Ἐν Πειραιεῖ τῇ 14ῃ Ἰουνίου 2013
Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΝ. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥΣ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΑ 1700 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ «ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ» ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ
(14 Μαΐου 2013).
Μὲ πολὺ μεγάλη προσοχή, ἀλλὰ παράλληλα καὶ μὲ πολλὴὀδύνη ψυχῆς παρακολουθήσαμε ἀπὸ τὸ διαδίκτυο τὴν «συμπροσευχὴ» καὶ τὴν «συγχοροστασία» στὴν Βασιλική τοῦἁγίου Ἀμβροσίου στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Καρδιναλίου τοῦ Μιλάνου κ. Angelo Scola καὶ μελετήσαμε τὸν χαιρετισμὸ τοῦ Παναγιωτάτου μὲ τίτλο «Τὸ μήνυμα τῆς ἐν ἐλευθερία ζωῆς κομίζομεν εἰς τὰ Μεδιόλανα σήμερον», καθὼς καὶ τὴν ὁμιλία του κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴ «Μονὴ» τοῦ Bose μὲ σκοπὸ τὸν συνεορτασμὸ μὲ τοὺς Παπικούς τῆς ἐπετείου τῶν 1700 χρόνων ἀπὸ τῆς ἐκδόσεως τῆς Ἀποφάσεως (Διατάγματος) τῶν Μεδιολάνων. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρασιωπήσωμε τὴν πικρία καὶἀπογοήτευσή μας, ἐν ταυτῶ δὲ καὶ τὴν πλήρη ἀντίθεσή μας τόσον μὲ τὴν «συγχοροστασία», ὅσον καὶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ κείμενα, τόσον ὡς πρὸς τὸὕφος, ὅσον καὶὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο. Ἐπειδὴ τὸ περιεχόμενό των ἅπτεται θεμάτων πίστεως, ἐπὶ πλέον παραποιοῦνται ἱστορικὰ γεγονότα, ἔτι δὲἐπιστρατεύονται μεγάλες πατερικὲς μορφὲς μὲἐκλεκτικὴ καὶ μονομερῆ παράθεση χωρίων καὶ λόγων των, (μὲἀποτέλεσμα νὰ προσδίδεται σ’ αὐτοὺς ἕνα ψευδὲς καὶ παραπλανητικὸ οἰκουμενιστικὸ προσωπεῖο), δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰἀδιαφορήσουμε. Ἡ πίστις εἶναι κοινὸ κτῆμα ὅλων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶὅλοι μας ἔχουμε εὐθύνη γιὰ τὴν διαφύλαξή της: Ὅπως εἶναι ἤδη γνωστόν, «Ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶἀποδέχεται, ἢ κατακρίνει καὶἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇἐγκυκλίω αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848: ‘‘ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λαὸς αὐτὸς ἐστίν’’».[1] Θεωρήσαμε λοιπὸν χρέος μας νὰ προχωρήσωμε στὸ σύντομο αὐτὸ σχολιασμό, ποῦἐπακολουθεῖ.
Μιὰ πρώτη γενικὴἐπισήμανση, πού ἀφορᾶ καὶ τὰ δύο κείμενα, εἶναι ἡ διαπίστωση, ὅτι σ’ αὐτὰὁ Παναγιώτατος, ὁμιλεῖἀπευθυνόμενος πρὸς Παπικοὺς αἱρετικούς, ὡσὰν νὰἤσαν Ὀρθόδοξοι, ὡσὰν νὰἤσαν μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶἈποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὐδόλως ἐπισημαίνεται τὸ γεγονός, ὅτι εὑρίσκονται ἐν αἱρέσει καὶ πλάνη. Οὐδεμία νύξις γίνεται πάνω στὶς χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς πίστεως, οἱὁποῖες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν παπικὴ παρασυναγωγή, ἡὁποία ἐπιμένει νὰὀνομάζη ἐαυτὴν ὡς «ΚαθολικὴἘκκλησία» καὶ μάλιστα ὡς «αὐθεντική», ἐνῶ τὴν Ὀρθόδοξη θεωρεῖὡς «ἐλλειμματική»! Καὶ οὐδεμία προσπάθεια νὰ τοὺς πείση, νὰἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τοῦ Παπισμοῦ καὶ νὰ προσέλθουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀκολουθώντας τὸν λόγον τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς τῆς Θείας Λειτουργίας του: «Τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ συναψον αὐτοὺς τῆἁγία σου Καθολικῆ καὶἈποστολικῆἘκκλησία». Μιὰ τέτοια νοοτροπία ἀπηχεῖ τὸν τρόπο σκέψεως καὶ δράσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱὁποῖοι δὲν βλέπουν δογματικὲς πλάνες στὸν Παπισμό, ἀλλὰ ταυτότητα πίστεως μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀκυρώνοντας ἔτσι στὴν πράξη ὅλη τὴν Πατερικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐπ’ αὐτοῦ θὰ θέλαμε νὰ παρακαλέσουμε θερμῶς τὸν Παναγιώτατο, μὲὅλο τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη, πού ἁρμόζει στὸ πατριαρχικὸἀξίωμά του καὶ στὸ πρόσωπό του, νὰ δηλώση εὐθέως καὶ δημοσίως, τί πιστεύει σχετικὰ μὲ τὸν Παπισμό. Ἐὰν δηλαδὴ πιστεύει, ὅτι ὁ Παπισμὸς ἀποτελεῖἘκκλησία, μὲἔγκυρα μυστήρια καὶἀποστολικὴ διαδοχή, σύμφωνα μὲὅσα παρανόμως, ἀντιπατερικῶς καὶἀντικανονικῶς ὑπεγράφησαν κατὰ τὴν Ζ΄ Γενικὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἡὁποία συνῆλθε τὸν Ἰούλιο τοῦ 1993 στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου καὶ τὰὁποῖα συνιστοῦν πραγματικὴ προδοσία τῆς πίστεως: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται, ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησία του, (ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχὴ εἰς τὰ αὐτὰ μυστήρια, κυρίως εἰς τὴν μίαν ἱερωσύνην τὴν τελοῦσαν τὴν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων), δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν. Εἶναι σαφές, ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός. Διὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγον ἡ ΚαθολικὴἘκκλησία καὶἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτὰς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπὸ κοινοῦὑπευθύνους διὰ τὴν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦἐν τῇ πιστότητι πρὸς τὴν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα» (παράγρ. 13,14). Καὶἐὰν ὄντως ἔτσι πιστεύει, τότε νὰ μᾶς ἐξηγήσει, γιατί δὲν προχωρεῖ κατὰ τρόπον ἐπίσημον στὸ «κοινὸ ποτήριο», στὴν intercommunio. Διότι εἶναι ἀνακόλουθο καὶἀντιφατικὸἡ κοινὴ πίστις νὰ μὴν συνοδεύεται ἀπὸ τὸ συλλείτουργο στὸ «κοινὸ ποτήριο». Εἶναι ἐπίσης ἀνακόλουθο καὶἀντιφατικό, ὅταν μὲν ἐπισκέπτεται τὸἍγιον Ὅρος καὶ διάφορες Μητροπόλεις τῆς Ἑλλάδος, νὰ χρησιμοποιῆἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξη γλώσσα, ἐνῶὅταν ἀπευθύνεται σὲ Παπικοὺς, νὰ χρησιμοποιῆ Οἰκουμενιστικὴ γλώσσα. Μιὰ τέτοια διγλωσσία δημιουργεῖ σύγχυση στὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶὁπωσδήποτε ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου: «Ἔστω δὲὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναὶ καὶ οὗ οὗ» (Ματθ. 5,37) καὶ πρὸς τὸν λόγον τοῦἈποστόλου Παύλου: «πιστὸς δὲὁ Θεός, ὅτι ὁ λόγος ἠμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὗ» (Α΄Κορ.1,18).
