ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ.κ. Σεραφείμ

Μ Η Ν Υ Μ Α

ΕΠΙ ΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Ο Ρ Θ Ο Δ Ο Ξ Ι Α Σ

ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ.κ. Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

«Σαρκός τό ἐκτύπωμα ἀναστηλοῦντες σου, Κύριε σχετικῶς ἀσπαζόμεθα, τό μέγα μυστήριον τῆς οἰκονομίας τῆς σῆς ἐκδηλοῦντες» (Στιχηρόν Αἴνων Α’ Κυρ. Νηστειῶν)

Ἀγαπητά μου παιδιά,

Μιά μεγάλη, μιά ὁριακή, στιγμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας βιώνομε εὐχαριστιακά σήμερα. Τή στιγμή τῆς νίκης, τοῦ θριάμβου, τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἐναντίον τῆς πλάνης καί τῆς αἰρέσεως. Τούτη ἡ μεγάλη στιγμή, πού ἱστορικά συμπίπτει μέ τήν καταστολή τῆς εἰκονομαχίας, ὑπῆρξε καρπός ἐπίπονων ἀναζητήσεων καί ἐπισφράγισμα μακρῶν ἀγώνων. Τό λάβαρο τῆς νίκης πού ὑψώνεται σήμερα στούς ὀρθοδόξους ναούς εἶναι ποτισμένο μέ ἱδρῶτα καί αἷμα. Ὑποκλινόμαστε εὐλαβικά μπροστά του καί ἀναπολοῦμε μέ εὐγνωμοσύνη καί θαυμασμό, μέσα στή λατρευτική κατάνυξη καί σιωπή, τίς θυσίες τῶν πατέρων μας γιά νά κρατήσουν ἀνόθευτη καί ἀπαραχάρακτη τή χριστιανική πίστη. ῞Ομως δέν πρέπει νά ἐξαντλήσουμε τό σημερινό ἑορτασμό σέ μιά τέτοια εὐλαβική ἀναπόληση, οὔτε μόνο στήν ἀπόδοση τοῦ ὀφειλόμενου φόρου τιμῆς καί εὐγνωμοσύνης στίς ἡρωϊκές μορφές τῶν προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, χρειάζεται νά προχωρήσουμε πιό μακριά, νά εἰσχωρήσουμε στό θεολογικό βάθος τῶν ἱστορικῶν γεγονότων πού συνδέονται μέ τοῦτο τόν ἑορτασμό καί νά συλλάβουμε τίς ἀνθρωπολογικές προεκτάσεις τους. ῎Ετσι θά μπορέσουμε νά γνωρίσουμε μέσα ἀπό τή θεολογία τῆς «εἰκόνος» τόν ἄνθρωπο στίς σωστές διαστάσεις του καί νά ἀντισταθοῦμε στίς καινούργιες εἰκονοκλαστικές ἀντιλήψεις πού τόν ἀκρωτηριάζουν, τόν ἐκφυλίζουν καί τόν ὑποβαθμίζουν δημιουργώντας τή σημερινή τραγωδία του.

Τό θεμέλιον τῆς χριστιανικῆς θρησκείας

Δέν εἶναι συμπτωματικόν τό γεγονός ὅτι ἡ ᾿Εκκλησία συνέδεσε τό θρίαμβο τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἐναντίον τῆς κακοδοξίας μέ τήν κατάπαυση τῆς εἰκονομαχίας καί τήν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οὔτε μπορεῖ νά ἐξηγηθῆ ἡ βαρύτητα καί ἡ σημασία πού ἀπέδωσε ἡ ᾿Εκκλησία στήν εἰκονομαχία μέ κριτήρια πολιτικά, κοινωνικά, οἰκονομικά. ᾿Αναμφίβολα ὑπάρχουν προεκτάσεις πολιτικές καί κοινωνικές καί οἰκονομικές στίς εἰκονομαχικές ἔριδες. ῞Ομως τέτοιες προεκτάσεις δέν μποροῦν νά μεταθέσουν τό βάρος τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, οὔτε νά ἀλλοιώσουν τήν οὐσία τους. Γιά τήν ᾿Εκκλησία τό πρόβλημα τῆς εἰκονομαχίας ἦταν κυρίως θεολογικό. «῾Υπερμαχώντας γιά τίς εἰκόνες ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία -γράφει ρῶσος θεολόγος- δέν ἀγωνιζόταν μονάχα γιά τόν διδακτικό προορισμό τους, οὔτε γιά τόν αἰσθητικό χαρακτῆρα τους, ἀλλά γιά τό ἴδιο τό θεμέλιο τῆς χριστιανικῆς θρησκείας πού εἶναι τό δόγμα τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ». ῾Ο ἱερός ὑμνογράφος μέ λίγες ἀλλά περιεκτικές λέξεις ἀποδίδει τό βαθύτερο νόημα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς : «Σαρκός τό ἐκτύπωμα ἀναστηλοῦντες σου, Κύριε σχετικῶς ἀσπαζόμεθα, τό μέγα μυστήριον τῆς οἰκονομίας τῆς σῆς ἐκδηλοῦντες».

