ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΡΕΝΤΗ κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΕΠΙι ΤΗι ΚΥΡΙΑΚΗι ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
«Εὑρήκαμεν τόν Μεσσίαν»
Γνωστή ἡ περιπέτεια τοῦ σοφοῦ ᾿Αρχιμήδη. ὁ ὁποῖος ἀνακαλύπτον-τας ἕνα φυσικό νόμο φώναζε μέ ἐνθουσιασμό : Εὕρηκα! Εὕρηκα!
Τί εἶχε εὕρει;
῞Ενα ἀπειροελάχιστο ψιχίο γνώσης.
῞Ομως γιά τόν σοφό ᾿Αρχιμήδη – καί γιά κάθε σοφό – αὐτό τό ψῆγμα ἀληθείας ἄξιζε πολύ. Γιατί μία σταγόνα ἀλήθεια ἀξίζει πιό πολύ ἀπό τόνους χρυσάφι. Γιατί ὅπου ἀλήθεια, ἐλευθερία. ῞Οπου ψέμμα, δουλεία καί σκλαβιά.
Γι᾿ αὐτό καί τό «εὕρηκα» τοῦ ᾿Αρχιμήδη, ἡ χαρά του γιά τήν εὕρεση τῆς ἀληθείας, εἶναι πιό ὁδηγητική καί ὠφέλιμη ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ ἀνακάλυψή του.
«᾿Ελάχιστο ψῆγμα» χαρακτηρίσαμε τήν μεγάλη αὐτή ἀνακάλυψη. Καί δέν ἀδικοῦμε τόν μεγάλο μας πρόγονο. Οὔτε ὑποτιμᾶμε τήν σοφία του. Οὔτε τήν ᾿Επιστήμη του. Κάθε ἄλλο. Τήν τιμᾶμε. Καί σάν ῞Ελληνες καυχώμεθα γι᾿ αὐτήν. ῞Ομως ἡ ἀλήθεια ἀπαιτεῖ νά τό ὁμολογοῦμε, ὅτι μπροστά στόν ὠκεανό τῆς σύγχρονης γνώσης καί ἐπιστήμης, δέν ἧταν παρά ἐλάχιστο σταγονίδιο.
Ποιό εἶναι τό μεγάλο; Τό μέγιστο;
Βρισκόμαστε σέ ἐποχή βίαιης καί ἔντονης ἀμφισβήτησης τῶν πάντων. ᾿Από παντοῦ ἀκούγεται τό σύνθημα : Κάτω τά παλιά. Κάτω τό κατεστημένο. Κάτω τό κράτος. Κάτω ἡ θρησκεία. Κάτω τό καθῆκον. ῞Ολα κάτω. Κάτω τά παλαιά κριτήρια. ᾿Ακόμη καί ἡ ἀξία «ζωή» καταφρονεῖται. ῾Ο ἄνθρωπος ἀντί γιά ὕψιστη ἀξία σάν υἱός Θεοῦ, χαρακτηρίζεται «κομμάτι κρέας». Καί σάν πρόσωπο Θεόμορφο καλεῖται νά συμπνίγεται στήν ἐπιδερμίδα του δημιουργώντας ἐφήμερες σαρκικές σχέσεις μέ τήν δἠθεν νόμιμη μορφή κάποιου συμβολαίου καί σάν ἔμβρυο δολοφονεῖται ἐν ψυχρῷ ἀπό τήν τάχα «μητέρα του» μέ τό ἀμοραλιστικό πρόσχημα, ὅτι ἔχει δικαίωμα νά διαθέτη τό σῶμα της, ὅπως θέλει.
῎Ετσι σκέπτονται σήμερα πολλοί. Καί νεαροί. Καί γέροι μέ νεανικά μυαλά.
