ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2009
Ο
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΚΑΙ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΠΡΟΣ
ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΛΗΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,
«Πεποικιλμένη τῆ θείᾳ δόξῃ ἡ ἱερά καί εὐκλεής, Παρθένε, μνήμη σου»
«Περιτείχισε (μέ τή Χάρη Σου), Σωτήρα μου, τόν νοῦ μου∙ γαιτί ἀποτολμῶ νά ἀνυμνήσω αὐτήν πού σάν ἀπόρθητο τεῖχος προστατεύει τόν κόσμο, τήν ἄχραντη Μητέρα Σου∙ ἐνίσχυσέ με σάν μέσα σέ πύργο μέ λόγια ἁρμόζοντα, καί ὀχύρωσέ με μέ τήν πνευματική ὀχύρωση τῶν θείων ἐννοιῶν∙ γιατί Ἐσύ μᾶς βεβαιώνεις ὅτι θά ἐκπληρώνεις∙ τά αἰτήματα ὅσων μέ πίστη σέ παρακαλοῦν. Σύ λοιπόν, δώρησέ μου γλῶσσα, προφορά καί ἀκαταίσχυντο λογισμό (γιά τήν Μητέρα Σου, δῶρα τοῦ θείου Σου φωτισμοῦ)∙ ἄλλωστε κάθε δωρεά ἐλλάμψεως ἐξαποστέλλεται ἀπό Σέ, φωταγωγέ πού κατοίκησες στήν ἀειπάρθενη μήτρα τῆς Θεοτόκου».
Μ’ αὐτήν τή δέηση πρός τόν Υἱό τῆς Θεοτόκου ἀρχίζει ὁ ἅγιος Ρωμανός ὁ μελωδός τό ὑμνολογικό ἐγκώμιο στήν Πάνσεπτον Κοίμησιν καί Μετάστασιν τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας. Καί ὅλοι οἱ Πατέρες, οἱ ὑμνογράφοι καί οἱ ἁγιογράφοι, ὅσοι δηλαδή κήρυξαν μέ ὁμιλίες, μέ διδαχές, μέ ὕμνουςἤ μέ εἰκονογραφίες τό μυστήριο τῆς Θεοτόκου, ἔτσι ξεκίνησαν, προχώρησαν καί ὁλοκλήρωσαν τό ἐγχείρημα τῆς εὐλάβειάς τους. Γιατί, λέει ἕνας ἄλλος ὕμνος : «σάν ἔμψυχος κιβωτός τοῦ Θεοῦ πού εἶναι, νά μήν ψηλαφεῖ τό πνευματικό Της μεγαλεῖο κανένας ἀμύητος∙ μόνο τά χείλη τῶν πιστῶν, ἀσίγητα ἀναμέλποντας τήν προσφώνηση τοῦ ἀρχαγγέλου μέ ἀγαλλίαση νά βοοῦν : Χαῖρε, Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ»
Ὁ Θεός, δέν εἶναι τόσο τό ἀντικείμενο τῆς γνώσης μας, ὅσο ἡ αἰτία τοῦ θαυμασμοῦ μας. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὄχι βέβαια σέ ἕνα ἐπίπεδο ἠθικιστικοῦ, φιλοσοφικοῦ, θρησκευτικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλά μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐκεῖ, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας γινόμαστε καί παιδιά τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία φιλόστοργα μᾶς βρεφουργεῖ κατά Χάρη, μᾶς γαλουχεῖ, μᾶς μυσταγωγεῖ, μᾶς εὐεργετεῖ, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς ἑνώνει μέ τόν Υἱόν της. Διαφορετικά, ἡ Παναγία γίνεται ἀμφίβολον ἄκουσμα. Πρέπει νά μᾶς δώσει ὁ Υἱὀς Της πνευματικά μάτια – δηλαδή νοῦ, καί πνεῦμα ὑπακοῆς καί μαθητείας γεύση – δηλαδή ἁγνότητα λογισμῶν, ὡστε νά ζήσουμε τό ἀποκαλυμμένο μυστήριο τῆς Ἀειπαρθένου.
Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τό μυστήριο τῆς Ἀειπαρθένου τό βιώνουμε μέσα στή λατρεία (γι’ αὐτό ἄλλωστε ὑπάρχουν πλῆθος τροπαρίων, ἑορτῶν, θαυματιυργῶν εἰκόνων, πατερικῶν ὁμιλιῶν, θαυμάτων, προσκυνημάτων, ἐκκλησιῶν, μοναστηριῶν, πού ἀναφέρονται πρός τιμήν καί δόξαν τῆς Παναγίας). Ἡ γιορτή τῆς Κοιμήσεως καί τῆς Μεταστάσεως τοῦ ἀφθαρτισθέντος Σώματός Της στούς οὐρανούς εἶναι ἴσως ἡ λαμπρότερη ἑορτολογική εὐκαιρία γιά νά ἐπικοινωνήσουμε, σάν παιδιά πρός τήν Μητέρα μας, μέ τήν Ἀειπαρθενο Θεοτόκο. Ἡ 15νθήμερη νηστεία εἶναι ἡ ὑπακοή μας στήν ἐκκλησιαστική παράδοση, πού μᾶς θέλει ἀφοσιωμένους στό ἔργο τῆς ἐπικοινωνίας μέ τήν Παναγία, στή δέηση, στήν προσευχή. Τό ἱερό δίδυμο νηστείας – προσευχῆς, παράλογο γιά τήν κοσμική λογική, αὐτονόητο ὅμως γιά τήν παράδοσή μας, μᾶς προετοιμάζει γιά νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Ὑἱό Της καί Κύριό μας διά τῆς θείας μεταλήψεως. Αὐτή εἶναι καί ἡ τελειότερη ἐπικοινωνία μέ τήν Παναγία, ἡ ὁποία πνευματικά οὐδέποτε χωρίστηκε ἀπό τόν Υἱό Της, καθώς εἶναι στό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας, στήν καρδιά τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅ,τι πολυτιμότερο ὑπάρχει στή γῆ καί στόν οὐρανό μετά τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό εἶναι ἡ Παναγία, τό ὑψηλότερο πρότυπο πρακτικοῦ καί θεωρητικοῦ βίου, αὐτή πού ἀξίως κατά Χάρη βρίσκεται «πλησιέστερα» στόν Τριαδικό Θεό, τόσο πού κανείς ἅγιος δέ φθάνει.
Ἄν οἱ Ἀπόστολοι καυχῶνται γιά τό ἀποστολικό ἀξίωμα, οἱ Προφῆτες γιά τήν προφητεία, οἱ Ἱεράρχες γιά τήν ἱερωσύνη, οἱ Μάρτυρες γιά τή θυσία, οἱ Ὅσιοι γιά τήν ἄσκηση, οἱ Δίκαιοι γιά τήν ἀρετή, οἱ Ἄγγελοι γιά τή λατρεία : Ἡ Παναγία καυχᾶται κατά Χριστόν γιά ὅλα αὐτά τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κι ἀκόμη περισσότερο, γιά τό πανάγιο καί θεῖο Βρέφος, τό ὁποῖο βαστάζει στήν ἄχραντη ἀγκάλη Της. Στό ἄχραντο πρόσωπό Της, ἡ Ἐκκλησία βλέπει νά ἀνακεφαλαιώνεται ὅλη ἡ πλάση∙ βλέπει νά διασώζεται τό κατ’ εἰκόνα, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Δέν εἶναι ἁπλῶς μιά γυναίκα, ἀλλά ὁ τἐλειος ἐν Χριστῶ ἄνθρωπος, πού καταξίωσε ὄχι μόνο τό γυναικεῖο φύλλο, ἀλλά ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση. Τόν ἀληθινό ἄνθρωπο, πού φανέρωσε ὁ Κύριος στό θεανδρικό Του πρόσωπο, τόν προσέλαβε ἀπό τήν ἄσπορη καί ἄφθορη γαστέρα τῆς Ἀειπαρθένου ἡ ὁποία τίς ἀρετές τοῦ Χριστοῦ τίς καλλιέργησε στόν Ἑαυτό Της σέ τέλειο βαθμό. Καί ὅλα αὐτά τά χαρίσματα καί προτερήματα, πού ἔχουν ἀρχή καί τέλος τόν Τριαδικό Θεό, καί πού, στολίζοντας τήν προσωπικότητα τῆς Παναγίας, φωτίζουν τήν ἄσκηση, τήν μυστηριακή ζωή, τήν κοινωνική ἤ πολιτική παρουσία τοῦ χριστιανοῦ στόν κόσμο, ἡ Ἐκκλησία τά ἐξυμνεῖ. Ἐξυμνεῖ καί δέεται στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο∙ δέεται μέ ἔνθεη πίστη καί λαμβάνει∙ λαμβάνει καί εὐγνωμονεῖ τήν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον.
