ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Σεραφείμ (2009)

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Σεραφείμ (2009)

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2009
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ
ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ Κ΄ ΑΓ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΚΛΗΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΥΣΕΒΗ ΛΑΟ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα ἐν Ἀναστάντι Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,

Τό Κύριο θέμα, ἡ κύρια πτυχή τῆς Ἀναστάσεως – τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα – εἶναι ἡ ἐλευθερία. Εἶναι ἡ διάβαση, τό πέρασμα ἀπό τή δουλεία στήν ἐλευθερία, στήν ἐλπιδοφόρα καί ἐσχατολογική προοπτική της. Ἡ Ἀνάσταση – διά τοῦ Σταυροῦ – ἔδωσε στόν ἄνθρωπο μιά καινούργια, τήν ἀληθινή καί ἀπεριόριστη σημασία του – τοῦ ξαναχάρισε τήν αἰωνιότητά του – καί δώρησε μιά καινούργια, κάτω ἀπό τό πρίσμα τῆς αἰωνιότητας ἐνατένιση τοῦ κόσμου, τῆς ἐλπίδας καί τοῦ μέλλοντός του. Μ’ αὐτή τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τήν ἐλευθερία τῆς Ἀναστάσεως πού νοεῖται καί εἶναι, πάνω καί πέρα ἀπό τήν αὐθαιρεσία ἡ ὁποία καταντᾶ ἀπεριόριστος δεσποτισμός, ἀπό τίς ἀτομικές ἐλευθερίες οἱ ὁποῖες καταντοῦν στόν ἐγωκεντρισμό καί στήν ἀντικοινωνικότητα, ἀπό τή μονομερή ἤ ἐξωτερική πολιτική ἐλευθερία ἡ ὁποία καταντᾶ σύστημα ἐξουσίας ἤ τυραννία.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς χριστιανικῆς ἐποχῆς, πού ἀρχίζει μέ τήν Ἀνάσταση, ἡ ὁποία ἀποκαθιστᾶ τήν πληρότητα τοῦ νοήματος τοῦ κόσμου, τῆς ἱστορίας καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκτᾶ μιά εὐρύτερη καί σημαντικότερη ἔννοια τῆς ἐλευθερίας, ὅταν ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά μή φοβᾶται πιά μπροστά στό ἀπεριόριστο περιεχόμενο τῆς ζωῆς. Ἀκριβῶς ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τούς νεκρούς, εἶναι ἐκείνη πού ἀνοίγει μπροστά στόν ἄνθρωπο τίς προοπτικές, τόν εἰσάγει στήν κατεξοχήν ἐλευθερία, πού εἶναι τό «μεγάλο μυστήριο στή καρδιά τοῦ ὅντος», ἡ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς.
Ἄς ἔρθουμε σ’ ὁρισμένες συγκεκριμένες πλευρές – θεωρήσεις τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ ἀνοίγματος πρός τό μέλλον, δηλαδή τῆς ἐλπίδας, ὅπως μᾶς τίς ἀποκαλύπτει ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε ἄνθρωποι – χριστιανοί χωρίς τήν ὑπέρβαση τοῦ ἐαυτοῦ μας καί τοῦ ἀτομισμοῦ μας, τήν ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῶν δυνάμεων καί τῶν δυνατοτήτων μας, ἐκείνων πού συνήθως ἀποκαλοῦμε λογικά, θετικά, ἀσφαλή, σχετικά, αὐτονόητα καί αὐτόνομα. Ἡ Ἀνάσταση μᾶς μαθαίνει τίς ὑπερβάσεις – τά ξεσπάσματα αὐτῶν τῶν κλειστῶν – ὁριζοντίων ἐπιπέδων, τῆς κυκλικῆς – στατικῆς ἀντιλήψεως τῆς ζωῆς. Καί συγχρόνως μᾶς ἀνοίγει στίς προσωπικές, δηλαδή στίς πραγματικές καί ἄπειρες δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνου βέβαια πού μέ τό Βάπτισμα στό θάνατο καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἐνωθεῖ μ’ Αὐτόν καί τήν Ἐκκλησία του, κατέχει βέβαιη τή χριστιανική ὕπαρξη καί τήν αἰωνιότητά της.