᾿Αλλ᾿ ἄς ἀκούσωμε, τί λέγει γι᾿ αὐτούς ὁ σοφός Πλάτων:
«Παιδί μου, εἶσαι ἀκόμη νέος( μή μένεις στίς τωρινές σου ἀπόψεις( δέν εἶναι τόσο σπουδαῖες, ὅσο τίς νομίζεις. Μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου θά ἀλλάξης γνώμη Αὐτά πού τώρα τά νομίζεις σωστά καί σοφά, θά τά ἐγκαταλείψης. Καί θά φτάσης στό ἄλλο ἄκρο. Θά τά θεωρῆς τότε άνοησίες. Κάνε λοιπόν λίγη ὑπομονή. ῎Εχε λίγη μετριοφροσύνη. Σκέψου τό λίγο’ ὅτι μπορεῖς νά ἀλλάξης γνώμη. Περίμενε λίγο νά κατασταλάξης κάπου. καί μή ξεχνᾶς, ὅτι τό πιό μεγάλο πρόβλημα, τό μέγιστο εἶναι αὐτό, πού σύ τώρα τό θεωρεῖς μηδέν : τό νά πιστεύης( ὄχι ὅμως τό νά πιστεύης ἁπλᾶ, ὅτι ὑπάρχει κάποια ἀφηρημένης μορφῆς ἀνώτερη δύναμη’ ἀλλά τό νά ἔχεις πίστη ὀρθή’ καί νά ζῆς σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». (Νόμοι Χ, 888)
῾Ο Θεός δέν εἶναι ἰδέα. Δέν εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια, πού χρειάζεται μόνο στοχασμό γιά νά βρεθῆ. ῾Ο Θεός εἶναι ὁ ῎Ων. Γιά νά τόν βρῆς χρειάζεται νά τόν ἀναζητήσης. (Καί μάλιστα εἰλικρινά. ᾿Εξ ὅλης καρδίας). Γιατί φανερώνεται σέ ἐκείνους πού τόν ζητοῦν εἰλικρινά, ἐξ ὅλης καρδίας.
῾Ο Θεός εἶναι τό μέγιστο, καί γιά τόν καθένα μας, ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ σέ μας, εἶναι τό μέγιστο γεγονός τῆς ζωῆς μας. Γι᾿ αὐτό ὁ μέγας Παῦλος λέγει : ᾿Εθεώρησα τήν σάρκα καί τό αἷμα καί τίς ἀπαιτήσεις καί ἀνάγκες τους σέ σύγκριση μέ τόν Θεό, κάτι τό ἀξιολογικά δεύτερο. Καί ξεχύθηκα στόν κόσμο ὁλόκληρο, «ἵνα εὐαγγελίζωμαι Αὐτόν», γιατί εἶναι τό μέγιστον ἀγαθόν.
Τό ἴδιο συνέβη καί στόν μεγάλο Γάλλο λογοτέχνη Πώλ Κλωντέλ. ῾Ο Κλωντέλ ἧταν στά νειάτα του ἄθεος. ᾿Από οἰκογενειακή παράδοσι. Τό 1888, σέ ἡλικία 22 ἐτῶν, θέλοντας νά περιγράψη τήν μεγάλη ἑορτή, ἐπῆγε στήν Θεία λειτουργία τῶν Χριστουγέννων. καί βρέθηκε ἀνάμεσα στούς πιστούς. Καί παρακολουθοῦσε τά πάντα. Ψυχικά ἀσυγκίνητος. Ξένο σῶμα. Σάν κατάσκοπος. Σέ μιά στιγμή ὅμως, ἔννοιωσε διαφορετικά. ῎Εννοιωσε ἑνωμένος στή δοξολογία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. ῎Εννοιωσε ὅτι πίστευε. Χωρίς ἀμφιβολία. Χωρίς δισταγμό. Καί τό φρόνημά του εἶχε ξαφνικά ἀλλάξει. Εἶχε γίνει ἁγνό καί καθαρό. Καί πράγματι. ᾿Από τότε ἀφιερώθηκε στόν Χριστό! ῾Ολόψυχα. ῾Ο Κλωντέλ πέθανε τό 1955. Λίγο πρίν ἔγγραψε : Πόσο εὐτυχεῖς εἶναι οἱ νέοι, πού ζοῦν κοντά στόν Χριστό! Πόσο δυστυχεῖς ἐκείνοι πού Τόν βγάζουν ἔξω ἀπό τήν ζωή τους! Καί πιό δυστυχεῖς γιατί δέν τό καταλαβαίνουν. καί δυστυχῶς δέν θά τό καταλάβουν παρά μόνο, ὅταν γυρίσουν κοντά Του.
