ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ
ΚΑΙ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΕΠΙι ΤΗι ΚΥΡΙΑΚΗι ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Ἀδελφοί καί Τέκνα ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Τί νόημα ἔχει ὁ πανηγυρισμός τῆς Ὀρθοδοξίας στή σημερινή Ἑλλάδα τῆς ἐνωμένης Εὐρώπης; Μήπως τόν ὑπερτονισμό στοιχείων διαλεκτικῆς ἀντιπαραθέσεως τῆς θρησκευτικῆς μας παραδόσεως ἀπέναντι στήν παπική καί προτεσταντική ὑπόλοιπη Εὐρώπη; Ἔχει ἄραγε θέση μιά τέτοια ἑορτή, καί μέ τόση ἐπισημότητα, στήν διαδικασία κοινωνικῆς καί πολιτιστικῆς συγκλίσεως τῶν κρατῶν – μελῶν τῆς Εὐρώπαϊκῆς Ἐνώσεως;
Ἄς ἀποσαφηνίσουμε κάποιους ὅρους, περί Ὀρθοδοξίας καί περί Δύσεως, ὅρους πού ἐκφράζουν ποιότητες ζωῆς.
Τί εἶναι, καταρχήν, ἡ Ὀρθοδοξία; Ἕνα ἰδεοληπτικό σύστημα; Μιά θρησκειακή συσσωμάτωση αὐστηρῶν δογματιστῶν; Ἕνα συμπίλημα ἰδεῶν Ἑβραϊκῆς καί Ἑλληνικῆς καί Ρωμαϊκῆς κοπσμοθεωρίας; Ὄχι. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά.
Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μία καί ἀδιαίρετη ἁγία, καθολική καίἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐπέκταση τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορική σάρκα τοῦ κόσμου, στούς αἰῶνες καί στήν αἰωνιότητα.
Κι αὐτό δέν τό λέμε αὐθαιρέτως. Τό μαρτυρεῖ μέν «ἐν ἀποδείξει Πνεύματος Ἁγίου καί δυνάμεως» ἡ αὐτοσυνειδησία μας.΄Ἀλλά τό ἐπιμαρτυρεῖ καί ἡ κοινή χριστιανική παράδοση τῶν πρώτων δέκα αἰώνων καί ὁλόκληρη ἡ μετέπειτα ἐκκλησιαστική ἱστορία. Ὡς ἄμεση ἐπιβεβαίωση, σέ λίγη ὥρα, θά ἀπαγγείλουμε ἐκεῖνα τά ἅγια ρήματα τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου : «Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ Χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν».
Γιά μᾶς, αὐτά τά λόγια δέν εἶναι ρητορισμός, «Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ’ ἐν πράγμασιν ἡ ἀλήθεια τε καί ἡ εὐσέβεια».
Ἡ Ὀρθοδοξία ἀγωνίσθηκε γιά τά δόγματα, δηλαδή γιά τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἔνθεης ἐμπειρίας της καί γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς ἀποκαλυμμένης πίστεώς της ὄχι γιά λέξεις καί ἰδεολογήματα. Κι ἄν θέλετε νά κυριολεκτήσουμε, ἀκόμη καί μέ αὐτά τά θριαμβικά λόγια πάλι δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκφρασθῇ ἡ πεμπτουσία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας. Διότι ἡ ἐκκλησιαστική ἐμπειρία εἶναι μετοχή στίς ἄκτιστες ἐνέργειες καί στήν ἄκτιστη ζωή τοῦ Θεοῦ, δηλαδή σέ μιά πραγματικότητα πέρα ἀπό τά ὅρια τῆς δικῆς μας κτιστῆς φύσεως. Αὐτή ἡ πραγματική ἐμπειρία καί ἡ αὐθεντική γλωσσική διατύπωση τῆς ἐμπειρίας συνιστᾶ τήν οὐσία καί τή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι ὁ θησαυρός γιά τόν ὁποῖο μίλησε ὁ Παῦλος, ὁ ἑλληνιστής Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ : «Ὁ Θεός (εἶναι) ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δέ τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολή τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καί μή ἐξ ἡμῶν».