Ἐπίσης στὴν προσφώνησή του ὁ Παναγιώτατος ἀναφέρεται στὸν σκοπὸ τῆς ἀφίξεώς του στὴν πόλη τοῦ Μιλάνου: «Ἔχομεν τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐλογίαν νὰ εὐρισκώμεθα σήμερον εἰς τὴν πόλιν σας μετὰἀπὸ εὐγενῆ πρόσκλησιν τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀδελφοῦ Καρδιναλίου κυρίου Angelo Scola, διὰ νὰ τιμήσωμεν καὶ μὲθ’ ὑμῶν,…τὴν ἐπέτειον τῆς συμπληρώσεως 1700 ἐτῶν ἀπὸ τῆς διακηρύξεως τῆς ἀνεξιθρησκείας ὑπὸ τοῦ θεοπνεύστου ἠγέτου τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐν Ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ συναυτοκράτορος αὐτοῦ Λικινίου ἔκδοσιν νομοθετήματος ὑπὸ τὴν συμβατικὴν καὶ συνοπτικὴν ὀνομασίαν “Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων”». Ἀποτελεῖἀναντίρρητο κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ὅτι ἡἔκδοσις τῶν ἀποφάσεων (Διατάγματος) τῶν Μεδιολάνων, ὑπὸ τοῦἉγίου καὶἸσαποστόλου Κωνσταντίνου καὶ τοῦ συναυτοκράτορος αὐτοῦ Λικινίου, ἔστρεψε κυριολεκτικὰ τὴν ροὴ τῆς ἱστορίας καὶἐγκαινίασε μιὰ νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτὸ σημαίνει, πώς ὁἑορτασμὸς τῆς συμπληρώσεως τῶν 1700 χρόνων αὐτοῦ τοῦ μοναδικοῦἱστορικοῦ γεγονότος εἶναι ἐπιβεβλημένη, γιὰ νὰ τιμηθῆ πρωτίστως ὁἰθύνων νοῦς αὐτοῦ, ὁ πρῶτος καὶ μεγάλος αὐτοκράτορας τῆς Ρωμιοσύνης, ὁἅγιος Κωνσταντῖνος. ἩὈρθόδοξη ΚαθολικὴἘκκλησία μας ἔχει κάθε λόγο, νὰἑορτάζη τὴν ἐπέτειο αὐτή, διότι μόνη Αὐτή, ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶἈποστολικὴἘκκλησία τοῦ Χριστοῦἔμεινε πιστὴ στὶς ἐπιταγὲς τοῦ Διατάγματος καὶἐφήρμοσε ἐπακριβῶς μέχρι σήμερα τὶς ἀρχὲς τοῦ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Οὐδέποτε ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία στὴν ἱστορικὴ πορεία της μέχρι σήμερα ὑπέθαλψε ἢ πρωτοστάτησε σὲ θρησκευτικοὺς πολέμους μὲ στόχο τὴν διὰ τῆς βίας ἐπιβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀντιθέτως ὁ Παπισμός, ὅπως τουλάχιστον μαρτυροῦν τὰἱστορικὰ γεγονότα ἀπὸ τὶς πηγές, ἐκφυλισθείς ἰδίως μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 σὲ στυγνὸ Παποκαισαρισμὸ καὶὑποκύψας στὸν τρίτο πειρασμὸ τοῦ Χριστοῦ, κατεπάτησε σὲ πάμπολλες περιπτώσεις μὲ τὸν πλέον ἀσεβῆ καὶ βάναυσο τρόπο τὶς ἀρχὲς τοῦ Διατάγματος καὶ γενικά τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ προσώπου καὶ διέπραξε φρικτὰ καὶἀποτρόπαια ἐγκλήματα, τόσον ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, ὅσον καὶ κατὰἄλλων θρησκευτικῶν πίστεων. Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰἀναφερθοῦμε διεξοδικὰ σὲἕνα πλῆθος ἱστορικῶν γεγονότων. Σταχυολογοῦμε μόνον ὁρισμένα ἐξ αὐτῶν, ποῦἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸἀληθές:
Ἀναφέρουμε τὰἀτελείωτα στίφη τῶν σταυροφόρων (11ος-13ος αἰών), τὰὁποῖα, μὲ τὴν «εὐλογία» τῶν Παπῶν καὶὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἁγίων Τόπων, ἐπέδραμαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ προκάλεσαν κάθε εἴδους βιαιότητες καὶ καταστροφές. Ἐπέβαλαν δὲ στὰ λατινικὰ κρατίδια, τὰὁποῖα ἵδρυαν, τὸἰδικὸ τους φράγκικο ἐκκλησιαστικο-πολιτικὸ καθεστώς, καταπιέζοντας τοὺς τοπικοὺς Ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς καὶἐπιδιώκοντας τὸν ἐκλατινισμό. Ὅπως σημειώνει ὁἱστορικός: «ΟἱὈρθόδοξοι πληθυσμοὶ τῶν κρατιδίων αὐτῶν πιέσθηκαν ὄχι μόνον νὰὑποταγοῦν στὴν πολιτικὴ καὶἐκκκλησιαστικὴἡγεσία τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ νὰ προσαρμοσθοῦν στοὺς δυτικοὺς κανόνες ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινωνικῆς ὀργανώσεως, οἱὁποῖες ἀποτυπώθηκαν στὶς Ἀσσίζες».[2] Οἱ βιαιοπραγίες καὶ οἱ βανδαλισμοὶ τῶν Σταυροφόρων ἔφθασαν στὸἀποκορύφωμά τους κατὰ τὴν Δ΄ Σταυροφορία, κατὰ τὴν ὁποία κατώρθωσαν, νὰ καταλάβουν τὴν Κωνσταντινούπολη (13.4.1204). Εἶναι φρικτὲς οἱ περιγραφές, πού μᾶς παραδίδει ὁἱστορικός: Ἡ Πόλη «γνώρισε φρικώδεις στιγμὲς λεηλασίας καὶ βιαιοτήτων. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἐγκαταλείφθηκε στὴ βάρβαρη διάθεση τῶν κατακτητῶν, οἱὁποῖοι ὄχι μόνον λεηλάτησαν καὶ σύλησαν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶἐξετράπησαν σὲ κάθε εἴδους βιαιότητες ἢ καὶ βαρβαρότητες ἐναντίον τοῦ τοπικοῦ πληθυσμοῦ».[3] Μὲ πολὺ μελανὰ χρώματα περιγράφει τὴν καταστροφὴ καὶὁ βυζαντινὸς ἱστορικὸς Νικήτας Χωνιάτης: «Οἱ βάρβαρες πράξεις τους ὅσον ἀφορᾶ στὰἀριστουργήματα τῆς τέχνης ὠχριοῦν μπρὸς σ’ ἐκεῖνες τῶν Μωαμεθανῶν, κατὰ τὴν δήωση τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων…Οἱ φόνοι καὶ οἱ βιασμοί, οἱ διακωμωδήσεις καὶ οἱ βεβηλώσεις, ξεπέρασαν τὴ δυνατότητα κάθε ἀνθρώπινης φαντασίας».[4]