῞Ενας ἀπό ἐκείνους πού γνώρισαν τόν Χριστό ἧταν ὁ Φίλιππος. Δέν ἔκαμε μέ τόν Χριστό μιά γνωριμία ἐπιφανειακῆς μορφῆς. Τόν βρῆκε. Κατάλαβε, ποιός εἶναι. Τί εἶναι. καί τί σχέση ἔχει μαζί Του.
Καί ἡ ψυχή του γέμισε χαρά. Τόση, πού ξεχύλισε. Τόση, πού μή μπορώντας νά τήν συγκρατήση, ἔτρεξε νά ἀναγγείλη τό μεγάλο γεγονός, τό πιο μεγάλο τῆς ζωῆς του, στόν φίλο του τόν Ναθαναήλ, μέ τά βαθύτατα καί γεμᾶτα σοφία λόγια : Εὑρήκαμε τόν Μεσσία.
῞Ενα ἐλάχιστο ψιχίο γνώσης φθαρτῆς εἶχε βρῆ ὁ σοφός ᾿Αρχιμήδης.
Τό μέγιστο, τήν αἰωνία καί ἄφθαρτη σοφία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁπλός ψαράς Φίλιππος. Τό μέγιστο εἶναι ἡ ὀρθή πίστη στό Χριστό. ῾Η ᾿Ορθοδοξία.
Πῶς ὅμως μπορεῖ νά ἀποκτήση κανείς τήν ὀρθή πίστη;
῾Η ὀρθή πίστη δέν βρίσκεται. Δέν ἀνεκαλύφθη. Γιατί «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε( ὁ μονογενής Υἱός ὁ ὤν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ Πατρός ἐκεῖνος ἐξηγήσατο». Μόνο χάρις στήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ «εἴδομεν τό φῶς τό ἀληθινόν’ ἐλάβομεν πνεῦμα ἐπουράνιον’ εὕρωμεν πίστην ἀληθῆ», νά προσκυνοῦμε τήν «ἀδιαίρετον Τριάδα». ῞Οποιος δέν δέχεται τήν μαρτυρία του, πλανᾶται στά σκοτάδια τοῦ στοχασμοῦ. Καί ἐκ τῆς γῆς ὤν, ἐκ τῆς γῆς θά λαλῆ. Λόγια χοϊκά. Σάν τόν Μωάμεθ. Σάν τόν Βούδα. Σάν τόν Λένιν. Σάν τόν Σάρτρ. «Χοϊκός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος. Μωρία γάρ αὐτῷ ἐστιν».
Οἱ χοϊκοί λένε λόγια χοϊκά.
«῾Ο Μωάμεθ, λέγει ὁ Βούλγαρος νεομάρτυς ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐκ Σόφιας, μόνος του ὠνόμασε τόν ἑαυτό του προφήτην’ καί ἔπλασε, ὅτι ὁ παράδεισος ἔχει τρυφάς σαρκικάς καί σμίξεις πορνικάς. ᾿Εσύνθεσε εὔκολην θρησκείαν, ὅπου νά ἀρέση στούς σαρκικούς ἀνθρώπους, πού δέν εἶχαν καμμίαν εἴδησιν περί τῆς ὀρθῆς πίστεως. Καί ἔτσι ἐρριζώθη».
