ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 12η Σεπτεμβρίου 2019
ΘΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΘΕΙ Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ;
Η απελθούσα μαρξίζουσα κυβέρνηση του κομματικού συνδυασμού του ΣΥΡΙΖΑ μας κληροδότησε πολλά προβλήματα, με τις αντιχριστιανικές πολιτικές της επιλογές. Μεταξύ αυτών είναι και οι νομοθετικές ρυθμίσεις της κατά της Εκκλησίας μας, μέσω των οποίων επεχείρησε να πλήξει την ελληνορθόδοξη ταυτότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας, διαπνεόμενη από ένα σαφές αντιχριστιανικό και αντιεκκλησιαστικό πνεύμα. Όπως είναι γνωστό, με μια σειρά από νομοθετικές παρεμβάσεις της, προσπάθησε να θέσει στο περιθώριο την Εκκλησία μας και να περιορίσει την επιρροή της στο δημόσιο βίο της χώρας. Προσπάθησε να εγκαθιδρύσει ένα «άθεο κοσμικό κράτος», άχρωμο θρησκευτικά, με αναιμικές και πολύ περιορισμένες δραστηριότητες της Ορθοδόξου Εκκλησία μας στη δημόσια ζωή. Κλασικό παράδειγμα οι προταθείσες αναθεωρήσεις και τροποποιήσεις των άρθρων 3 και 21 και για τον όρκο του ισχύοντος Συντάγματος, τα οποία καθορίζουν την ακατάλυτη ενότητα του λαού μας με την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως την αέναη τροφό και σώτειρα του Γένους μας, εδώ και αιώνες.
Μια σοβαρή πτυχή του αντιεκκλησιαστικού μένους της ήταν και το μάθημα των Θρησκευτικών. Την ενοχλούσε σοβαρά ο Ορθόδοξος προσανατολισμός του μαθήματος, εκφράζοντας παράλληλα και την «Ένωση Αθέων Ελλάδας», τις διάφορες ομάδες του νεοπαγανιστικού πλέγματος και τους αιρετικούς και αλλοθρήσκους της χώρας, οι οποίοι δεν ξεπερνούν το 5% των πολιτών. Παραβιάζοντας βασικά άρθρα του Συντάγματος που καθορίζουν τον ελληνορθόδοξο προσανατολισμό της παιδείας, κατόρθωσε να μεταλάξει το μάθημα σε θρησκειολογικό, δηλαδή σε ένα «άχρωμο» και ανούσιο μάθημα σπουδής του φαινομένου της θρησκείας και γνώσης των διαφόρων θρησκειών, χωρίς να δίνεται η απαιτούμενη έμφαση στην διάπλαση του ελληνορθοδόξου χαρακτήρα της συντριπτικής πλειοψηφίας των μαθητών, οι οποίοι δηλώνουν Ορθόδοξοι. Και το χειρότερο: Η θρησκειολογική μετάλλαξη του μαθήματος προβλεπόταν μόνο για τους Ορθοδόξους μαθητές, ενώ για τους ετεροδόξους και αλλοθρήσκους δόθηκε πλήρης νομική ελευθερία να διδάσκεται ως ομολογιακό – κατηχητικό από εκπαιδευτικούς δικούς τους και με διδακτικά βιβλία δικά τους! Αυτό έγινε με καταφανή καταπάτηση της συνταγματικής επιταγής περί ισονομίας των πολιτών!
Οι σφοδρές αντιδράσεις της μαθητικής κοινότητας (καθηγητών, μαθητών), της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, των γονέων, διαφόρων οργανώσεων και κυρίως οι σημαντικότατες δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, (που έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα), δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόφαση της κυβέρνησης να εφαρμόσει τις αποφάσεις της.
Μετά τις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουλίου η νέα κυβέρνηση είχε ήδη προαναγγείλει ότι θα σεβασθεί τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα καταργήσει τους φακέλλους του μαθήματος των θρησκευτικών, που καθιερώθηκαν επί Υπουργών Φίλη και Γαβρόγλου, και θα αποκαταστήσει το μάθημα στην μορφή που αυτό είχε πριν από το 2016. Επίσης είχε δηλώσει ότι δεν θα ψήφιζε την αναθεώρηση των άρθρων του Συντάγματος, που αφορούσαν την Εκκλησία. Ωστόσο με θλίψη διαπιστώσαμε ότι και η νέα σχολική χρονιά αρχίζει χωρίς να έχουν ανακληθεί οι σχετικές εγκύκλιοι της προηγουμένης κυβερνήσεως για το μάθημα των Θρησκευτικών, που σημαίνει ότι και σ’ αυτή τη σχολική χρονιά θα συνεχιστεί η διδασκαλία του μαθήματος σύμφωνα με αυτές, δηλαδή θα συνεχιστεί να διδάσκεται το μάθημα ως διαθρησκειακό. Το γεγονός αυτό ξεσήκωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, εύλογες και σφοδρές αντιδράσεις, τόσο στη μαθητική κοινότητα, όσο και στους γονείς, οι οποίοι είδαν για μια ακόμη φορά την νέα κυβέρνηση να αθετεί τις προεκλογικές δεσμεύσεις της.