᾿Αγώνας γιά τόν ἄνθρωπο

Στή φιλοσοφία τῶν εἰκονοκλαστῶν ἡ ᾿Εκκλησία εἶδε νά ἀναβιώνουν οἱ ἰδέες τῶν ἀρχαίων δυαλιστῶν, καθώς καί τῶν δοκητῶν τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων. ῾Η ἄρνηση τῶν εἰκονομάχων νά δεχθοῦν τήν ἀπεικόνιση τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ εἶναι ταυτόσημη μέ ἄρνηση τῆς θεανθρώπινης ὑποστάσεώς Του. Μιά τέτοια ὅμως ἄρνηση «καταστρέφει ὅλη τήν οἰκονομία τῆς σωτηρίας». ᾿Εξορίζει τόν Θεό στόν οὐρανό καί ἀφήνει τόν ἄνθρωπο γυμνό καί ἀπελπισμένο στήν ἐρημιά τοῦ κόσμου. ῾Ο ἀγώνας, λοιπόν, τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τό «ἐκτύπωμα τῆς σαρκός» τοῦ Κυρίου ἦταν, σέ ἔσχατη ἀνάλυση, ἀγώνας γιά τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ κατά τή χριστιανική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὄχι μόνον ἡ ὕπαρξή του ἀλλά καί ἡ ἀξία του προσδιορίζονται ἀπό τή θεανδρική φύση τοῦ Χριστοῦ.

῾Η «χριστοποίησις» τοῦ ἀνθρώπου

῾Η «κένωσις» τοῦ Θεοῦ, ἡ σάρκωσή Του, εἶναι ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας. Συνδέονται τόσο στενά καί περιχωροῦνται χριστολογία καί ἀνθρωπολογία στό χῶρο τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ὥστε ὁ Μπερντιάγεφ λέει ὅτι δέν ὑπάρχει στήν πραγματικότητα ἀνθρωπολογία στό Χριστιανισμό ἀλλά «χριστολογία τοῦ ἀνθρώπου». Στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου ἑνώνονται ὑποστατικά ἡ θεϊκή καί ἡ ἀνθρώπινη φύση καί ἀποκαλύπτεται ὁ τέλειος Θεός καί ὁ τέλειος ἄνθρωπος. ῾Ο Θεός δέν εἶναι πιά μιά πραγματικότητα μακρινή καί δυσπρόσιτη. Μπαίνει μέσα στήν ῾Ιστορία. Βρίσκεται μέσα στόν ἄνθρωπο. ῾Η ἐνανθρώπηση δίνει νέο περιεχόμενο, σύμφωνα μέ τήν πατερική διδασκαλία, στήν «κατ᾿ εἰκόνα» Θεοῦ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, καθώς καί στόν προορισμό του νά πραγματώση τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν». ῾Ο Χριστός εἶναι τό «ἀρχέτυπο» τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀληθινή «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως». ῾Ο ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου, εἰκόνα τῆς «εἰκόνος». «Εἰκών μέν τοῦ Θεοῦ ὁ πρωτότοκος πάσης κτίσεως ἐστίν. . . κατ᾿ εἰκόνα δέ τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πεποίηται».