Ἀναφέρουμε τὸν ἐπαίσχυντο θεσμὸ τῆς «Ἱερᾶς Ἐξετάσεως», δηλαδὴ τὰἐκκλησιαστικὰ δικαστήρια, τὰὁποῖα ἐπενόησε ὁ Παπισμὸς κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ἀπὸ τὸν 13ον ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνος (1821), γιὰ τὴν ἐξολόθρευση τῶν αἱρετικῶν. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές, οἱἱεροεξεταστὲς προκειμένου νὰἐξαναγκάσουν τοὺς θεωρηθέντες ὡς αἱρετικοὺς νὰὁμολογήσουν τὰ αἱρετικά τους φρονήματα, ἢ προκειμένου νὰ τοὺς ἐξαναγκάσουν νὰ μετανοήσουν γι’ αὐτά, τοὺς ὑπέβαλλον σὲ φρικτὰ βασανιστήρια: «Ἡ κάθειρξις, συνοδευομένη ἀπὸ νηστεία, ἡ στέρησις τοῦὕπνου, ἡἀπομόνωσις, βάρη εἰς τοὺς πόδας καὶἁλύσεις εἰς τὰς χείρας, ἀλλὰ καὶ μαρτύρια σκληρότερα. Ἂν ὁ κρατούμενος ἐδείκνυε πεῖσμα, ὑπεβάλλετο εἰς βασανιστήρια, εἰς τὰὁποῖα ἔπρεπε, νὰἀποφεύγεται πάντοτε ὁἀκρωτηριασμὸς καὶὁ κίνδυνος θανάτου».[5] Ἐν τέλει παρεδίδετο στὴν κοσμικὴἐξουσία, προκειμένου νὰ τοῦἐπιβληθῆἡἐσχάτη τῶν ποινῶν. «Ἂν τὸ λαϊκὸ δικαστήριο δὲν παρέδιδε εἰς τὰς φλόγας τὸν ἀμετανόητο ἢ τὸν ὑποτροπιάσαντα (αἱρετικό), θὰἐτέλει ὑπὸἀφορισμὸν ὡς εὐνοῆσαν τὴν αἵρεσιν».[6]
Ἀναφέρουμε ἐπίσης τὴν φρικτὴ νύχτα τοῦἉγίου Βαρθολομαίου (Αὔγουστος τοῦ 1572) καὶ τὴν ἐν ψυχρῶ δολοφονία 29.000 Οὐγενότων. Ἀναφέρουμε τὶς Παπικὲς καὶ Προτεσταντικὲς «Ἱεραποστολὲς» ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα καὶἐντεῦθεν στὶς χῶρες τοῦ Τρίτου Κόσμου. «Οἱ ‘‘Ἱεραποστολὲς’’ αὐτὲς δὲν ὑπῆρξαν ἀμέτοχες ἀπὸἰδιοτελῆ συμφέροντα καὶ κοσμικὲς ἐπιδιώξεις καὶ στόχους. Βρέθηκαν μπλεγμένες καὶ συμμέτοχες στὶς κυριαρχικὲς προσπάθειες τοῦἀποικιοκρατικοῦἐπεκτατισμοῦ τῶν τότε μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων, στὶς χῶρες τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Ἀσίας. Συμπορεύθηκαν καὶ συνταυτίστηκαν μέχρις ἑνὸς βαθμοῦ, μὲ τὶς δυνάμεις αὐτές, οἱὁποῖες προκειμένου νὰἐπιτύχουν τοὺς στόχους τους, δὲ δίστασαν νὰ καταφύγουν στὴν ἐκμετάλλευση, στὴν καταπίεση, στὸ δουλεμπόριο, ἀκόμη καὶ σὲ πολεμικὲς ἀναμετρήσεις μὲ τοὺς ντόπιους πληθυσμούς. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ ‘‘Ἱεραποστολὲς’’ αὐτὲς θέλησαν νὰἐπιβάλλουν τὴ δική τους ἐκκλησιαστική ἀποικιοκρατία, συμπράττοντας ὅμως καὶ συνευδοκώντας στὴ βία καὶ στὴν αἱματοχυσία».[7]
Ἀναφέρουμε τὴν ἀνείπωτη γενοκτονία τῶν Σέρβων Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας ἀπὸ τοὺς παπικοὺς Οὐστάσι, οἱὁποῖοι μὲ τὶς «εὐλογίες» τῆς «Ἁγίας Ἕδρας» καὶ τὴν «ἐμψύχωση» καὶ καθοδήγηση τοῦ διαβόητου Κροάτη «ἀρχιεπισκόπου» Στέπινατς βασανίστηκαν καὶ θανατώθηκαν περισσότεροι ἀπὸ 880.000 ἄνθρωποι, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰἀρνηθοῦν τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰἀσπασθοῦν τὸν Παπισμό! Μοναδικὸ στὸ εἶδος του καὶἀνεπανάληπτο στὶς περιγραφὲς του ἀποτελεῖ τὸ βιβλίο τοῦ Avro Manchatan μὲ τίτλο «ΤὸὉλοκαύτωμα τοῦ Βατικανοῦ», στὸὁποῖο ὁ συγγραφέας μὲ φωτογραφίες καὶἱστορικὰ ντοκουμέντα, τὰὁποῖα συνέλεξε ἀπὸ τὰἀρχεῖα της (τότε) Γιουγκοσλαβικῆς Κυβέρνησης, τῆς Ὀρθόδοξης Σερβικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ο.Η.