Μεταξύ των δικαιολογημένων, κατά τη γνώμη μας, αντιδράσεων, υπήρξε και μια εμπεριστατωμένη ανοιχτή επιστολή του κ. Δημητρίου Μερτζεμέκη, τέως Επιθεωρητού του Υπουργείου Οικονομικών, προς την Υπουργό Παιδείας κ. Ν. Κεραμέως η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια», (4-9-2019). Την παρακαλεί να πράξει τα αυτονόητα στο θέμα του μαθήματος των Θρησκευτικών, εφαρμόζοντας την αρχή της ισονομίας και εκδηλώνοντας έμπρακτα το σεβασμό της προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως μια ελάχιστη ενέργεια και προσφορά προς Αυτήν, η οποία τόσο επιδεικτικά περιφρονήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση. Μεταξύ των άλλων τόνισε: «Με αγωνία περιμέναμε επιτέλους την ανάληψη των νέων καθηκόντων σας και σας ευχόμαστε ολόψυχα κάθε επιτυχία στο δύσκολο, αλλά θεάρεστο έργο που αναλάβατε στον τομέα της Παιδείας. Γράφω ότι σας περιμέναμε με μεγάλη αγωνία, γιατί όσα συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό, κυρίως στον πολύπαθο χώρο του υπουργείου που προΐστασθε, ήταν πρωτοφανή και πρωτάκουστα από κάθε πλευρά, σε ό, τι αφορά τουλάχιστον τον τομέα των θρησκευτικών μαθημάτων στη Στοιχειώδη και τη Μέση Εκπαίδευση. Γι’ αυτό με την παρούσα θα θέλαμε, όχι μόνο ο υποφαινόμενος αλλά και πληθώρα άλλων ελληνορθόδοξων πολιτών, να αποκαταστήσετε τα αυτονόητα και τη νομιμότητα στο πολύ σπουδαίο αυτό θέμα που προέκυψε, ως μη όφειλε, λόγω της ιδεοληψίας και της εμπάθειας που επέδειξαν οι προκάτοχοι σας υπουργοί (κ. Φίλης και Γαβρόγλου) σε βάρος της ορθοδόξου πίστεως μας. […] Αυτό που σας καλούμε σήμερα να κάνετε είναι μία αυτονόητη απλή ενέργεια με μία ελάχιστη προσφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, την τροφό του Γένους μας, της οποίας η πολύτιμη γνώμη δυστυχώς έως σήμερα περιφρονείται, αφού σχεδιάζουν ερήμην αυτής. Η υπόθεση αυτή έχει εξελιχθεί σε έναν γόρδιο δεσμό αναίτια, μέσα στην καρδιά του υπουργείου σας, και ταλαιπωρεί, όπως είναι επόμενο, την εκπαιδευτική κοινότητα, τους καθηγητές, τους δασκάλους, τους γονείς, τους μαθητές και κυρίως την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος. Και γι’ αυτό λοιπόν, τύχη αγαθή, έλαχε σε σας ο κλήρος να τον κόψετε, αφού εδώ και αρκετά χρόνια ταλαιπωρεί όλους αυτούς λόγω των ιδεοληψιών και της εμπάθειας των προηγούμενων υπουργών». Και καταλήγει: «Σας παρακαλούμε να αναθέσετε απευθείας και χωρίς κανέναν διάλογο τη σύνταξη των βιβλίων των Θρησκευτικών στον κύριο και πλέον αρμόδιο φορέα, που δεν είναι άλλος από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε να προβεί με δική της επιτροπή (και όχι του Ι. Εκπ. Πολιτικής), δηλαδή να γίνει κάτι ανάλογο που έγινε και για τις άλλες τρεις θρησκείες των ετεροδόξων και αλλοδόξων. Να προσθέσουμε επιπλέον και κάτι ακόμη, πολύ χρηστικό. Επειδή για τη νέα σχολική χρονιά 2019-2020 προφανώς δεν προλαβαίνουν τα νέα βιβλία να συνταχθούν και να εκτυπωθούν, γι΄ αυτό γνώμη μας είναι ότι θα πρέπει να ορίσετε με εγκύκλιο σας η διδασκαλία των γνήσιων ορθόδοξων θρησκευτικών να γίνει από βιβλία παλαιά, των προ των κ. Φίλη και Γαβρόγλου περιόδων, που ίσως να βρίσκονται στις αποθήκες του υπουργείου σας, ή έστω, αν δεν υπάρχουν, να γίνει άμεσα η ανατύπωση τους, ώστε να είναι έτοιμα για τον προσεχή Σεπτέμβριο. Τελικά, πιστεύουμε ότι και η δική σας δυναμική και στοχευμένη παρέμβαση θα αποκαταστήσει πλήρως το δίκαιο και θα φέρει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, καθώς και τη γαλήνη στο υπουργείο σας».