Καί τί εἶναι ἄραγε ἡ Δύση γενικότερα, ἡ Δυτική Χριστιανοσύνη εἰδικότερα; Δέν εἶναι μιά ἔκφραση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τυπικά ἐξίσου ἀξιόπιστη μέ ἐκείνη τῆς Ὀρθοδοξίας;
Θά διακινδυνεύσουμε νά προβοῦμε σέ μερικές ἐπισημάνσεις, ἔγκυρες ὅμως, ἀφοῦ πέρασαν μέσα ἀπό τή δοκιμασία τῆς Ὀρθοδοξίας διά τοῦ πυρός καί τοῦ σιδήρου τῶν ἀδελφῶν μας τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης.
Μιά σύγχρονη προφητική μορφή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ μακαριστός π.Ἰουστίνος Πόποβιτς, ἐπισημαίνει : «Ὁ δυτικός Χριστιανισμός, εἰς τήν οὐσίαν του, εἶναι ὁ πλέον ριζικός οὐμανισμός, διότι ἀνεκήρυξε τόν ἄνθρωπον ἀλάθητον, καί τήν θεανθρώπινην κοινωνίαν μετέβαλεν εἰς οὐμανιστικήν. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀτομοκρατία (τοῦ Προτεσταντισμοῦ) καί ἡ ὁλοκρατία (τοῦ Παπισμοῦ) εἶναι δύο ὄψεις τοῦ αὐτοῦ πράγματος . . . Μέ τήν πρᾶξιν αὐτήν τῆς σμικρύνσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰς οὐμανισμόν ἔχει ἀναμφιβόλως ἁπλοποιηθῆ ὁ Χριστιανισμός».
Ὅλα τά γνωστά φιλοσοφικά, κοινωνικοπολιτικά καί οἰκονομικά συστήματα, τά ἀλληλοαναιρούμενα, ἄσχετα ἀπό τό ποῦ ἐφαρμόστηκαν, πάντως ἐκπήγασαν ἀπό τή Δύση. Καί δεύτερον, ὅλα αὐτά τά συστήματα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ἐποικοδόμημα τῆς ἔκπτωσης τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τό θεανθρωπο-κεντρικό ἀνθρωπισμό τῆς ἐνιαίας Χριστιανοσύνης σέ ἕνα ἀνθρωπο-κεντρικό οὐμανισμό.
Δεῖτε τόν Δυτικοευρωπαϊκό ἄνθρωπο, εἴτε τόν μόνιμο εἴτε τόν μετανάστη πέραν τοῦ Ἀτλαντικοῦ. Δεῖτε τον χωρίς τήν στιλπνότητα τοῦ προηγμένου πολιτισμοῦ του, τοῦ πολιτιστικοῦ προσωπείου του. Ἡ «ἱστορία του εἶναι ἡ ἱστορία τῆς αὐτοπραγμάτωσης τοῦ ἀνθρώπου». Καί ἐν ὀνόματι τῆς οἰκονομικῆς καί τεχνολογικῆς του ἰσχύος, θέλει νά συμπεριφέρεται ὡς ἀγέρωχος ἐπικυρίαρχος καί αὐτόνομος ρυθμιστής τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου. Διακατέχεται ἀπό τό ἀρχετυπικό σύμπλεγμα τοῦ φεουδάρχη καί τοῦ ἀποικιοκράτη, μέ τήν αὐταρέσκεια εἴτε τοῦ ἀτομικοῦ εἴτε τοῦ συλλογικοῦ ἀτομικιστικοῦ ἀλαθήτου. Εἶναι ἕνα σῶμα πού λειτουργεῖ μέ μόνη τήν ὑπερτροφική λογική του, μέ κριτήριο τό : «πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος», ὁ Εὐρωπαῖος ὑπεράνθρωπος ἤ αὐτοθεός.
Δεῖτε καί τόν ἄνθρωπο τόν ἀναθρεμμένο μέ τό θεανθρώπινο ἦθος καί φρόνημα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ἀκόμη καί μέ τίς κηλίδες τῶν ὁμολογημένων ἁμαρτημάτων καί λαθῶν του, εἶναι «ἕνας ἀριστοκράτης τοῦ πνεύματος». Αὐτό δέ σημαίνει πώς εἶναι ἰδεαλιστής διότι δέν τοῦ χρειάζεται – ὅπως στόν Δυτικοευρωπαῖο – νά ἐξωραΐσῃ τήν ὀρθολογική ἀπανθρωπιά του. Οὔτε ἀνθρωπιστής διότι ἀπλούστατα ἔχει ἀνθρωπιά. Οὔτε τυρρανικός πρός τούς ἄλλους διότι, ὡς ἑτερόνομος μέ τή Χριστοκεντρική του ἐξάρτηση καί μέ τήν τελωνική αὐτοσυνειδησία τῆς μετανοίας, δέν διακατέχεται ἀπό τήν ἐσωτερική ἀνασφάλεια, τίς ἰσχυρές ἀπωθήσεις, τήν ἀπολυτότητα τῆς ἀκρωτηριασμένης αὐτοσυνειδησίας τοῦ οὐμανιστῆ Δυτικοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ὀρθόδοξος δέν εἶναι ποτέ κατακτητής, ποτέ ἀποικιοκράτης, ποτέ ἰμπεριαλιστής, ποτέ σοβινιστής, ἰδίως στό θρησκευτικό τομέα. Διότι ζεῖ καί ἐκφράζει τήν καθολικότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πού δέν ἐπιβάλλεται διά τῆς βίας καί τοῦ καταναγκασμοῦ, ἀλλά μετέχεται διά τῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἀγάπης.
Καί παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ Ὀρθοδοξία ἀκόμη καί σήμερα εὐρίσκεται ἐνίοτε ἀπειλουμένη ἀπό τήν ὁμόθρησκη Εὐρώπη, καί στό θρησκευτικό καί στόν πολιτικό τομέα, μιᾶς καί οἱ δύο τομεῖς ἀφοροῦν τόν ἴδιο ἀποδέκτη, τό γένος τῶν Ὀρθοδόξων, τό λαό της. Δέ χρειάζεται νά ἀπαριθμήσουμε παραδείγματα, γιά τήν ὁμολογημένη ἐπεκτατικότητα τοῦ Βατικανοῦ (ἀλλά καί τῶν Προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν) στίς χώρες τῆς μετακομμουνιστικῆς Εὐρώπης εἴτε ἄμεσα ὡς ἱεραποστολική προπαγάνδα εἴτε ἔμμεσα μέ τήν – διά τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς – προώθηση ἐθνικιστικῶν συγκρούσεων. Εἶναι σύγχρονα ὅλα αὐτά καί πασίγνωστα.
Ὡστόσο, δέν ἀποθαρρυνόμεθα οὔτε καί ἐκτραχυνόμεθα σέ μισαλλοδοξία. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ θησαυρός τῆς ἀδιακόπου Θεανθρωπίνης ἐμπειρίας μας στήν Ἀδιαίρετη Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, εἶναι «θησαυρός ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι» Δέ γίνεται μή μήν ἐφαρμοσθῇ στήν ἔνσαρκη Χριστιανοσύνη, στήν Ὀρθοδοξία, τό Παύλειο : «ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ’ οὐ στενοχωρούμενοι . . . πάντοτε τήν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ».
Καί εἶναι γεγονός ὅτι ὁ θησαυρός τῆς Ὀρθοδοξίας δέν εἶναι ἐξωτερικός, οὔτε ἔξωθεν ἁλωτός. Ἡ Ὀρθοδοξία, μολονότι βάλλεται, ὑφίσταται καί μεγαλουργεῖ, ἀκόμη καί ὑπο τίς πλέον δυσμενεῖς ἐξωτερικές συνθῆκες. Καί θά συνεχίσει νά βάλλεται, ὅπως καί θά συνεχίσει νά ὑφίσταται ὡς «λεῖμμα», διότι ἀκριβῶς ἔχει τόν θησαυρό, καί ὁ θησαυρός της δέν εἶναι εὐχείρωτος, οὔτε ἁλώσιμος. Εἶναι ὁ θεόσδοτος θησαυρός τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί «ὅπου ἐστί τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ἐκεῖ ἐπακολουθεῖ, οἷον σκιά, ὁ διωγμός καί ἡ πάλη . . . Διό οὐκ (ὀφείλομεν) ξενίζεσθαι, ἀλλά ἀνάγκη διώκεσθαι τήν ἀλήθειαν».
Προλαβαίνω τήν ἔκφραση τῆς δυσφορίας σας, γιά τήν ἐκ πρώτης ὄψεως πόλωση πού διαφαίνεται, καί μάλιστα σέ ἕνα λειτουργικό λόγο. Δέ θέλουμε νά περιθριγκώσουμε τό δυναμισμό τῆς Ὀρθοδοξίας μέ μισαλόδοξους «Φιλιππικούς». Δέν εἶναι αὐτό τό ἦθος καί τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία, ἤδη ἀπό τό 1920, διά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἔκανε γενναῖα ἀνοίγματα διαχριστιανικῆς συνεργασίας στό χῶρο τῆς Εὐρώπης.
Γιά νά εἴμαστε δέ εἰλικρινεῖς, πέρα ἀπό ὅσα ἀναφέραμε, τό πολιτιστικό φρόνημα καί ἦθος τοῦ Δυτικοευρωπαίου ἀνθρώπου καί τά ἐξ αὐτοῦ πολιτιστικά καί θρησκευτικά «ἀγαθά» τοῦ Διαφωτισμοῦ ἔχουν πρό πολλοῦ εἰσβάλει καί ἀλλοιώσει τήν ταυτότητα ἡμῶν, τῶν Νεοελλήνων. Κι αὐτό ἀπό πολύ παλιά, προεπαναστατικά καί μετεπαναστατικά, ὥστε ὁ Νέος Ἑλληνισμός νά εἶναι παράγωγο μιᾶς διαλεκτικῆς μεταξύ Δυτικοευρωπαϊκοῦ οὐμανισμοῦ καί Ὀρθόδοξης πατερικότητας. Τό αὐτό μποροῦμε νά ἰσχυρισθοῦμε βασίμως καί γιά τούς ἄλλης ἐθνικότητας ὁμοδόξους λαούς τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.
Καί γιά νά ἐξειδικεύσουμε τό θέμα στά πάντοτε ἐπίκαιρα δικά μας ἐσωτερικά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, θρησκεύοντες χριστιανοί πού ὁμολογοῦν δυναμικά τήν ὀρθοδοξία τῆς πίστεώς τους, ὡστόσο ἀποδέχονται στήν πράξη τό ἀλλοτριωμένο ἦθος τῆς Δυτικῆς ἀνθρωπολογίας : τήν ἐγωκεντρική αὐτοδικαίωση, τήν ἀτομική ἀνελευθερία καί ὑποταγή σέ ἕνα ἄτεγκτο σύστημα ἀξιῶν καί ἀπαξιῶν τοῦ τύπου «πρέπει» καί «δέν πρέπει», στό ὁποίο θεωροῦν πῶς εἶναι ἀνυπερθέτως ἀναγκασμένος ὁ Θεός νά ὑποτάσσεται καί ἐκεἰνους μέν νά δικαιώνῃ, τούς ἄλλους δέ νά καταδικάζῃ. Ἔτσι, δυστυχῶς, φθάσαμε στό σημεῖο νά ἀποδεχόμαστε καί νά περιφέρουμε ἀνά τό πανελλήνιο μιά κακοποιημένη εἰκόνα περί Ὀρθοδοξίας : τήν μισαλοδοξία τῶν σταυροφόρων καί τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως, τήν ἀδυσώπητη μισανθρωπία τοῦ ἠθικισμοῦ, τόν δογματισμό τῶν αὐτοχειροτονημένων ἀλαθήτων, τόν λαϊκισμό τῆς διαμαρτυρήσεως . . . καί τόσα ἄλλα πού ποτέ δέν ἐξέφραζαν τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὡστόσο, ἡ Εὐρώπη, μολονότι συνέβαλε στόν ἐκδυτικισμό καί τήν ἀλλοτρίωση τῆς Ἀνατολῆς (μέ τήν ἐξαγωγή εἴτε τοῦ θρησκευτικοῦ εἴτε τοῦ κοινωνικο-πολιτικοῦ ἰδεολογικοῦ της συναλλάγματος) σήμερα προσδοκᾶ νά λάβει ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.
