Καί τί νόημα εἶχε αὐτή ἡ ζωή ἡ μουσκεμένη στήν πίκρα, στό δάκρυ, στήν ἀπογοήτευση; Τί σημασία εἶχαν τά ὄνειρα πού ἔπιναν ἀπό τήν ψυχή τό αἷμα της, οἱ ἐκρήξεις τῶν παθῶν καί ἡ μεγαλωσύνη τῆς ζωῆς; Τί κρύβουν αὐτές οἱ συναντήσεις, οἱ γνωριμίες, οἱ ἀποχωρισμοί; Τί ἀπομένει ἀπ’ ὅλα αὐτά;
Μένει μπροστά στήν συνείδηση τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου τό παρελθόν γεμᾶτο σκιές καί ρήγματα, ἄμορφο, ἀβυσσαλέο, χαῶδες, ἀκατανόητο καί γίνεται ἡ ζωή καί ἡ παροῦσα στιγμή ἕνα σωστό Αἴνιγμα. Μπροστά σέ μιά τέτοια δραματική ἐνατένιση τοῦ παρελθόντος, ὁ ἄνθρωπος ἀπρακτεῖ καί σιωπᾶ. Προσπαθεῖ νά ξεφύγει – κι ἔχει ἡ ἐπόχή μας ἀνοίξει πολλές τέτοιες ἐξόδους διαφυγῆς, στολισμένες παραμυθένια, πού στό τέλος σ’ ἐπαναφέρουν ἀναπότρεπτα, πίσω, στά ἴδια προβλήματα, στά ἴδια πεινασμένα ἐρωτηματικά τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης.
Τό παρελθόν σοῦ ζητεῖ ἐπίμονα μιάν ἑ ρ μ η ν ε ί α, μιάν ἀποκρυπτογράφηση τοῦ αἰνίγματος τῆς ζωῆς πού θά σέ βοηθήσει ἀποφασιστικά νά προσανατολιστεῖς στό μέλλον, ν’ ἀποσαφηνίσεις μέσα σου τί γυρεύεις ἀπο αὐτό, γιατί θέλεις νά ζήσεις ἀκόμη ἕνα, καί περισσότερα χρόνια. Ἄν ἑρμηνεύσεις τό παρελθόν, τότε ἡ λαχτάρα τῆς ζωῆς, ἡ τόσο ἐξαίσια ὅταν εἶναι πνευματικά ἰσορροπημένη, παύει νἆναι λαχτάρα χαμηλή, τυφλή καί ζωώδης καί γίνεται μιά κραυγή ἐλευθερίας, μιά ἐπιπόθηση εὐθύνης, ἕνα πάθος γιά τό ἀπόλυτο.
Χωρίς μιά τέτοιαν ἑρμηνεία, καί τό μέλλον μιμεῖται μέ περισσήν εὐκολία – ἀφοῦ τό μέλλον ἐκτείνεται στό ἄγνωστο, ἐνῶ τό παρελθόν εἶναι γνωστό καί ὁπωσδήποτε κατεχόμενο – τό παρελθόν, γίνεται σκοτεινό κι ἐπίφοβο, καί τό πέρασμά μας ἀπό τόν ἕνα χρόνο στόν ἄλλο ἰσοδυναμεῖ μέ ἄλμα ἀπό βράχο σέ βράχο, ἐνῶ κάτω χάσκει ἡ ἄβυσσος τοῦ θανάτου. Μετά τίς πρῶτες μέρες τοῦ Γενάρη εἴμαστε πρόθυμοι κι ἔτοιμοι νά ζήσουμε ἀκόμη, τουλάχιστον, ἕνα χρόνο, ξαναπαίρνουν ζωή τά ὄνειρά μας καί οἱ πόθοι μας ἀναζητοῦν τήν πραγμάτωσή τους καί πάλι. Γιά μιά στιγμή, σά νά μᾶς εἶχε κοπεῖ ἡ ἀνάσα ἀπό κάποια ζάλη ὑπαρξιακή∙ πέρασε ὅμως καί μποροῦμε νά συνεχίσουμε τή ζωή.
Να συνεχίσουμε, ἀλλά πῶς; κάθε τόσο ἀγκυλώνουν τήν ψυχή μας ἐρωτήματα πού ἀνώφελα προσπαθοῦμε ν’ ἀναχαιτίσουμε. Πρόκειται γιά τά βασικά ἐρωτήματα τῆς ζωῆς, τόν σκοπό μας στόν κόσμο αὐτό, τόν προορισμό μας. Κι ἐνῶ τέτοια ἀγωνιώδη ἐρωτήματα βασανίζουν ἀλλά καί συντελοῦν ἀποφασιστικά στήν ὡρίμανση τῆς ὕπαρξης καί στήν ἀρτίωση τῆς προσωπικότητας, ὁ χρόνος σάν ἀνέκκλητη φθορά μᾶς πολιορκεῖ. Ζοῦμε βυθισμένοι μέσα στό δικό του ποτάμι, ἀκολουθοῦμε τήν κίνηση τῆς δικῆς του ροῆς, ἄλλοτε βίαιη καί τρομερή, ἄλλοτε ἀργοπορημένη, σάν ἕνα ξεγέλασμα πώς ἡ ζωή μας ἐστάθμευσε στά τενάγη τῆς εὐτυχίας ἤ τῆς δυστυχίας. Φθειρόμαστε ὅμως, ἀλλοιώνεται τό κορμί μας, ἀλλοιώνεται, γεμίζει οὐλές καί ἡ ψυχή μας∙ ἡ καρδιά μας μαθαίνει μαθήματα πικρά κι αὐτό τό΄γήρασμα «εἶναι πληγή ἀπό φρικτό μαχαίρι», κατά τόν ποιητή.