Ἡ Ἀνάσταση ἀνοίγει ρωγμές σ’ ὅλα τά ὅρια μας καί στούς κύκλους μας, στίς εἰκόνες καί στούς μύθους μας, στούς ἀνθρώπινους ὁρισμούς καί περιορισμούς καί γίνεται ἡ ὁδός τῆς ἐπιστροφῆς καί ἡ εἴσοδος μας στό μεταμορφωμένο κόσμο τοῦ Θεοῦ, ὅπου κοινωνοῦμε τή θεανθρώπινη πληρότητα καί θεωροῦμε θεανθρώπινα ὅλη τήν πραγματικότητα. Ἡ Ἀνάσταση (τό Πάσχα) ἐκφράζεται μέ τίς ἔννοιες «ὑπέρβαση» καί «διάβαση». Σάν ὑπέρβαση σημαίνει πώς άφοῦ ὁ κόσμος βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἁμαρτία, τό ψεῦδος καί τήν ἀδικία εἶναι καταδικασμένος στήν καταστροφή. Ὁ Θεός ὅμως φείδεται ἐκείνων πού εἶναι σφραγισμένοι μέ τό αἶμα τοῦ Χριστοῦ. Σάν διάβαση, ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀπελευθερώσεως ἀπό τά δεσμά τοῦ φόβου, τοῦ θανάτου, τοῦ ψεύδους, τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ κακοῦ. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σημαίνει ἔτσι τἠν ἀληθινή ἐλευθερία.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ αὐτοσυνειδησία καί αὐθεντικότητά του συνδέει τήν ἐνάρετη πράξη μέ τήν ἀγαθή συνείδηση. Καί ὁ Θεός ἐκεῖνο πού ζητᾶ ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν εἶναι ἀπλῶς ὁ ἀκτιβισμός, τό ἄγχος τῶν πράξεων, ἀλλά ἡ ἀληθινή ἐλευθερία μας πού ἀποκορυφώνεται στήν διόρθωση τῆς ψυχῆς μας, στόν ἁγιασμό τοῦ σώματός μας, καί πού άνακεφαλαιώνεται στήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς μας (Ἰσαάκ ὁ Σύρος). Ὅλα αὐτά σημαίνουν πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιό γενικός ἀπό τή ζωή κι’ ἀπό τίς πράξεις του, εἶναι σάν νά ἔχει προβλεφτεῖ γιά περισσότερα ἐνδεχόμενα ἀπό αὐτά πού μπορεῖ νά γνωρίσει. Καί πώς καμμιά ἱστορική πραγματικότητα δέ μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σάν ἔσχατος σκοπός.