Νομίζουμε ότι το περιεχόμενο της επιστολής του κ. Μεντζεμέκη μας καλύπτει, διότι οι δικοί του προβληματισμοί και η ευχή να αποκατασταθεί ο Ορθόδοξος χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών, είναι και δικοί μας, όπως και όλων των συνειδητών πιστών, των εκπαιδευτικών, των μαθητών και των γονέων. Ελπίζουμε οι καθυστερήσεις του Υπουργείου να οφείλονται σε αντικειμενικές δυσκολίες και όχι σε εσκεμμένη τακτική. Ο χρόνος θα δείξει. Φυσικά δεν κρύβουμε και την δυσφορία μας και τον προβληματισμό μας διότι, απ’ ότι πληροφορούμαστε, τις θέσεις λήψης αποφάσεων στο Υπουργείο Παιδείας έχουν καταλάβει δυστυχώς (και) πρόσωπα, τα οποία είχαν πρωτοστατήσει στην προηγούμενη κυβέρνηση για την μετάλλαξη του μαθήματος των Θρησκευτικών σε θρησκειολογικό.
Μεγάλο προβληματισμό προκάλεσε επίσης η πρόσφατη απόφαση που εξέδωσε στις 4 Σεπτεμβρίου 2019 η Αρχή Προστασίας Δεδομένων κατά της αναγραφής της ιθαγένειας και του θρησκεύματος στα απολυτήρια και τα αρχεία που τηρούνται στα σχολεία, καθώς επίσης και για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών, που είναι προδήλως παράνομη, διότι όφειλε η «Αρχή» να θέσει στο αρχείο τις αιτήσεις των Ενώσεων Αθέων και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και όχι να εκφέρει κρίσιν επ’ αυτών. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της «Αρχής» οι συγκεκριμένες διαδικασίες για την αναγραφή του θρησκεύματος και της ιθαγένειας στα στοιχεία που τηρούνται στο σχολείο, στους τίτλους και πιστοποιητικά σπουδών της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης και στο πληροφοριακό σύστηµα «myschool», αλλά και στη δήλωση ότι ο µαθητής δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος προκειμένου να απαλλαγεί από το µάθηµα των Θρησκευτικών αντιβαίνουν «τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και τη θρησκευτική ελευθερία, ως συνταγµατική αρχή και ως ατοµικό δικαίωµα και µε το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α, διότι αντιβαίνει στην αρνητική θρησκευτική ελευθερία των µαθητών και των γονέων τους, οι οποίοι έχουν και το ειδικότερο δικαίωµα να διαπαιδαγωγήσουν ελευθέρως τα παιδιά τους µε βάση τις θρησκευτικές και φιλοσοφικές τους πεποιθήσεις, σύµφωνα µε το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α, καθώς και µε το άρθρο 9 της ΕΣ∆Α και το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣ∆Α». Επίσης αντιβαίνουν προς τη θεµελιώδη αρχή της αναγκαιότητας της επεξεργασίας δεδοµένων προσωπικού χαρακτήρα.
Ωστόσο οι παρά πάνω ισχυρισμοί, πέραν των ανωτέρω, όπως αναφέρει πολύ εύστοχα πρόσφατο δημοσίευμα, (https://www.inewsgr.com/0/dyo-dikastikes-apofaseis-adeiazoun-tin-archi-prostasias-gia-ta-thr), δεν έχουν κανένα νομικό έρεισμα, διότι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με δυο δικαστικές αποφάσεις, όπως θα δούμε παρά κάτω, προκαλώντας το εύλογο ερώτημα, γιατί οι αρμόδιοι νομικοί της Αρχής δεν τις έλαβαν υπόψη τους κατά την έκδοση της απόφασής τους.