῾Ο Κύριος ἐλάλησεν, «ἅ ἑώρακε καί ἤκουσε παρά τοῦ Πατρός». ῎Οχι γνῶμες. ῎Οχι φαντασίες. ῎Οχι στοχασμούς. ῎Οχι ἰδέες. Καί ἐπειδή ξέρει, ὅτι τά ὑπέρ γῆν, τά ἐπουράνια, δέν μπορεῖ μέ κανέναν τρόπο νά τά ἀποδεχθῆ στοχαστικά ὁ χοϊκός ἄνθροπος μέ τήν χοϊκά προσδιορισμένη διάνοιά του, παρέδωκε, ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἀρχή τῆς ὀρθῆς πίστεως εἶναι νά λαμβάνωμε τήν μαρτυρία Του. «῞Οσοι δέ αὐτήν ἔλαβον, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». ῾Η μεγαλύτερη ἀρχή τῆς πίστης μας εἶναι ἡ τήρηση τῆς παράδοσης τοῦ Χριστοῦ ἀνόθευτης. «᾿Επαγωνίζεσθε τῇ ἅπαξ παραδοθήσῃ πίστει τοῖς ἁγίοις». Διδάσκετε τόν λαόν «τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». «῾Ο ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει».
῾Η ὀρθή πίστη δέν ὑπόκειται στήν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ὅσο σοφοί καί ἄν εἶναι.
Γιατί τά δόγματα εἶναι φανέρωση τῆς θείας σοφίας. «᾿Εν αὐτοῖς οὐκ ἔστι προσθεῖναι’ καί ἀπ᾿ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἀφελεῖν». «᾿Εάν τις ἐπιθῇ ἐπ᾿ αὐτά, ἐπιθήσει ὁ Θεός ἐπ᾿ αὐτόν τάς πληγάς τοῦ Φαραώ. Καί ἄν τις ἀφέλῃ, ἀφελεῖ ὁ Θεός τό μέρος αὐτοῦ ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καί ἀπό τῆς πόλεως τῆς ἁγίας».
Παράδοσις καί παρακαταθήκη τῆς ὀρθοδοξίας εἶναι ὁ Χριστός. Μόνο ὁ Χριστός. Τίποτε ἄλλο. «Οὐ γάρ ἔκρινα τι ἐν ὑμῖν εἰδέναι εἰ μή ᾿Ιησοῦν Χριστόν’ καί τοῦτον ἐσταυρωμένον( ὑπέρ ἡμῶν».
῾Ολα στήν ὁρθόδοξη ᾿Εκκλησία μιλοῦν γι᾿ Αὐτόν. Μόνο γι᾿ Αὐτόν. Αὐτόν βαστάζει ἡ Παναγία. Αὐτόν κηρύττουν οἱ ᾿Απόστολοι. Γι᾿ Αὐτόν μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι. Αὐτόν διακονοεῖ ἡ ᾿Εκκλησία. Αὐτόν ὁμολογεῖ καί ὑπηρετεῖ ἡ ἱερωσύνη. Καί κρατοῦμε τήν πίστη τῶν ἀποστόλων ἀπαραχάραχτη.
«Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ ἀπόστολοι ὡς ἐκήρυξαν, ἡ ᾿Εκκλησία ὡς παρέλαβεν . . . οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν».
Καί ἡ σημερινή ἑορτή γι᾿ Αὐτόν μιλάει. Θρίαμβος τῆς ᾿Ορθοδοξίας σημαίνει θρίαμβος τῆς ὀρθῆς πίστης στόν Χριστό. Θρίαμβος τῆς ᾿Ορθοδοξίας σημαίνει : ᾿Ενίκησε ἡ παράδοση τοῦ Χριστοῦ. ῎Οχι τῆς πόλης μας. Γιατί ἡ ἔριδα γύρω ἀπό τίς ἅγιες εἰκόνες δέν ἧταν διαμάχη γιά τίς παραδόσεις καί τά ἐντάλματα ἀνθρώπων. ῏Ηταν ἀγώνας γιά τήν ὀρθή πίστη στόν Χριστό.