Ε. καὶἄλλων ἐπισήμων Ὀργανισμῶν, περιγράφει σκηνὲς τρόμου καὶἀπίστευτης θηριωδίας. Μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο του: «Ἡ ΚαθολικὴἘκκλησία δὲν ἄφησε τὴν πραγματοποίηση ἑνὸς θρησκευτικοῦ πολέμου στὸν στρατό, ὅπως εἶχε κάνει σὲ παρόμοιες καταστάσεις στὸ παρελθόν. Μπῆκε ὁρμητικὰ στὸ πεδίο μάχης, ἀποφεύγοντας τὶς προφυλάξεις καὶ κραδαίνοντας τὸ σπαθὶ της ἐνάντια σὲὅσους εἶχε ἀποφασίσει νὰἐξολοθρεύση, μὲ μιὰ εὐθύτητα, πού εἶχε πολὺ καιρὸ νὰ δεῖὁ κόσμος. Πολλοὶ σχηματισμοὶ τῶν Οὐστάσι καθοδηγοῦνταν ἀπὸ Καθολικοὺς Ἱερεῖς καὶ συχνὰἀπὸ μοναχούς, οἱὁποῖοι εἶχαν ὁρκιστεῖ νὰ πολεμήσουν μὲ μαχαίρι καὶὅπλο γιὰ τὴ ‘‘δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Κροατίας’’. Πολλοὶἀπὸ αὐτοὺς δὲν δίστασαν νὰἐκτελέσουν τὰ πιὸἐπονείδιστα καθήκοντα, ὑπερηφανευόμενοι γιὰ πράξεις, πού θὰἔκαναν κάθε «εἰδωλολάτρη ἢ βάρβαρο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ» νὰ ντρέπεται. Καὶὅλα αὐτὰ στὸὄνομα τοῦ Παπισμοῦ! Ἔτσι ἐνῶ μερικοί, ὅπως ἔχουμε ἤδη δεῖ, διοικοῦσαν τὰ στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ἄλλοι καθοδηγοῦσαν τοὺς ὁπλισμένους Οὐστάσι στὸ κλείσιμο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, στὴν κατάσχεση ἀρχείων, στὸ διωγμό, τὴ σύλληψη, ἀκόμα καὶ στὴ δολοφονία Ὀρθοδόξων, συμπεριλαμβανομένων καὶὈρθοδόξων Ἱερέων».[8] Καὶ βέβαια ἡ «Ἁγία Ἕδρα» φρόντισε ἐπὶ Πάπα Ἰωάννου Παύλου τοῦ Β΄, νὰ «ἁγιοποιήσει» τὸν ἀρχιδολοφόνο καὶἀρχιμάστορα αὐτῆς τῆς γενοκτονίας «ἀρχιεπίσκοπο» Ἀλουΐσιο Στέπινατς, πράγμα πού ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ Παπισμὸς ὄχι μόνον δὲν μετάνιωσε ποτὲ γιὰὅλα αὐτὰ τὰἐγκλήματα, ἀλλὰ καὶ καυχᾶται γι’ αὐτά. Τὸ δὲἀκόμη τραγικότερο εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι οὔτε τὸ Οἰκουμενικό, οὔτε κάποιο ἄλλο Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο, τόλμησε ὄχι νὰἀποδοκιμάσει, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰἀρθρώσει λέξη γιὰὅλα τα παρὰ πάνω.
Ἀναφέρουμε τέλος τὴν ἐπάρατη Οὐνία, ἡὁποία, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸ Βατικανό, ἐπὶ αἰῶνες τώρα (13ος αἰὼν καὶἐντεῦθεν), ἰδιαιτέρως ὅμως τὶς τελευταῖες δεκαετίες μετὰ τὴν πτώση τῶν καθεστώτων τοῦὑπαρκτοῦ Σοσιαλισμοῦ στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἀνέπτυξε μία πρωτοφανῆ προσηλυτιστικὴ δράση, μὲἁρπαγές, λεηλασίες καὶ βιαιότητες, εἰς βάρος τῶν καθημαγμένων ἀπὸ τοὺς διωγμούς, λόγω τοῦ προηγηθέντος κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε τὴν δικαία ἀγανάκτηση τῶν Ὀρθοδόξων. Γιὰ μιὰἀκόμη φορά στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος φάνηκε τὸἀπεχθὲς προσωπεῖο τῶν μεσαιωνικῶν μεθόδων προσηλυτισμοῦ καὶ προπαγάνδας τοῦ Παπισμοῦ. Ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος ἐρευνητής: «ΟἱὈρθόδοξες χῶρες θεωρήθηκαν ὡς τόποι ἱεραποστολῆς, ὡς terrae missionis. Ἱεραποστολικὲς ἀποστολὲς μὲἄφθονα ὑλικὰ καὶ οἰκονομικὰ μέσα ἀνέλαβαν τὸν ἐπανευαγγελισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων μπροστὰ στὰἔκπληκτα μάτια τῶν ὑπευθύνων ἡγετῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού ἔβλεπαν ἀκόμη καὶἄσκηση βίας εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες, οἱὁποῖοι χρησιμοποιοῦν τὶς νέες συνθῆκες ἐλευθερίας γιὰ συνέχιση τῆς ἀνασταλείσης προσηλυτιστικῆς τους δράσεως».[9]
Μὲ βάση τὰὅσα παρὰ πάνω ἀναφέραμε, (ἀλλὰ καὶἄλλων τὰὁποῖα θὰ μπορούσαμε νὰ παραθέσουμε), πιστεύουμε ὅτι οἱἑορτασμοὶ τῶν Παπικῶν γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἐκδόσεως τοῦ «Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων» ἀποτελοῦν ἕνα θέατρο γιὰ δημιουργία ἐντυπώσεων, μιὰἀκραία ὑποκριτικὴἐνέργεια, σὰν κι αὐτὲς πού προβαίνει κάθε τόσο τὸ Βατικανό. Καὶ τὸ χειρότερο: θεωροῦμε τὴν πράξη του αὐτὴἀληθινὴ βεβήλωση τῆς ἐπετείου τοῦ μεγάλου γεγονότος. Διότι τὸν πρῶτο λόγο, πού θὰἔπρεπε νὰἀκούσουμε αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Παπικῶν «ἑορταστῶν», εἶναι ἡ συγγνώμη τους γιὰ τὴν καταπάτηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Διατάγματος. Θεωροῦμε δὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Παναγιωτάτου μὲ σκοπὸ τὴν συμμετοχή του στοὺς ἑορτασμοὺς αὐτούς, ἕνα ὀδυνηρὸὀλίσθημα, πού ἔρχεται νὰ προστεθῆ σὲ προηγούμενα ὀλισθήματα τῶν τελευταίων μηνῶν, ὅπως ἡ συμμετοχή του στοὺς ἑορτασμοὺς γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν 50 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ληστρικὴ καὶ αἱρετικὴ Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καὶἡ συμμετοχή του στὴν ἐνθρόνιση τοῦ νέου Πάπα Φραγκίσκου τοῦ Α΄. Ὀλισθήματα τὰὁποῖα προκάλεσαν βαρύτατο σκανδαλισμὸ τοῦὈρθοδόξου πληρώματος.