Η πρώτη είναι η απόφαση 115/2012 του Διοικητικού Εφετείου Χανίων που αφορούσε στο ζήτημα της απαλλαγής μαθητών από το μάθημα των Θρησκευτικών. Η απόφαση τόνιζε ότι «οι άθρησκοι, οι αλλόθρησκοι και οι ετερόδοξοι μαθητές έχουν δικαίωμα απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά μόνον όταν συντρέχουν στο πρόσωπό τους λόγοι θρησκευτικής συνείδησης, τους οποίους οφείλουν να επικαλούνται οι ίδιοι, ή οι γονείς τους (ότι δηλαδή είναι άθεοι, αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι)». Συνεπώς τεκμηριωμένα θα έπρεπε να υπάρξει αιτιολόγηση του λόγου απαλλαγής. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια απόφαση «οι διευθυντές των σχολικών μονάδων, οφείλουν να ελέγχουν τη συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων (λόγων) απαλλαγής, ότι δηλαδή πρόκειται για άθεο, ή αλλόδοξο, ή ετερόθρησκο μαθητή, προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση του προεκτεθέντος συνταγματικού κανόνα του ειδικού σκοπού του μαθήματος των Θρησκευτικών, που πραγματώνεται με την υποχρεωτική παρακολούθηση από τους Ορθόδοξους μαθητές και για να τηρηθεί ο συνταγματικός κανόνας του άρθρου 13 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, ώστε να διευκολυνθεί ο άθρησκος, αλλόθρησκος, ή ετερόδοξος μαθητής, στην άσκηση του δικαιώματός του να απολαύσει “ανεμπόδιστα” την ελευθερία της θρησκευτικής του συνείδησης. Απορρίπτεται η χρήση του δικαιώματος της απαλλαγής με το πρόσχημα ότι υπάρχουν λόγοι συνείδησης».
Η δεύτερη είναι η απόφαση 660/2018 του Συμβουλίου της Επικρατείας για το πρόγραμμα σπουδών επί Νίκου Φίλη για το μάθημα των Θρησκευτικών, η οποία ανατρέπει πλήρως το κύρος της απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, που λοιδωρήθηκε από τον δήθεν προοδευτικό χώρο ως «σκοταδιστική», έκρινε ότι «ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι, άθεοι μαθητές έχουν δικαίωμα πλήρους απαλλαγής από το μάθημα των θρησκευτικών χωρίς καμμία δυσμενή συνέπεια, εφ’ όσον οι γονείς τους υποβάλουν αξιόπιστη δήλωση ότι δεν επιθυμούν, για λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, ήτοι διότι είναι ετερόδοξοι, αλλόθρησκοι ή άθεοι, να παρακολουθήσουν τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών».
Κλείνοντας, δεν κρύβουμε την αγωνία μας για την επαναφορά στην νομιμότητα, την αποκατάσταση μιας άδικης μεταχειρίσεως της Εκκλησίας μας σε σχέση με τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες και ομολογίες, αλλά και την καταφανή περιφρονήση της θελήσεως της συντριπτικής πλειοψηφίας του πιστού λαού μας. Για μας τους Ορθοδόξους Έλληνες η Εκκλησία μας δεν εξυπηρετεί απλά «θρησκευτικές ανάγκες», αλλά είναι τρόπος ζωής, απόλυτα συνυφασμένη με την μακραίωνη εθνική μας πορεία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, η αληθινή Εκκλησία του Χριστού, δεν έχει την οποιαδήποτε σχέση με τις αιρετικές «εκκλησίες», τις οποίες ο δυτικός άνθρωπος πασχίζει να «ξεφορτωθεί» στις τραγικές ημέρες μας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι η τροφός του Γένους μας και η σώζουσα διδασκαλία της είναι η αληθινή ζωή και ο τρόπος πραγματώσεως του πιστού λαού μας. Γι’ αυτό και απαιτούμε να είναι υποχρέωση του Κράτους μας να μορφώνει τα παιδιά μας «εν Χριστώ», καθιστώντας αυτά «σύμμορφους της εικόνας» Αυτού. Χωρίς να παραγνωρίζουμε την αξία της κατά κόσμον γνώσεως και σοφίας, προτάσσουμε την εν Χριστώ «μόρφωση», διότι όπως τονίζει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας: «και νους και επιθυμία προς εκείνον (τον Χριστόν) κατεσκευάσθη, και λογισμόν ελάβομεν, ίνα τον Χριστόν γινώσκωμεν, επιθυμίαν, ίνα προς εκείνον τρέχομεν, μνήμην έσχομεν, ιν’ εκείνον φέρωμεν, επεί και δημιουργημένοις αυτός αρχέτυπον ην» (Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής 6, PG 150,680A). Για μας πρότυπο δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά ο Θεάνθρωπος και ως εκ τούτου, ο εκπαιδευτικός προσανατολισμός μας είναι η Εκείνου προσοικείωση. Καλούμε λοιπόν και εμείς την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας να αφουγκραστεί και να συνειδητοποιήσει αυτή την πραγματικότητα και να προχωρήσει στην αληθινά επωφελή διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στα παιδιά μας, στους αυριανούς πολίτες της πατρίδας μας.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών