ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2013
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΛΗΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
* * * *
Πατέρες καί ἀδελφοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, θεολόγος καί ποιητής τοῦ τετάρτου αἰῶνος, συνοψίζει τό σωτηριολογικό παράδοξο σέ μία σειρά ἀπό ἐκπληκτικές φράσεις. Ἀποκαλεῖ τόν Χριστό :
«Ὁ Ἀκοίμητος πού ἐκοιμήθη»
«Ὁ Ἄμωμος πού ἐβαπτίσθη»
«Ὁ Ζῶν πού ἀπέθανε καί ζεῖ»
«Ὁ Ποιμήν πού ἀμνός ἐγένετο»
«Ὁ Σπορεύς πού ἐγένετο κόκκος σίτου»
καί ἴσως ἡ πιό συγκλονιστική ἀπ’ ὅλες εἰκόνα,
«Ὁ Παντοδύναμος πού τήν ἀδυναμίαν περιεβλήθη»
Ὁ Χριστός εἶναι «Παντοδύναμος», Θεός. Ἄπειρος, Παντοκράτωρ, Παντογνώστης, ἀλλά διά τήν εὐσπλαχνική Του ἀγάπη, κατέστη ἄνθρωπος, ἐπωμιζόμενος τόν πόνο καί τήν ἀδυναμία μας, καί συμπαραστεκόμενος στήν θλίψη καί τήν συντριβή μας.
Μερικά ἔτη μετά τόν θάνατο τοῦ Ὁσίου Πατρός τό ἴδιο σωτηριολογικό παράδοξο ἐκφράζεται ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τήν δευτέρα Οἰκουμενική Σύνοδο (381), στήν διευρυμένη ἐκδοχή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας. Ἐδῶ δύναται κανείς νά ἀνεύρει δύο ἑνότητες πού περιέχουν ἄκρως ἀντιθετικές διατυπώσεις. Ὡς πρός τήν Θεία διάσταση, ὁ Χριστός εἶναι «Κύριος… Υἱός Θεοῦ… ἐκ Πατρός γεννηθείς πρό πάντων τῶν αἰώνων… μονογενής… Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ… οὐ ποιηθείς… ὁμοούσιος τῷ Πατρί… ποιητής οὐρανοῦ καί γῆς… δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο…». Ὁ Χριστός εἶναι ἕνα μέ τόν Πατέρα.
Ἐν συνεχείᾳ τό Σύμβολο περιέχει μία δεύτερη ἑνότητα δηλώσεων. Ὡς πρός τήν Ἀνθρώπινη φύσι, ὁ Χριστός ὁ Θεός μας πιστεύεται ὡς : «κατελθών ἐκ τῶν οὐρανῶν… καί σαρκωθείς ἐκ πενύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου καί ἐνανθρωπήσας… καί ὅτι ἐσταυρώθη… καί ἔπαθεν καί ἐτάφη».
Πλήρως ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα, ἔγινε πλήρως ἄνθρωπος «πεπειραμένος δέ κατά πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρίς ἁμαρτίας» (Ἀπ. Παύλου, Πρός Ἑβραίους 4:15).
Ἑνῷ ὑπογραμμίζονται μέ αὐτόν τόν τρόπο τόσο ἡ Θεία ὅσο καί ἡ Ἀνθρώπινη φύσις τοῦ Χριστοῦ, τό Σύμβολο, τήν ἴδια στιγμή, διακηρύσσει ὅτι Αὐτός εἶναι ἕνας, ὄχι δύο : «Πιστεύω… εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν».
Ὁ Σωτήρας μας, ἐνῷ παραμένει ἕν μέρος τῆς Ἁγίας Τριάδος, μετάχει στήν πληρότητα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς˚ καί ὄχι μόνον σέ αὐτήν, ἀλλά καί στήν πληρότητα τοῦ ἀνθρωπίνου θανάτου. Γιά νά χρησιμοποιήσουμε τήν γλῶσσα τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος (451), ὁ Χριστός ἀποτελεῖ ἕνα πρόσωπο ἤ «ὑπόσταση», σέ δύο φύσεις, μία Θεία καί μία Ἀνθρωπίνη, ὁ Ἰησοῦς εἶναι «τό Ἐπέκεινα πού βρίσκεται ἀνάμεσά μας».