Δὲν εἶναι ὅμως μόνον ἡ παρουσία τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχη στὶς Παπικὲς φιέστες, πού σκανδάλισε τὸν πιστὸ λαό. Σκανδαλισμὸἐπίσης προκάλεσαν πολλὰ σημεῖα τῶν δύο προσφωνήσεών του πρὸς τοὺς ὡς ἄνω μνημονευθέντες, Καρδινάλιο καὶ «Ἡγούμενο». Προχωροῦμε σὲἕνα σύντομο σχολιασμὸ τῶν κυριωτέρων ἐξ αὐτῶν:
Στὴν προσφώνησή του πρὸς τὸν Καρδινάλιο κ. Scola κάνει λόγο γιὰ «τὴν γονιμοποίησιν τῆς ρωμαϊκῆς νομοθεσίας ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν σκέψιν καὶ τὸ καινὸν καὶ παράδοξον πνεῦμα, τὸὁποῖον ἔφερεν εἰς τὸν κόσμον ἡἐπίγειος παρουσία τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ…» καὶὅτι «χάρις εἰς τὸν γόνιμον τοῦτον συνδυασμὸν ἐπραγματοποιήθησαν διὰ τὴν Εὐρώπην καθοριστικαὶ κατακτήσεις εἰς τὴν πνευματικὴν πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος». Ἡ διατύπωση αὐτὴ πάσχει, διότι ἀγνοεῖται ὁ ρόλος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ πολιτισμοῦ στὴν διαμόρφωση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πολιτισμοῦ. ἩἈνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (Ρωμανία) τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχε ἕνα βαθύτατα ἑλληνικὸ καὶ χριστιανικὸ χαρακτήρα, διότι ὑπῆρξε κατὰ κύριον λόγον καρπὸς ἑνὸς γόνιμου συνδυασμοῦἙλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, ἡ δὲ ρωμαϊκὴ νομοθεσία ἔπαιξε δευτερεύοντα ρόλο. Ἐκφραστὲς καὶ αὐτουργοὶ αὐτοῦ τοῦ γόνιμου συνδυασμοῦ, Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, ὑπῆρξαν οἱἝλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱὁποῖοι, ἔχοντες ἄριστη γνώση τοῦἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πνεύματος, ἐδανείσθηκαν ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴὁρολογία, στὴν ὁποία ὅμως ἔδωσαν ἕνα ἐντελῶς διαφορετικό, δηλαδὴ χριστιανικὸ περιεχόμενο, προκειμένου νὰ διατυπώσουν τὰ δόγματα τῆς πίστεως καὶ νὰἀναπτύξουν μὲἀκρίβεια τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Ὅπως παρατηρεῖ σὲ πρόσφατο δημοσίευμά του ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Τὰ στηρίγματα τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης εἶναι: ἡ Ρωμαϊκὴ Οἰκουμένη καὶ νέα πολιτειακὴἰδεολογία, ὁ Χριστιανισμός, ὡς ΠατερικὴὈρθοδοξία καὶἡἙλληνικότητα (γλώσσα, πολιτισμός, παιδεία)…Καρδιὰ τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἡἑλληνικότητα (γλώσσα, παιδεία, πολιτισμός). Ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ (6ος αἰὼν) μέχρι τὸν Ἡράκλειο (7ος αἰὼν) ἐξελληνίζεται καὶἡ κρατικὴ διοίκηση (Νεαρές)».[10]
Ἀναφέρεται ἐπίσης στὴν «εὐθύνη ἡμῶν τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν ἔναντι τῆς ἀνθρωπότητος καὶ τοῦ κόσμου». Εἶναι δὲἡ εὐθύνη αὐτὴ «ὁ εὐαγγελισμὸς ἢἐπανευαγγελισμὸς τῆς ἀληθείας, ὅτι ἡ πίστις μας εἶναι ζῶσα καὶὄχι ἰδεολογικὸ κατασκεύασμα καὶἀνθρώπινη θεωρία». Ἔχουμε Παναγιώτατε Δέσποτα, κοινὴ ζῶσα πίστη μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ κοινὴ εὐθύνη μετ’ αὐτῶν γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸἢἐπανευαγγελισμὸ τῆς ἀληθείας; Ποιὰἀλήθεια θὰ εὐαγγελισθοῦν οἱ Παπικοὶ εὑρισκόμενοι στὸ σκότος τῆς πλάνης; Πῶς ἔχουμε κοινὴ πίστη μαζί τους καθ’ ὃν χρόνον μᾶς χωρίζουν χαώδεις δογματικὲς διαφορές, τὶς ὁποῖες ἐπεσήμαναν οἱἅγιοι Πατέρες μας καὶ τὶς κατέγραψαν στὰ συγγράμματά τους, τὶς κατεδίκασαν δὲ μὲ πλῆθος Συνόδων; Ἀποτελεῖ κοινὴ πίστη (γιὰ παράδειγμα) ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Filioque, τὴν ὁποία κατεδίκασαν ὁ Μέγας Φώτιος, ὁἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶἄλλοι μεταγενέστεροι Πατέρες; Ἰδοὺ τί γράφει περὶ τῆς κακοδοξίας αὐτῆς ὁ μέγας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὸν πρῶτο του λόγο «Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦἁγίου Πνεύματος»: «Οὗτος τοίνυν ὁ νοητὸς καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις, τὸ πρῶτον καὶ μέσον καὶ τελευταῖον κακὸν (ὁ διάβολος)…διὰ τῶν αὐτῶ πειθηνίων Λατίνων περὶ Θεοῦ καινάς εἰσφέρει φωνάς, μικράν μὲν δοκούσας ἔχειν ὑπαλλαγήν, μεγάλων δὲ κακῶν ἀφορμάς καὶ πολλὰ καὶ δεινὰ φερούσας…».[11] Παρὰ κάτω δὲ προσθέτει: «Ἀλλ’ ἠμεῖς διδαχθέντες ὑπὸ τῆς θεοσοφίας τῶν Πατέρων, αὐτοῦ τά νοήματα μὴἁγνοεῖν, ἀφανῆ τὴν ἀρχὴν ὡς ἐπίπαν τοῖς πολλοῖς τυγχάνοντα, οὐδέποτ’ ἂν ὑμᾶς κοινωνοὺς δεξαίμεθα μέχρις ἂν καὶἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε».[12]
Στὴν προσφώνησή του στὴ «Μονὴ» τοῦ Bose πρὸς τὸν «Ἡγούμενο» κ. Enzo, κατ’ ἀρχὴν ἐπαινεῖ αὐτὸν καὶ εὔχεται «νὰ χαίρη πάντοτε ὁρῶν τὴν ἐαυτοῦἄρουραν θάλουσαν καὶ εὐθυνοῦσαν, ἣν ἐξ’ οἰκείων κόπων καὶἱδρώτων κατέσπειρεν». Τέτοιου εἴδους ὅμως εὐχὲς δὲν μποροῦν νὰἔχουν καμμία θέση σὲἕναν αἱρετικὸ παρὰ μόνον σὲὈρθοδόξους. Διότι ὁ κ. Enzo, ἐξακολουθώντας νὰ παραμένη στὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη τοῦ Παπισμοῦ, παρὰ τὶς μακροχρόνιες προσπάθειές του νὰ προσεγγίση καὶ νὰἐμβαθύνη στὴν Ὀρθόδοξο πίστη καὶ πνευματικότητα, κινδυνεύει νὰ χάση τὴν ψυχή του καὶ αὐτὸς καὶἡἀδελφότητά του. Ἑπομένως ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἄξιος ἐπαίνων, ἀλλὰ θρήνων καὶὀδυρμῶν. Μεγίστην δὲ εὐθύνη ἔχει ἐν προκειμένω καὶὁ Παναγιώτατος, ὁὁποῖος ἀντὶ νὰἐπισημάνη τὸν κίνδυνο πού διατρέχει, τὸν ἐπαναπαύει καὶ τὸν προτρέπει νὰ χαίρη, δίνοντας ἔτσι σ’ αὐτὸν τὴν ψεύτικη ἐντύπωση, ὅτι βαδίζει ἐπὶ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, πού ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία.
Στὴ συνέχεια τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὶς πολυετεῖς πνευματικὲς προσπάθειές του, γιὰ τὴν ἀγάπη, τὸἐνδιαφέρον καὶ τὸν σεβασμό του πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶὈρθόδοξη πνευματικότητα, «ποικιλοτρόπως ἐκδηλούμενα μέσω τῆς ὀργανώσεως τῆς μοναστικῆς ζωῆς μὲ πρότυπον τὸν ἀνατολικὸν μοναστικὸν βίον, τῆς διοργανώσεως συνεδρίων ἐμβαθύνσεως εἰς τὴν ὀρθόδοξον πνευματικότητα μὲ τὴν συμμετοχὴν ἐκπροσώπων τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ διανοήσεως, τῆς ἀναδείξεως καὶ μελέτης τοῦ βίου καὶ τῆς διδασκαλίας κορυφαίων συγχρόνων μορφῶν καὶ γερόντων τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τοῦἁγίου Σιλουανοῦ, τοῦ γέροντος Σωφρονίου τοῦἜσσεξ, τοῦ γέροντος Πορφυρίου, τοῦ γέροντος Παϊσίου, καὶἀσφαλῶς μέσω τοῦἀξιολόγου ἐκδοτικοῦἔργου τῆς Κοινότητός σας». Ἰδιαιτέρως δὲ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ «τὴν μεγάλην ὠφέλειαν ἐκ τῆς μελέτης ἔργων τῆς μακραίωνος ἀνατολικῆς πατερικῆς γραμματείας τὰὁποῖα ἤσαν ἄχρι τοῦδε ἄγνωστα ἢ καὶ μὴ κατανοητὰ εἰς τὴν Δύσιν, ὡς τὰἔργα τοῦ κήρυκος τῆς χάριτος καὶ τοῦ φωτὸς ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ». Ποιὸὅμως εἶναι τὸἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς πολυετοῦς μελέτης τῶν συγχρόνων, ἀλλὰ καὶ τῶν παλαιοτέρων Πατέρων; Ὅλοι οἱ παρὰ πάνω μνημονευθέντες Πατέρες, τόνιζαν στὶς ὁμιλίες καὶ στὰ γραπτά τους, ὅτι μόνον μέσα στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει ἡ σωτηρία. Στηλίτευαν δὲ τὶς κακοδοξίες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, βαδίζοντες ἀπαρεγκλίτως πάνω στὰἴχνη τῶν προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιὰ παράδειγμα, κατὰ πόσον ἐπηρέασαν καὶ προβλημάτισαν τὸν κ.Enzo τὰ παρὰ πάνω μνημονευθέντα χωρία τοῦἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Κατὰ πόσον τὸν ἐπηρέασαν οἱἀποκαλυπτικοὶ λόγοι τοῦ μεγάλου Γέροντος Παϊσίου περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; «Οἰκουμενισμὸς καὶ ΚοινὴἈγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μιὰ θρησκεία στὰ μέτρα τους. Αὐτὰ εἶναι σχέδια διαβόλων».[13] «Μοῦἔκανε ἐντύπωση αὐτό, πού μοῦ εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Τοῦ εἶχα πεῖ: ‘‘Μὰ τί κατάσταση εἶναι αὐτή; Ἀπὸ τὴ μιὰὁ Οἰκουμενισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Σιωνισμός, ὁ Σατανισμός!…Σὲ λίγο θὰ προσκυνοῦμε τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα ἀντὶ γιὰ τὸν δικέφαλο ἀετό’’».[14] Δὲν θὰἔπρεπε τὰ χωρία αὐτά, νὰ τὸν συγκλονίσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ μιὰ ριζικὴ στροφὴ καὶ μεταβολὴ τῆς ὅλης του πνευματικῆς πορείας, σὲ μιὰ στροφὴ 180 μοιρῶν μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία; Ἐὰν λοιπὸν τὰ πατερικὰ κείμενα δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, νὰ βρεῖ τὴν Ὀρθοδοξία, τί νόημα ἔχουν οἱἔπαινοι;
Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι: «Μετὰ πολλῆς ὠσαύτως ἱκανοποιήσεως βλέπομεν τὴν ἀναζήτησιν μιᾶς γνησίας πνευματικῆς ζωῆς εἰς τὴν ἀγαπητὴν Κοινότητά σας, ἡὁποία δὲν περιορίζεται εἰς τὸὅραμα μόνον μιᾶς κοινωνικῆς προσφορᾶς, ἀλλὰ στρέφεται εἰς τὴν ἐσωτερικὴν ζωήν, τὸν ἀγώνα διὰ τὴν κάθαρσιν τοῦἔσω ἀνθρώπου ἀπὸ τῶν παθῶν, τὴν καλλιέργειαν τῆς προσευχῆς καὶ τὴν καλλιέργειαν τῆς μελέτης τῶν πατέρων ὄχι ὡς μιᾶς γνωσιολογικῆς ἐμπλουτίσεως ἀλλὰὡς προσπαθείας ἀπορροφήσεως καὶἐφαρμογῆς τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ φρονήματος αὐτῶν». Ὡστόσο ἡ «γνησία πνευματικὴ ζωή», γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ Παναγιώτατος, βιοῦται μόνον ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ ποτὲ βεβαίως στὴν αἵρεση καὶ στὴν πλάνη, διότι μόνον ἐντὸς αὐτῆς μεταδίδεται διὰ τῶν μυστηρίων ἡ Χάρις τοῦἁγίου Πνεύματος. Ἡ τῶν δογμάτων ἀκρίβεια ἀποτελεῖ τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση, ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἀληθοῦς καὶ γνησίας πνευματικῆς ζωῆς. Πίστις καὶἔργα, δόγμα καὶ ζωή, εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ἔτσι ὥστε ἀλλοίωσις τοῦἑνὸς νὰ φέρη ἀναπόφευκτα ἀλλοίωση καὶ τοῦἄλλου. Ὁἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων παρατηρεῖ σχετικά: « Ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καὶ πράξεων ἀγαθῶν. Καὶ οὔτε τὰ δόγματα χωρὶς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόδεκτα τῷ Θεῶ, οὔτε τὰ μὴ μετ’ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα, προσδέχεται ὁ Θεός».