Γιατί ὁ σαρκωμένος Χριστός, ὁ ἐνανθρωπήσας Χριστός εἶναι εἰκόνα τῆς δόξης τοῦ Πατρός. Αὐτό ἐδίδαξε καί ἐφανέρωσε ὁ ἴδιος. ῎Ετσι τόν ἔβλεπαν οἱ ᾿Απόστολοι. ῎Ετσι πρέπει νά Τόν βλέπωμε καί ἐμεῖς. «῾Ο ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα».
Γι᾿ αὐτό, ὅποιος στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δέν βλέπει τήν εἰκόνα τῆς δόξης τοῦ Πατρός, καί ὅποιος ζωγραφίζει εἰκόνες, πού δέν δείχνουν τόν Χριστό εἰκόνα τῆς δόξης τοῦ Πατρός, εἶναι αἱρετικός . ῾Η εἰκονομαχία ἧταν αἵρεση χριστολογική, συνέχεια τοῦ νεστοριανισμοῦ καί τοῦ μονοθελητισμοῦ.
Γι᾿ αὐτό καί ἐτονίσθη ὅτι ὀφείλομε νά κηρύσσομε «τήν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίαν λόγῳ, στόματι, καρδίᾳ, γραφῇ τε καί εἰκονίσμασι, πρός βεβαίωσιν τῆς ἀληθείας» (Συνοδικόν τῆς ᾿Ορθοδοξίας).
῾Οποιοι δέν προσκυνοῦν τόν Χριστόν ἐν εἰκόνι περιγραπτόν εἶναι νεστοριανοί. Δέν ἔχουν ὀρθή πίστη. ῎Η δεν κατάλαβαν, τί ἐννοοῦσε μέ τά λόγια Του : «῾Ο ἑωρακώς ἐμέ, ἑώρακε τόν Πατέρα». ῎Η τά ἐθεώρησαν παρατραβηγμένα. Καί τά ἑρμήνευσαν ὅπως ἤθελαν!
῾Ο μεγάλος ἀγωνιστής τῆς ἐλευθερίας τῆς ᾿Ιρλανδίας Ο’ Κόννελ εἶχε κάποτε μιά συζήτηση μέ ἕνα προτεστάντη, πού τοῦ ἔλεγε, ὅτι τό βρίσκει ἀνόητο νά πιστεύει κανείς, πώς ἕνα κομμάτι ψωμί καί λίγο κρασί εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Κόννελ τοῦ ἀπάντησε κοφτά : Βρέστα μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό. Γιά μένα τό πράγμα εἶναι ἀπλό. ῎Ετσι εἶπε, «τοῦτο ἐστί τό σῶμα μου», «τοῦτο ἐστί τό αἷμα μου», ἔτσι πιστεύω. ἐμπιστεύομαι σ᾿ Αυτόν. Καί ὅτι δέν συμφωνεῖ μέ τόν λόγο Του, τό καταφρονῶ.
῾Η Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας διακηρύττει : ᾿Εμπιστευθῆτε στόν Χριστό. ῎Οχι σέ ἀνθρώπους.
᾿Εμπιστευθῆτε στήν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας γιά τόν Χριστό. ᾿Εμπιστευθῆτε στόν ἀληθινό Χριστό, πού εἶναι ἡ ὁδός καί ἡ άλήθεια καί ἡ ζωή. Που εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου καί ἡ ἀνάστασις τῶν ψυχῶν μας.
Μετά θερμῶν ἀγωνιστικῶν εὐχῶν διά τήν ἀρξαμένην ῾Αγίαν Τεσσαρακοστήν.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ὁ Πειραιῶς Σεραφείμ