Ὡστόσο ἀκόμη καί ἄν δέν δυνάμεθα νά ποῦμε «πῶς» συνετελέσθηκε ἡ ἐνανθρώπησις, μποροῦμε νά ποῦμε «γιατί». Ὅλα αὐτά συνέβησαν, «δι’ ἡμᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν». Ἐάν ὁ τέλειος Θεός κατέστη τέλειος Ἀνθρωπος, αὐτό ἔγινε γιά νά ἐπιφέρει τήν συμφιλίωσή μας μέ τόν Θεό, τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀληθῶς ἀνθρώπινης μας ὀντότητος. Ἡ σωτηρία ἐπιτυγχάνεται, πρό πάντων, διά τῆς συμ-πάθειας καί τῆς μεθέξεως.
Ὁ Χριστός ὁ Κύριός μας, μᾶς σώζει γενόμενος ὅμοιος μέ ἐμᾶς, μετέχοντας πλήρως τῆς ἀνθρωπίνης μας φύσης, καί παρέχοντας μας τήν δυνατότητα νά κοινωνήσουμε σ’ αὐτό πού εἶναι Ἐκεῖνος. Μέσῳ μιᾶς ἀμοιβαίας «ἀνταλλαγῆς δώρων», Αὐτός λαμβάνει τήν ἀνθρώπινη μας ζωή καί μᾶς κάνει κοινωνούς τῆς Θείας Του ζωῆς, ἀποκαθιστώντας τήν καταστραφεῖσα ἐκ τῆς ἁμαρτίας «κοινωνία» μεταξύ Δημιουργοῦ καί δημιουργήματος. Ὑφίσταται, μία ἀμφίπλευρη ἐνοίκησις : Ὁ Χριστός ζεῖ ἐντός μας, καί ἐμεῖς ἐντός Του (Ἰωάν. 15:4, 17:21-3). Κατά τόν λόγο τοῦ Ἁγίου Παύλου, «δι’ ὑμᾶς ἐπτώχευσε πλόυσιος ὤν, ἵνα ὑμεῖς τῇ ἐκείνου πτωχείᾳ πλουτήσητε» (Πρός Κορινθίους, β΄ 8:9).
Καθίσταται σαφές τό γιατί, κατά τό Θεϊκό σχέδιο τῆς σωτηρίας, ὁ τέλειος Θεός ἔγινε τέλειος Ἄνθρωπος. Μόνον ὁ Θεός δύναται νά σώζει : ἡ σωτηρία εἶναι μία Θεϊκή πράξη. Ὅμως ἡ σωτηρία πρέπει νά φθάνει στό σημεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἀνάγκης : μόνον ἐάν ὁ Χριστός εἶναι ἀληθῶς ἄνθρωπος, ὅπως ἐμεῖς, μποροῦμε ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι νά μοιρασθοῦμε πλήρως αὐτό πού ἔκανε ὑπέρ ἡμῶν ὡς Θεός.
Ὁ Χριστός ἀνασταίνεται τήν τρίτη ἡμέρα μετά τήν ταφή του.
Γιά τήν ἐμπειρία καί τήν βεβαιότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ διαφέρει ἀπό τίς ἀναστάσεις νεκρῶν πού πραγματοποίησε ὁ ἴδιος στόν ἐπίγειο βίο Του. Οἱ ἀναστάσεις τῶν νεκρῶν πού περιγράφονται στήν Ἁγία Γραφή, εἶναι γιά τά ἀνθρώπινα μάτια δεῖγμα ἐκπληκτικό τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς ἐλευθερίας Του ἀπό κάθε φυσικό περιορισμό. Αὐτή ἡ δύναμη μπορεῖ νά μεταβάλει τούς νόμους τῆς φύσης, ἀλλά δέν μπορεῖ νά μεταβάλει τόν τρόπο ὑπάρξεως τῆς φύσης. Μιά τέτοια μεταβολή δέν ἐπιβάλλεται ἐξωτερικά, εἶναι μόνο καρπός τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας, κατόρθωμα ἐλευθερίας.