Ἀφοῦ δ Χριστός, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ σκέψῃ, εἶναι τό «ἀρχέτυπο», γιά νά τελειοποιηθῇ καὶ νά ὁλοκληρωθῇ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ «μόρφωσῃ» μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου. Νὰ γίνῃ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, «σύμμορφος τῆς εἰκόνος τοῦ Υἱϊοῦ τοῦ Θεοῦ» καὶ νὰ φθάσῃ «εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ ὁλοκληρώση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ταυτόσημη μὲ τὴν «χριστοποίησι» του. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ «χριστοποίησις», ἡ πραγματοποίηση τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου», εἶναι ὁ ὕψιστος σκοπὸς τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Στήν «ὁμοίωσι» μὲ τὸ Θεό, στή χριστιανικὴ «θέωσι», κατὰ τὴν πατερικὴ διδασκαλία φθάνει ὁ ἄνθρωπος «ἐν τῷ Χριστῷ καὶ διά τοῦ Χριστοῦ». Οἱ ἱεροί Πατέρες μάλιστα διαβλέπουν στό «καθ’ ὁμοίωσιν» τή θέωση τοῦ ἀνθρώπου «ὡς τόν ἔσχατο καὶ τελικὸ ὅρο τῆς ἐν Χριστῷ μεταμορφώσεώς του». Χάρη στήν ἐνανθρώπηση, λοιπόν, τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶ τή δυνατότητα ὁ ἄνθρωπος νά ὁλοκληρωθῇ, νά ἐκπληρώσῃ τὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ του, νά φθάσῃ στό θεϊκό του προορισμό.

Ἐδῶ πρέπει νά κάνουμε μιά διευκρίνηση καί νά ποῦμε ὅτι μέ τόν ὅρο «θέωσις» οἱ Πατέρες δέν ἐννοοῦν ὀντολογικὴ μεταβολὴ τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε «ἀνάχυσι καί ἀνάλυσι του στή θεϊκή φύσι, ὅπως πρεσβεύει ὁ πανθεϊσμὸς». Ἐννοοῦν τήν «κατά χάριν» μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή θεϊκή ζωή καί δόξα, τήν ἀνύψωση του πέρα ἀπό τήν ὑλική καί ἐφήμερη πραγματικότητα στήν ἄφθαρτη καί τήν αἰώνια. «Θέωσις ἐστιν ἡ ἐπί τό κρεῖττον ὕψωσις, οὐ μήν φύσεως μείωσις ἢ μετάστασις», γράφει ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης.

Ἡ ἱερότητα τῆς ἀνθρώπινης σάρκας

Ἡ χριστολογική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου δέν παραβλέπει, οὔτε ὑποτιμᾶ, τήν βιολογική του ὕπάρξη. Δέχεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυής, ὅτι ἀποτελεῖται ἀπό ὕλη καί πνεῦμα, ἀπό σῶμα καί ψυχή καί μάλιστα ἀναγνωρίζει ὅτι βιολογικά εἶναι τό τελειότερο ἀπό τά δημιουργήματα, πού ἀνακεφαλαιώνει μέσα του ὁλόκληρο τό σύμπαν, ἀληθινά «μικροκόσμος», «κόσμος ἕτερος ἐν σμικρῷ μέγας», κατά τήν ὡραία διατύπωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος δέν ἐξαντλεῖται στή βιολογική ὕπαρξη. Τό ἀληθινό μεγαλεῖο του βρίσκεται στήν ὑπέρβαση τοῦ ὑλικοῦ καί τοῦ ἐφημέρου. Στή δυνατότητα νά ξεπερνᾶ τόν ἵδιο τόν ἑαυτό του καί νά εἰσχωρεῖ στή σφαῖρα τοῦ ὑπερβατικοῦ. Τό πραγματικό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου βρίσκεται στήν ἕνωσή του μέ τήν θεανδρική ὑπόσταση τοῦ «σαρκωθέντος Λόγου». Τοῦτο δέν σημαίνει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία διαφοροποιεῖ ἀξιολογικά τά δυό στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀντίθετα, ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία δέχεται ὅτι καί τό ὑλικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σάρκα του, ἔχει ἀξία ἀνυπολόγιστη καί ἱερότητα μεγάλη, ἀφοῦ μετέχει στή διαδικασία τῆς «θεώσεως». Στή θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μετέχει ἡ ἀνθρώπινη ὑπόσταση καί μέ τά δυό στοιχεῖα της, τό ὑλικό καί τό πνευματικό. Στή θεολογία τῆς εἰκόνας ἡ ἀνθρώπινη σάρκα καθαγιάζεται ἀπό τή σάρκα τοῦ Χριστοῦ καί μεταμορφώνει ὁλόκληρο τόν κόσμο. Χάρη στή θεωμένη σάρκα τοῦ ἀνθρώπου ἡ θέωση ἐπεκτείνεται σ’ ὁλόκληρο τό κτιστό σύμπαν. Ἔτσι ἡ πραγματικότητα τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου» ὁδηγεῖ στήν πραγματικότητα τῆς «καινῆς κτίσεως».