Συνηθίζεται πάνω ἀπό τήν κύρια ἔξοδο τῶν Ναῶν νά ἁγιογραφεῖται ἡ Κοίμηση τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Αὐτή ἡ ἁγιογραφία τονίζει ὅ,τι καί ἡ τοιχογραφία τῆς Πλατυτέρας στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Εἰσερχόμενοι στό ναό καί ἐξερχόμενοι ἀπό αὐτόν, ὅλη μας τήν προσδοκία τήν στηρίζουμε στήν ἀκοίμητη μεσίτριά μας, στήν ἀκαταίσχυντη Ἐλπίδα μας, στή μοναδική Ὑπέρμαχο Προστασία μας. Γιά τόν ἀληθινό πιστό ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τό μοναδικό πραγματικό ἀγαθό πού ὑπάρχει στή γῆ καί στόν οὐρανό. Βλέπει, χαίρεται, κατεργάζεται, ἐπωφελεῖται, χρησιμοποιεῖ τά ἀγαθά τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ἔχοντας πρό ὀφθαλμῶν ἤ μᾶλλον μέσα στήν καρδιά τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων. Πῶς γίνεται αὐτό;
Καθώς λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης : «Ἄς κατασκευάσωμεν τήν ἐνθύμησιν καί τήν καρδίαν μας, ταμιεῖον καί κατοικίαν τῶν ἀρετῶν τῆς Θεοτόκου. Πῶς τοῦτο ἐμποροῦμεν νά κάμωμεν; Παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος καί φιλοπάρθενος καί Ἁγνή καί φίλαγνος; Βέβαια∙ καί ἡμεῖς, ἄν ἔχωμεν ὄχι μόνον ἁγνόν τό σῶμα ἀπό κάθε σαρκικήν ἁμαρτίαν, ἀλλά καί τήν ἐνθύμησίν μας καθαράν ἀπό αἰσχρούς καί ρυπαρούς λογισμούς, θέλομεν ἀποκτήσει εἰς τόν ἑαυτόν μας τήν Χάριν τῆς ὑπεράγνου Παρθένου. Φεύγει αὐτή κάθε αἰσχρόν πάθος; Τούς ρυπαρούς λογισμούς ἀποστρέφεται; Σιχαίνεται τήν γαστριμαργίαν; Πολεμεῖ τήν Πορνείαν; Μισεῖ τοῦ θυμοῦ τά κινήματα; Δέν δέχεται τόν φθόνον καί τάς φιλονεικίας; Διά τοῦτο καί ἡμεῖς πρέπει νά μισῶμεν ὅλα τά ἀνωτέρω πάθη, ἐάν θέλωμεν νά εἴμεθα μιμηταί καί φίλοι τῆς Παρθένου. Καί πάλιν∙ χαίρεται ἡ Παρθένος εἰς τήν νηστείαν καί τήν ἐγκράτειαν∙ εὐφραίνεται εἰς τήν παρθενίαν καί σωφροσύνην∙ ἀγαπᾶ τήν εἰρήνην καί τήν πραότητα∙ ἐναγκαλίζεται τήν ἀγάπην καί τήν ταπείνωσιν∙ διά τοῦτο καί ἡμεῖς πρέπει νά ἀγαπῶμεν τάς ἀρετάς ταύτας, ἐάν θέλωμεν νά εἴμεθα ἀκόλουθοι καί μιμηταί τῆς Παρθένου∙ καί μέ συντομίαν, καθώς ἡ Παρθένος μισεῖ μέν κάθε κακίαν, ἀγαπᾶ δέ κάθε ἀρετήν, οὕτω πρέπει νά κάμνωμεν καί ἡμεῖς, ἵνα ἡ Παρθένος βλέπουσα ἡμᾶς ἐστολισμένους μέ τοιαύτας ἀρετάς, ἐπιθυμήση τοῦ κάλλους τῶν ψυχῶν μας καί ἔλθη νοερῶς εἰς ἡμᾶς, φέρουσα μαζί της, κάθε σειράν πνευματικῶν χαρίτων καί ἀγαθῶν».
Μ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ Ἅγιοι ἀξιώθηκαν νά γίνουν κατά χάριν υἱοί τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας ἡ μητρική στοργή, πρόνοια, προστασία καί εὐεργεσία πρός αὐτούς ὑπῆρξε ἀμέριστος. Ἀρκεῖ νά ἀνατρέξουμε στά Συναξάρια γιά νά διαπιστώσουμε στό βίο κάθε Ἁγίου τούς ἀμέτρους οἰκτιρμούς τῆς πανυπερευλογημένης Θεοτόκου. Τήν ἰδιαίτερη εὔνοια καί προστασία πού ἀπολάμβαναν ἐνδεικτικά δύο ἀπό τούς Ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Σέργιος Ραντονέζ καί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ στάρετς Ζαχαρίας. «Καί οἱ δύο αὐτοί ἅγιοι ἦταν σέ ἰδιαίτερη στενή ἐπικοινωνία μέ τήν Χάρη τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ἡ Παναγία τούς φανερώθηκε σέ ὀπτασίες, τούς ἐνδυνάμωσε καί τούς θεράπευσε. «Τοῦτοι εἶναι τοῦ γένους μας» εἶπε ἡ Ὑπερύμνητος». Ἄς καταφεύγουμε λοιπόν ὅσο μποροῦμε πιό συχνά στήν προστασία τῆς Θεομήτορος. Αὐτή ἔγινε καί γίνεται μεσίτρια γιά ὅλα τά ἀγαθά μας. Μέσα Της ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, καί ἔκανε τόν ἄνθρωπο Θεό . . .
Χρόνια Πολλά καί εὐλογημένα !
Μετά θερμῶν Πατρικῶν Εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