Ὁ διεθνοῦς φήμης μακαριστός Βρετανός Βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν σέ συνέντευξή του στό BBC εἴχε τονίσει ὅτι : «Κατά τόν ἑπόμενο αἰώνα ἡ Ὀρθοδοξία θά ἐπικρατήσει μεταξύ ὅλων τῶν ἱστορικῶν θρησκειῶν, ἐνῶ τό μέλλον τοῦ Καθολικισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ εἶναι ἀβέβαιο. Ἡ Ὀρθοδοξία διατηρεῖ τά στοιχεῖα τῆς πίστεως, ἐνῶ οἱ ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες ξεπέσανε σέ ἕνα ξηρό Ὀρθολογιαμό».
Τά αὐτογνωστικά, ὅμως, ἐρωτήματα πού τίθενται ἀμείλικτα γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλήσίας εἶναι :
Πόσο βιώνουμε τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καί πόσο ἐκφράζουμε μέ τό ἦθος μας τήν πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας;
Ὑπάρχουν σύγχρονοι Κύριλλοι καί Μεθόδιοι, γιά νά δώσουν τή ζείδωρη μαρτυρία τῆς δικῆς μας Πατερικῆς παραδόσεως, πού εἶναι «κοινωνία μετά τοῦ Πατρός καί μετά τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»; Διότι, ἄν δέν ὑπάρχουν, τότε, ὅλα ὅσα προαναφέραμε συνιστοῦν μιά μουσειακή εἰκόνα ἑνός λαμπροῦ παρελθόντος, πού προσφέρεται μέν γιά ἀκαδημαϊκή ἐνασχόληση καί γιά διθυραμβικές τελετουργίες, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐμφυσήσει στόν κόσμο μας, ἐδῶ καί τώρα, «πνοή ζωῆς».
Ὅμως, ὑπῆρξαν καί θά ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού γίνονται «ἕνα πνεῦμα μέ τόν Κύριο», «διδακτοί Θεοῦ», καθαιρόμενοι, ἐλλαμπόμενοι καί θεούμενοι, πού «τρέφονται ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί τροφοδοτοῦν τόν κόσμο». Καί αὐτό τό λέμε βασισμένοι στήν «ἐλπιδοφόρο» γιά μᾶς παρουσία τῶν συγχρόνων ἁγίων ἀνδρῶν καί γυναικῶν, ὅσων ἀνέδειξε ὁ Θεός καί ἀναγνώρισε ἡ γῆ ἀλλά καί ὅσων θά έπακολουθήσουν.
Μέ βάση αὐτά τά ἀποδείξιμα παραδείγματα τῆς ἔνσαρκης Ὀρθοδοξίας, τονίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ἐπιδιώκει νά μᾶς καταστήσῃ οὔτε δογματιστές οὔτε ἠθικιστές. Ἀλλά νά μᾶς ἀναγάγει στήν ὀντολογική γνώση καί τή χαρισματική μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἀρκεῖ, λοιπόν, νά κατέχουμε τή σωστή φραστική διατύπωση τῆς πίστεως, ἀλλά νά ἀποκτήσουμε «ὁμοήθειαν Θεοῦ». Τόσο ἡ πίστη ὅσο καί τό ἦθος καί ἡ ἠθική τοῦ ἀληθινοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, δηλαδή – κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο – τοῦ Ἁγίου, εἶναι καταστάσεις ὀντολογικές – ἐμπειρικές ἀφοροῦν στήν ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου, καί ὄχι σπαράγματα καί ἀποσπάσματα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Ὁ Θεός «βλέπει εἰς καρδίαν ἀνθρώπου», στό ὀντολογικό δηλαδή βάθος του, καί ζητεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο «υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν», τήν ἄβυσσο τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως.
Ἰδού, λοιπόν, τί σημαίνει ἡ Ὀρθοδοξία γιά τό ὑπερέθνος καί τό ὑπερκράτος τῆς Εὐρώπης : τήν ἐπ-ανακάλυψη τῆς παναξίας τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐπ-αναβίωση τῆς κοινῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, τήν ὁποία «ἀρχιτεκτονεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον». Καί αὐτή ἀκριβῶς ἡ παράδοση ἔχει νά κάνει μέ τά κύρια καί ἐσώτατα προβλήματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, πού δέν κατόρθωσε οὔτε πρόκειται νά κατορθώσει αὐτόνομα νά ἐπιλύσῃ.
Μετά πατρικῶν εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