[15] «Βίος διεφθαρμένος πονηρὰ τίκτει δόγματα»[16] συμπληρώνει ὁἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γι’ αὐτό, «οὐδὲν γὰρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων. Ὥσπερ οὒν οὐδὲ τουναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐὰν βίος ἢ διεφθαρμένος».[17] Ἀλλοῦ πάλι ἐπισημαίνει: «Ἀποστρεφόμεθα τῶν αἱρετικῶν τούς συλλόγους, ἐχώμεθα δὲ διηνεκῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ βίον ἀκριβῆ καὶ πολιτείαν τοῖς δόγμασιν ἴσην ἐπιδειξώμεθα».[18] Ἄρα λοιπὸν θὰἔπρεπε ὁ Παναγιώτατος πρωτίστως καὶ κυρίως νὰἐπισημάνει στὸν κ. Enzo, ὅτι αὐτὴ τὴν γνήσια πνευματικότητα, τὴν ὁποίαν ἀναζητεῖ, μόνον μέσα στὴν Ὀρθοδοξία θὰ τὴν βρεῖ.
Παρὰ κάτω παραθέτει χωρία ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸν ὅσιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, τὸν ὅσιο Σάββα τὸν Χιλανδαρινό, πρῶτο Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας καὶ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς. Ὅλα αὐτὰὅμως τὰ χωρία ἰσχύουν μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς πίστεως, ὅπως ἀποδείξαμε μὲ τὰ χωρία τῶν ἁγίων Πατέρων πού παραθέσαμε παρὰ πάνω. Μόνον δηλαδὴὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι ὁ κ. Enzo καὶἡ συνοδία του θὰἀπαρνηθοῦν τὴν πλάνη τοῦ Παπισμοῦ καὶ θὰ προσέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία.
Ἰδιαιτέρως ὅμως θὰ θέλαμε νὰ σχολιάσουμε τὴν ἀναφορά του στὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς. Παραθέτει ἕνα ἀπόσπασμά του ἀπὸ τὸ βιβλίο «ἩὈρθόδοξος Ἐκκλησία καὶὁ Οἰκουμενισμός», πού ἀναφέρεται στὴν «αἴσθηση τῆς θεανθρωπίνης καθολικότητος» ὅλων των ἁγίων. Βεβαίως τὰ περὶ «θεανθρωπίνης καθολικότητος» τοῦἁγίου εἶναι ἄξια πολλῆς προσοχῆς, ἐξ ἴσου ὅμως ἄξια προσοχῆς εἶναι καὶὅσα ἀναφέρει ὁἅγιος σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦἰδίου βιβλίου του περὶ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἰδιαιτέρως δὲὅσα ἀναφέρει περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὰὁποῖα ξεσκεπάζει τὴν φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση, τὴν ὁποία ὀνομάζει «παναίρεση». Μεταφέρουμε μερικὰἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο του: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων των εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, μὲἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις».[19] «ΤὸὈρθόδοξον δόγμα, μᾶλλον τὸ παν-δόγμα περὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπερίφθη καὶἀντικατεστάθη διὰ τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ παν-δόγματος περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τοῦἀλαθήτου τοῦ Πάπα, δηλαδὴ τοῦἀνθρώπου».[20] «Ὁ Προτεσταντισμός; Εἶναι τὸ πλέον πιστὸν τέκνον τοῦ Παπισμοῦ, τὸὁποῖον διὰ τῆς ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς του πίπτει διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀπὸ τὴν μίαν αἵρεσιν εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν καὶ πνίγεται συνεχῶς εἰς τὰ διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν πλανῶν του».[21] «Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατυπωθεῖσα ὑπὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Συνόδων περὶ τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡἑξῆς: αἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε δύνανται νὰ εἶναι Ἐκκλησία. Διὰ τοῦτο δὲν δύνανται αὗται νὰἔχουν τὰἅγια Μυστήρια, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ Μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας, τὸ Μυστήριον τοῦτο τῶν Μυστηρίων… Intercommunio, δηλαδὴἡ διακοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐν τοῖς ἁγίοις Μυστηρίοις, ἰδιαιτέρως ἐν τῇ θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντος προδοσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προδοσία τοῦἸούδα».[22] Ὅλα τά παρὰ πάνω (καὶἄλλα πού θὰ μπορούσαμε νὰ παραθέσουμε), πῶς σᾶς διέφυγαν τῆς προσοχῆς, Παναγιώτατε; Μήπως ὁἴδιος συγγραφέας δὲν τὰἔγραψε, τὸν ὁποῖον ὁ Παναγιώτατος προέβαλλε στὸ κείμενό του; Αὐτὰ κυρίως πιστεύουμε, ὅτι θὰἔπρεπε νὰ πῆ στὸν κ. Enzo, ὡς ἀναγκαιότερα διὰ τὴν σωτηρία του καὶ κατὰ δεύτερον λόγον τὰ περὶ θεανθρωπίνης καθολικότητος, τὰὁποῖα ἐπειδὴ δὲν θίγουν ἄμεσα τὴν παπικὴ πλάνη εἶναι ἀνώδυνα γι’ αὐτὸν καὶ τὴν συνοδία του.