Ἀπὸ τὴν θεοποιήσῃ τοϋ ἀνθρώπου στήν ἄρνηση του.

Μὲ ὅσα εἴπαμε ὡς τώρα γίνεται φανερό ὅτι «ἡ ὀντολογική ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου δέν βρίσκεται στόν ἑαυτό του αὐτόνομα κατανοημένο». Βρίσκεται στή σχέση του μέ τό Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως ἡ ἀλήθεια τῆς εἰκόνας βρίσκεται στό ἀρχέτυπο. Ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ταυτόσημη μέ τήν «πτῶσι» του, μέ τόν ἐκφυλισμό, τήν ὑποβάθμιση, τήν ἄρνησή του. Ἄς τό ποῦμε καθαρά. Κάθε θεωρία πού ἀρνεῖται τό Θεό εἶναι καταδικασμένη νά ἀρνηθῇ καί τόν ἄνθρωπο. Ὃ «ὀρθολογιστικός διαφωτισμός» καί ὁ «μυωπικός θετικισμός» τοῦ χθές ὁδήγησαν, στίς ἀρχές τοῦ αἰῶνος μας, στόν ὑλιστικό ἀνθρωπισμό καί κατέληξαν στό μηδενιστικό ὑπαρξισμό.

Ἔτσι ἀπὸ τὴν θεοποιήση τοῦ ἀνθρώπου φθάσαμε στήν ἄρνησή του. Ἡ ὑλιστική θεοποίηση δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τή χριστιανική θέωση. Ἡ θεοποίηση ἐκφυλίζει τόν ἄνθρωπο, τόν μεταμορφώνει σέ τερατῶδες εἴδωλο, χωρίς ψυχή, χωρίς αἰσθήματα, χωρίς ἀνθρωπιά. Βασισμένη στό σοφιστικό δόγμα «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» ὁδήγησε στήν ἀχαλίνωτη ἀτομοκρατία, πού τίς συνέπειές της πλήρωσε ἡ ἀνθρωπότητα μέ ποταμούς αἱμάτων καί βουνά ἐρειπίων. Ἡ ὑλιστική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀντὶ νά τόν ἐλευθερώσῃ ἀπό τήν κοινωνική ἀδικία καί ἐκμετάλλευση, τόν ἀποπροσωποποίησε, τόν ὁδήγησε στή μαζοποίηση καί ἔκανε τήν ἀνθρώπινη ζωή τό φθηνότερο εἶδος στή διεθνή ἀγορά. Ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κατάντησε παραγωγική μονάδα, οἰκονομικό μέγεθος, ἀριθμητική ποσότητα. Ἔτσι σήμερα ζοῦμε μία τραγωδία. «Τήν τραγωδία ἑνός ἀνθρώπου, πού ἀπό δημιουργός ἔγινε ἐξάρτημα στόν πελώριο, στόν καταπιεστικό, μηχανισμό πού συνδέει τήν κατανάλωση μέ τήν παραγωγή -ὄχι μόνο προϊόντων ἀλλά καί ἰδεῶν- καί βλέπει ὅλο καί περισσότερο νά μεγαλώνη τό ἐσωτερικό κενό, ἡ ἀγωνία καί ἡ μοναξιά του». Πιστέψαμε, ἐπαναλαμβάνοντας τό ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων, ὅτι στήν ἐγωιστική αὐτονόμηση θά βρίσκαμε τήν ἀληθινή γνώση καί τήν ἐλευθερία καί φθάσαμε στήν ἐσωτερική διάσπαση, στή σύγχυση, στήν ἀπελπισία. Στό ὄνομα τῆς ἐλευθερίας ὑποταχθήκαμε σέ ἀναρίθμητους τυράννους…

Ἡ παλιὰ καί ἡ τωρινὴ εἰκονομαχία

Μπροστά σ’ αὐτή τή θλιβερή πραγματικότητα ὁ σημερινός ἐορτασμός παίρνει ξεχωριστή σημασία καί καταπληκτική ἐπικαιρότητα. Γίνεται προσκλητήριο ἀγῶνος ἐναντίον μιᾶς καινούργιας εἰκονομαχίας, πού ἐκφυλίζει, ὑποβαθμίζει καί ἐξαθλιώνει τόν ἄνθρωπο. Ἡ παλιά εἰκονομαχία πολεμοῦσε τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἡ τωρινή πολεμᾶ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ πρῶτοι εἰκονοκλάστες προσπάθησαν νά ἀπομακρύνουν τό Θεό ἀπό τόν ἄνθρωπο. Οἱ σημερινοί ἐπιδιώκουν νά ἀπομακρύνουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό. Τό ἀποτέλεσμα, ἴδιο καί στήν πρώτη περίπτωση καί στή δεύτερη, εἶναι ὁ ἐσωτερικός διχασμός τοῦ ἀνθρώπου, ἡ τραγική διάσπαση τοῦ ἀνθρώπινου ἀπό τό θεϊκό, τῆς ὕλης ἀπό τό πνεῦμα καί πιό πέρα ἡ διασάλευση τῆς ἰσορροπίας τοῦ κόσμου καί τοῦ πολιτισμοῦ. Ὁ ἀγῶνας στόν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ὁ σημερινός ἐορτασμός εἶναι ἀποφασιστικός γιά τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος καί ὁ ρόλος τῆς Ὀρθοδοξίας σ’ αὐτόν καθοριστικός.

Ὁ ῥόλος τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀνόρθώση τοΰ ἀνθρώπου

Ἡ Ὀρθόδοξῃ Ἐκκλησία μέσα στά καταλυτικά, τά εἰκονοκλαστικά, ρεύματα τῶν καιρῶν διασώζει τήν ὀντολογική ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου. Εἶναι προέκταση Του «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ». Εἶναι ὁ Χριστός «παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας», κατά τήν ὡραία πατερική διατύπωση. Οἱ ἀτέλειες τῶν μελῶν της καί τά κατά καιρούς λάθη τῆς ἡγεσίας της κάνουν ἐμφανέστερο τό μυστήριο τῆς «κενώσεως» τοῦ Θεοῦ. Εἶναι, ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία ἡ μοναδική ἐλπίδα γιά νά ἐπιστρέψῃ ὁ ἄνθρωπος στόν ἀληθινό ἑαυτό του, γιά νά ξαναβρῇ τή θεανδρική του ταυτότητα. Μόνον ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἀποκαταστήση μέσα στόν ἄνθρωπο τή φθαρμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί ἔχει ἐπιτακτικό χρέος νά τό κάνη πλησιάζοντας τόν ἄνθρωπο, εἰσχωρώντας σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς του, ἀπό τίς πιό πνευματικές ὡς τίς πιό ὑλικές, δίνοντας ἀπάντηση ὄχι μόνο στίς μεταφυσικές ἀνησυχίες καί ἀναζητήσεις του ἀλλά καί στά καθημερινά, τά γήϊνα, προβλήματά του. Ὅσοι ἀμφισβητοῦν στήν Ἐκκλησία τό δικαίωμα νά ἐπεμβαίνη στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι ἄλλαξαν πιά οἱ καιροί, ἔχουν πολύ ρηχή ἰδέα γιά τόν ἄνθρωπο καί ἁγνοοῦν τήν ἴδια τή φύση καί τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἰδεολογικές, οἱ κοινωνικές καί οἱ ἄλλες ἀνακατατάξεις, πού πραγματοποιήθηκαν σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο τίς τελευταῖες δεκαετίες, ὄχι μόνο δέν ἀποκλείουν ἀλλά, ἀντίθετα, ἐπιβάλλουν στήν Ἐκκλησία τήν ὑποχρέωση νά σταθῇ κοντά στόν ἄνθρωπο καί νά τόν βοηθήσῃ νά κρατήσῃ μέσα του τό αἰώνιο καί ὑπερβατικό γιά νά μή μείνῃ μόνο σάρκα. Δέ ἀρνεῖται τήν ἐξέλιξη ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά τήν ἀξιολογεῖ καί δέχεται ἐκείνη πού συμβαδίζει μέ τήν ἀληθινή πρόοδο. Ἡ ἀληθινή ὅμως πρόοδος προϋποθέτει ποιότητα ζωῆς καί ἤθους. Δέν εἶναι ἄρνηση τῆς ζωῆς ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι ἄνωση τῆς ζωῆς. Μέσα στή συνεχῆ ῥοή καί μεταβολή τοῦ κόσμου ὀφείλει νά μένῃ πυξίδα προσανατολισμοῦ, γιά νά δείχνη στόν ἄνθρωπο τόν ἀληθινό προορισμό του, τίς μεταφυσικές προεκτάσεις του. Τό ἐνδιαφέρον της ὅμως γιά τό ἐπέκεινα, ἡ ἐσχατολογική, δηλαδή, κατεύθυνση πού δίνει στή ζωή καί στίς ἐπιδιώξεις τῶν ἀνθρώπων, δέν σημαίνει ἀδιαφορία γιά τίς συνθῆκες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἐδῶ καί τώρα. Ἡ ὀντολογική ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀποκλείει, ὡς αἱρετική καί βλάσφημη, κάθε διάσπαση τοῦ πνευματικοῦ στοιχείου τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ὑλικό καί ὑποχρεώνει τήν Ἐκκλησία νά λάβῃ θέση δυναμική καί νά ὑψώση προφητικά τό ἀνάστημα καί τή φωνή της ἐναντίον κάθε καταστάσεως πού ἐπιβουλεύεται τήν ἀνθρώπινη ζωή, ἐλευθερία καί ἀξιοπρέπεια. Δέν μπορεῖ, ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία νά παραμένῃ ἀδιάφορη στήν κοινωνική ἀδικία καί ἐκμετάλλευση, στήν καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὁπουδήποτε καί ἀπό ὁποιονδήποτε, στή βία καί στήν τρομοκρατία, στήν παραφροσύνη τῶν πυρηνικῶν καί τῶν ἄλλων ἐξοπλισμῶν, στή διάδοση τῶν ναρκωτικῶν, στήν καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, στήν καταπιεστική τακτική τῶν ποικιλόμορφων ὁλοκληρωτισμῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συνεπής πρός τά πιστεύματα καί τήν ἀποστολή της, μακριά ἀπό τήν ἐκκοσμίκευση πού ἐνόθευσε τό Χριστιανισμό στή Δύση, εἶναι ἐκείνη πού μπορεῖ νά γεφυρώση τό χάσμα «ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού, βλέποντας τό Χριστό στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ, σέβονται τόν ἄνθρωπο ἀλλά ἀρνοῦνται τόν Θεό, καί σ’ αὐτούς πού, βλέποντας τόν Χριστό στήν Εὐχαριστία καί στήν ἐσωτερική ζωή, σέβονται τόν Θεό ἀλλά ἀγνοοῦν τόν ἄνθρωπο. . .».

Ἀδελφοί μου,

Μέ τίς σκέψεις πού προηγήθηκαν προσπαθήσαμε μέσα ἀπό τό μυστήριο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ νά πλησιάσουμε τήν ὀντολογική ἀλήθεια τοῦ ἀνθρώπου καί νά δείξουμε τήν καταξίωσή του στή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας ἐναντίον τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρέσεως. Θελήσαμε ἀκόμα νά ἐπισημάνουμε τίς συνέπειες τῶν σημερινῶν εἰκονοκλαστικῶν ἀντιλήψεων γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν πολιτισμό καί νά τονίσουμε τήν μοναδικότητα τοῦ ρόλου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν ἀναστήλωση τῆς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος, μέσα στό ναό τῆς Οἰκουμένης. Ὅσοι ἀκούσατε τοῦτες τίς σκέψεις μή τίς δεχθῆτε σάν ἁπλῆ πληροφόρηση ἀλλά σάν ὑπόμνηση ἑνός μεγάλου χρέους. Χρέους συμμετοχῆς στόν ἀγώνα γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ ἀνθρώπου, συμμετοχῆς στήν ἀντιστάση ἐναντίον τῆς ἀλλοτριώσεως καί τοῦ χριστιανικοῦ ἀποχρωματισμοῦ, πού τά τελευταῖα χρόνια ἔχουν πάρει τέτοιες διαστάσεις στόν ἑλληνικό χῶρο, ὥστε νά κινδυνεύη ἡ ἴδια ἡ ἐθνική μας ὑπόσταση. Ὡς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες, συνεπεῖς πρός τήν Ἱστορία μας, ἂς ἀναλάβουμε τοῦτο τόν ἀγῶνα, θωρακισμένοι μέ τήν πίστη τῶν πατέρων μας καί τίς παραδόσεις τῆς φυλῆς μας. Γιά νά ἀνανεώσουμε στούς δικούς μας κρίσιμους καί πικρούς καιρούς τό θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τό θρίαμβο τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἐλευθερίας. Γιά νά μπορέσουμε νά ἐπιβιώσουμε ὡς Ἔθνος. Γιά νά βοηθήσουμε νά ζήσῃ ὁ κόσμος καί νά σωθῇ ὁ πολιτισμός.
Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί ἀγάπης

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

†ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