Αὐτό τό κατόρθωμα τῆς ἐλευθερίας ὁλοκληρώθηκε ἀπό τόν Χριστό πάνω στό Σταυρό καί φανερώθηκε ὑπαρκτικά μέ τήν Ἀνάστασή Του. Μέ τήν ὑπακοή Του μέχρι θανάτου στό θέλημα τοῦ Πατρός ὁδήγησε ὁ Χριστός τήν ἀνθρώπινη φύση Του στήν τἐλεια παραίτηση ἀπό κάθε διεκδίκηση ὑπαρκτικῆς αὐτοτέλειας, μετέθεσε τήν ὕπαρξη τῆς φύσης στή σχέση ἀγάπης καί στήν ἐλευθερία τῆς ὑπακοῆς στόν Θεό. Καί αὐτή ἡ φύση πού ἀντλεῖ τήν ὕπαρξή της ἀπό τήν σχέση μέ τόν Θεό, δέν πεθαίνει. Γιατί ἄν καί κτιστή, ὑπάρχει πιά μέ τόν τρόπο τοῦ ἀκτίστου, ὄχι μέ τόν τρόπο τοῦ κτιστοῦ. Τό ἀναστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι σῶμα ὑλικό, φύση κτιστή. Διαφέρει ὅμως ἀπό τά σώματα τῶν ἄλλων ἀναστημένων, γιατί αὐτό ὑπάρχει τώρα πιά μέ τόν τρόπο τοῦ ἀκτίστου, τόν τρόπο τῆς ἐλευθερίας, ἀπό κάθε φυσική ἀναγκαιότητα. Ἔτσι, ἐνῶ εἶναι αἰσθητό καί ἀπτό, μέ σάρκα καί ὀστά (Λουκ. 24,30), ἐνῶ μπορεῖ νά πάρει τροφή ὅπως ὅλα τά ἄλλα σώματα (καί ὁ ἀναστημένος Χριστός τρώει μέλι καί ψάρι μπροστά στά μάτια τῶν μαθητῶν του) (Λουκ. 24,42) καί ἐνῶ τά σημάδια τῶν πληγῶν πού δέχθηκε εἶναι ψηλαφητά ἐπάνω Του, ὅμως τό ἴδιο αὐτό σῶμα μπαίνει στό ὑπερῶο «τῶν θυρῶν κεκελεισμένω» (Μάρκ. 16,19 – Λουκ. 24,51) ἐνθρονίζοντας τήν ἀνθρώπινη «πηλό» στή δόξα τῆς θείας ζωῆς.
Ἡ μεταβολή στόν τρόπο ὑπάρξεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἀνάστασή Του ἐπισημαίνεται μέ μιά «ἑτερότητα» : εἶναι ὁ γνώριμος «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» ἀλλά «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μάρκ. 16,12). Ἡ Ἰσαπόστολος καί Μάρτυς Μαρία ἡ Μαγδαληνή, στόν κῆπο τοῦ μνημείου, τόν νομίζει γιά κηπουρό. Οἱ δυό συνοδοιπόροι στό δρόμο γιά τήν Ἑμμαούς τόν νομίζουν τυγχαῖο διαβάτη. Οἱ μαθητές πού ψαρεύουν στήν Τιβεριάδα, τόν ἀκοῦνε νά τούς ζητάει κάτι «βρώσιμον» καί δέν ὑποψιάζονται πώς εἶναι Αὐτός πού τούς περιμένει στήν ὄχθη. Ὅλοι Τόν ἀνακαλύπτουν ξαφνικά καί αὐτονόητα, ἂλλά ἀφοῦ ἀρχικά πλανηθοῦν. Τί εἶναι αὐτό πού Τόν διαφοροποιεῖ καταρχήν καί πρέπει νά τό ὑπερβεῖ κανείς γιά νά Τόν ἀναγνωρίσει; Σίγουρα κάτι πού δέν λέγεται, ἀλλά μόνο βιώνεται. Ἴσως ἄν ἡ σχέση μαζί Του σταματήσει στή φαινόμενη ἀτομικότητα δέν κατορθώνει νά ἀναγνωρίσει τήν ὑπόσταση, τήν ἐλευθερωμένη ἀπό τήν ἀτομική αὐτοτέλεια. Δέν ξέρουμε καί δέν μποροῦμε νά περιγράψουμε τήν ἐμπειρία, τολμοῦμε μόνο νά τήν προσεγγίσουμε μέσα ἀπό τά γεγονότα πού τή συνοδεύουν : Τό σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἐλεύθερη ἀπό κάθε περιορισμό καί κάθε ἀνάγκη, εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα μέ σάρκα καί ὀστά, πού ὅμως δέν ἀντλεῖ ζωή ἀπό τίς βιολογικές του λειτουργίες, καί εἰκονίζει καί τά δικά μας σώματα πού θά ἀναστηθοῦν, ἀπό τήν προσωπική σχέση μέ τόν Θεό, πού αὐτή καί μόνη μᾶς συνιστᾶ καί μᾶς ζωοποιεῖ.
Χριστός Ἀνέστη», ἀδελφοί μου !
Χαρεῖτε τήν παγκόσμιο, ἱστορική εὐφροσύνη καί χαρά !
Μετά Πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