Τὴν προσφώνησή του πρὸς τὸν κ. Enzo κατακλείει ὁ Παναγιώτατος μὲ προτροπές: «Οὕτω προτρεπόμεθα ὑμᾶς, ἀδελφοὶἐν Χριστῷ, ὡς σοφοὶ σοφῶς περιπατήσατε τὸἐπίλοιπόν του μοναχικοῦ σας βίου, καὶὡς ἁγνοὶ παρθενικῶς διαβιώσασθε. Διατηρήσατε τὴν ψυχὴν σας ἀπόρθητον ἐκ τῆς τῶν παθῶν ἑφόδου, χωρήσατε θερμῶς πρὸς τὸν Θεόν, ἀγαπήσατε τὸν ἀγαπήσαντα ἠμᾶς, καὶ μάλιστα τοσούτον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆἔδωκε λύτρον ὑπὲρ πάντων ἠμῶν. Δώσατε καὶὑμεῖς τὴν καλὴν μαρτυρίαν εἰς τὸν χριστιανικὸν κόσμον…». Παίρνοντες ἀφορμὴἀπὸ τὴν παρὰ πάνω φράση του, ἄς μᾶς ἐπιτρέψη ὁ Παναγιώτατος, μὲ σεβασμὸ καὶἀγάπη νὰἀπευθυνθοῦμε πρὸς αὐτὸν προσωπικὰ καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε θερμῶς: Παναγιώτατε «ὡς σοφὸς σοφῶς περιπατήσατε τὸἐπίλοιπον» της πατριαρχικῆς Σας διακονίας και πρωθιεραρχίας ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους Πατέρες μας, ἀλλάζοντας πορεία πλεύσεως στὴν ἐκκλησιαστική σας γραμμὴ καὶ πολιτική, μὴ συμπορευόμενος μετὰ τῶν αἱρέσεων, στηλιτεύοντας καὶ καταδικάζοντας ἔργω καὶ λόγω τὶς ἀμετανόητες αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καὶ Οἰκουμενισμοῦ, διακόπτοντας τοὺς μέχρι τώρα ἀποδειχθέντας ἀκάρπους διαλόγους μετ’ αὐτῶν καὶ συγκροτώντας Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἡὁποία θὰ καταδικάση τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. «Δώσατε καὶὙμεῖς, τὴν καλὴν μαρτυρίαν εἰς τὸν χριστιανικὸν κόσμον», ὅτι μόνον ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἡ σωτηρία καὶ καλέσατε τοὺς πλανεμένους ἀδελφούς μας νὰἐπιστρέψουν σ’ αὐτήν. Ἔτσι ἐνεργώντας, θὰ προξενήσετε ἄφατη χαρὰ καὶἀγαλλίαση σ’ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο κόσμο καὶ στοὺς ἐν οὐρανοῖς ἀγγέλους, θὰἐπιτύχετε δὲ καὶ τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας τοῦ Κυρίου μας.
Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν.
Ὁὑπεύθυνος
Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος.
Ὁ Γραμματέας
Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος
Αρχ. Γεωργίου Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ. 110-112
Βλασίου Ι. Φειδά, Καθ. Παν. Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, τομ. Β΄, Τρίτη Έκδ., Αθήναι 2002, σελ. 563.
Βλασίου Ι. Φειδά, Καθ. Παν. Αθηνών, Εκκλησιαστική…ό.π., σελ.567.
Βλ. Νίκου Ζαχαρόπουλου, Καθηγητού Α.Π.Θ., Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά την Φραγκοκρατία, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 69-70. Βλ και Νικήτα Χωνιάτου, Βασιλεία Αλεξίου του Δούκα του και Μουρτζούφλου, PG 139,967-1038.
Θ.Η.Ε., Έκδ. Α. Μαρτίνος, Τομ. 6, Αθήναι 1965, σελ. 755.
Θ.Η.Ε., Έκδ. Α. Μαρτίνος,…ο.π. σελ.755.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Ιστορία και στον σύγχρονο κόσμο, Πειραιάς 2012, σελ.10.
Avro Manchatan, Το Ολοκαύτωμα του Βατικανού, Εκδ. Μπίμπης 1992, Μετάφραση Μιχαήλ Τομπίδη, σελ. 95-96.
Θεοδώρου Ζήση πρωτ. καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ουνία, η καταδίκη και η αθώωση», Εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 30.
«Και όμως η Ρωμανία ζεί», Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», αριθμ. φύλου 1976,24.5.2013, σελ.1.
Ε.Π.Ε. Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμ. 1, σελ. 68-70.
Ε.Π.Ε….ο.π. σελ. 74.
Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τομ. Β΄, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 176.
Γέροντος Παϊσίου…,ο.π. σελ. 230-232.
Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 4,2. PG 33,456.
Αγ. Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Α΄Κορινθίους 40,3, PG 61,351.
Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην, 66,3, PG 59,369.
Αγίου Ιω. Χρυσοστόμου, Εις το ουδέποτε αφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…,PG 56,256.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ.224.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία…σελ.224.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία…σελ.225.
Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία…σελ.228-229.