Γιατί νά γερνᾶμε; Γιατί νά ὑπάρχει ἕνα τέλος πού ὅσο ἀργοπορεῖ μᾶς φαίνεται ὅλο καί πιό βαρύ, καί πιό δύσκολο; Εἰσβάλλει ξανά μέσα στήν συνείδηση μας τό σκοτεινό κι ἐπίφοβο πρόσωπο τοῦ αἰνίγματος πού κάνει τήν ζωή πιό ἀσφυκτική, τίς μέρες μας πιό δύσκολες, τίς νύχτες μας κλυδωνιζόμενες ἀπό ἀγρυπνία κι ἀδημονία. Γι’ αὐτό καί, ἀκόμη καί στίς γιορτινές μέρες τῆς χαρᾶς καί τοῦ πανηγυριοῦ, νιώθουμε ἤ μαντεύουμε ἀπλῶς, νά ὑποβόσκει κάποια κρίσιμη, κάποια τρομερή ὑπαρξιακή σιγή. Γιατί ἑρμηνεῖες καί ἀνιχνεύσεις γίνονται πολλές – κάτω μάλιστα ἀπό ἀλαζονικές φωταψίες τῆς ἐγκόσμιας σοφίας – ἀλλά ἡ λύση στό Αἴνιγμα δίνεται ὄχι μέ τό νοῦ καί τό στοχασμό∙ δίνεται μέ τήν καρδιά καί μέ τήν πίστη πού ὑπερβαίνει τά φαινόμενα γιά νά ἀναζητήσει καί νά προσκολληθεῖ στήν πνευματική οὐσία τῶν πραγμάτων. Καί δέν θά κάνουμε λάθος, νομίζω, ἄν αὐτή ἀκριβῶς τήν πίστη τήν ὀνομάσουμε «πίστη ὑπερβατική».
Πηγαίνει αὐτή ἡ πίστη σέ ἀναζήτηση φωτός, σέ ἀναζήτηση Ἀρχῆς, σέ ἀναζήτηση νοήματος, πηγαίνει, οὐσιαστικά, σέ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ. Κι ὡσότου νά βρεθεῖ Ἐκεῖνος καί νά κατακτήσει τήν ἀνθρώπινην ὕπαρξη, ἡ ἀναζήτηση θά συνεχίζεται καί ἡ ἀγωνιώδης πορεία ἀνάμεσα ἀπό τά ἐπίφοβα σκότη τοῦ παρελθόντος καί τοῦ μέλλοντος, δέν θά κατασιγάζεται μέ κανένα τρόπο, οὔτε σοφίας, οὔτε ποίησης.
Ἀνευρίσκοντας τόν Θεό ἀνεβαίνει ἡ ὕπαρξη σ’ ἕνα ξέφωτο πνευματικό ὅπου τό αἴνιγμα διαλύεται, ἴσκιος βαρύς γεμάτος αἷμα πού τό φῶς ἀφανίζει. Ὅλη ἡ ζάλη τῶν ἀβύσσων πού σπέρνει ὁ χρόνος στή ζωή μας χάνεται, καί ὁ φόβος, ἡ ἀγωνία πού μᾶς θανάτωναν δίνουν τή θέση τους σέ μιά βεβαιότητα πού εἶναι ἐμπνεύστρια τῆς ἐλευθερίας καί ἀπόκριση τῆς εὐθύνης μας στόν κόσμον αὐτό. Κάτω ἀπό τέτοιο φῶς, τό χαῶδες πρόσωπο τοῦ παρελθόντος δένει, ἀποκτᾶ φυσιογνωμία, μποροῦμε νά τό ἑρμηνεύσουμε κι ἔτσι κατορθώνουμε ν’ ἀντιμετωπίσουμε τή σκοτεινή θάλασσα τοῦ μέλλοντος πού φορτίζει τίς καρδιές μας τόσο βαριά κάθε νέο χρόνο. Κρατοῡμε στά χέρια μας, ἕνα χρυσό μίτο πού περνᾶ μέσα ἀπό τό μέλλον καί φθάνει στό χέρι τοῦ Θεοῦ. Ὑπερβαίνουμε ἔτσι τό μέλλον, τό νικοῦμε, καί ἡ ἀγωνία πού δηλητηρίαζε τήν ὕπαρξή μας καθημερινά, ἀποχωρεῖ, γίνεται ἕνα ὄνειρο ἐφιαλτικό πού ξεφτᾶ κάτω ἀπό τό παρθενικό φῶς τοῦ πνευματικοῦ μας ὄρθρου. Ἀναβλέπουμε, πρός τό παρελθόν, πρός τό μέλλον. Καί τό παρόν γίνεται μιά ζωτική εὐκαιρία ἀθλήματος ἠθικοῦ, ὑπεύθυνης δημιουργίας.
Βρίσκουμε ἐμπρός στίς πόρτες, κάθε νέου χρόνου πού ζοῦμε τόν Καλόν Ἄγγελο νά μᾶς καρτερεῖ καί νά μᾶς ὑποδέχεται. Στά χέρια του κρατεῖ φῶς – Καί μή ξεχνᾶτε, μᾶς λέγει, πόσο γεμάτη εἶναι ἡ ζωή ἀπό τίς ἐκφάνσεις τῆς θείας Ἀγάπης ἀπό τήν ζῶσα ἀπόδειξη τῆς θεϊκῆς Στοργῆς καί ἀφοσιώσεως.
Καλή Χρονιά, πνευματικά παραγωγική καί εὐλογημένη!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