Ἀλλά τήν προσοχή μας ὀφείλουμε νά συγκεντρώσουμε στό γεγονός πώς ἡ Ἀνάσταση εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ρωγμή στό ἔσχατο καί κατεξοχήν ὅριό μας, ἀπάντηση στό μεγαλύτερο πρόβλημα καί τή μεγαλύτερη τραγωδία μας, πού εἶναι ὁ θάνατος. Πρόκειται γιά τήν παραφύσιν πραγματικότητα πού ἐπεισάγεται μέ τήν ἀνθρώπινη θέληση, καί τήν παράχρηση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας στόν κόσμο γιά ν’ ἀποτελέσει στό ἐξῆς τήν πιό φρικτή καί τήν πιό σκοτεινή δουλεία τοῦ πλάσματος καί τῶν κτισμάτων. Πρόκειται γιά τό χωρισμό ἀπό τόν Θεό, τήν ἄρνηση τῆς θείας φιλίας καί κοινωνίας, στήν ὁποία τελειώνεται ἡ ἐλευθερία μας, καί τήν ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἐτερονομία καί τήν κατάσταση τῆς φρίκης, στή δουλεία τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητας στήν ὁποία καταντᾶ ἡ αὐθάδης ἀλλοτρίωσή μας ἀπό τό Θεό. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι ἀκριβῶς ἡ ὑπέρβαση αὐτῆς τῆς παράλογης ἐκπτώσεως, εἶναι δηλαδή κοίταγμα κατάματα τοῦ θανάτου. Χωρίς τό θάνατο τοῦ θανάτου, τό χριστιανικό Εὐαγγέλιο θά παρέμενε στό χῶρο τῶν ἀνθρωπίνων ἰδεολογιῶν ἤ τῶν κούφιων ἐλπίδων καί δέν θά μπορούσαμε νά μιλούσαμε γιά νόημα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἤ γιά ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Χωρίς τόν θάνατο τοῦ θανάτου, αὐτοῦ τοῦ πρώτου καί ἔσχατου ἐχθροῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅλος ὁ χριστιανισμός εἶναι οὐσιαστικά ἀκατανόητος καί ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη παραμένει ἕνας ἀπόλυτος παραλογισμός, γιατί ὀ θάνατος συνιστᾶ ἀπόριψη αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως στήν πληρότητα τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας της, τοῦ νοήματος καί τῆς προοπτικῆς της.
Ἀπό τό θάνατο δέ μᾶς σώζει ἡ σκέψη καί ἡ φιλοσοφία, μέ τήν ἀπροσδιόριστη ἀναφορά της στή λεγόμενη ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ἤ τήν κατασκευή ἰδεολογιῶν καί θεωριῶν. Ὁ ἄνθρωπος διάλεξε τόν θάνατο, ἀλλά ἡ πλάνη καί ἡ τραγωδία του εἶναι τό πώς δέ μπορεῖ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπό τή θλίψη αὐτῆς τῆς ἐκλογῆς. Μέ τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν . . . » (Τροπάριο ἀπό τόν κανόνα τοῦ Πάσχα). Ἀντί ἄλλης ἀνεξαρτησίας καί ἐλευθερίας, ὁ Χριστός ἔφερε στούς ἀνθρώπους τό προνόμιο τῆς σωτηρίας, τό Εὐαγγέλιο τῆς αἰώνιας ζωῆς καί τῆς Ἀναστάσεως. Ἔφερε τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο καί ἐγκαινίασε τήν κοινωνία τῆς ἀγάπης καί τήν αἰώνια ζωή. (π. Γ. Φλωρόφσκυ). Γιατί ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος εἶναι ἡ ἄρνηση καί ἡ ἀτίμωση τῆς ἐλευθερίας, πού ἔπαψε νά εἶναι πορεία πρός τό Θεό καί κοινωνία μέ Αὐτόν. Ἄν διά τῆς ἁμαρτίας ἐκλέγουμε τό θάνατο, τοῦτο σημαίνει ἀποτυχία τῆς ἐλευθερίας, ἀπώλεια τῆς ἀθανασίας πού συνιστᾶ τήν οὐσία τῆς ζωῆς.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, πρόδρομος τῆς ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκάλυψε πώς τό κέντρο τῆς ζωῆς καί τῆς δημιουργίας δέν εἶναι ὁ θάνατος – κέντρο μόνο τῆς κολάσεως καί τοῦ Ἄδη – ἀλλά ἡ αἰώνια ζωή, ἡ ἀπεριόριστη δυνατότητα τῆς ἄφθαρτης ζωῆς, πού συνιστά τό νόημα τῆς δημιουργημένης πραγματικότητας στήν ἀρχέγονη καί ἀποκατεστημένη πληρότητά της. Μέ τήν Ἀνάσταση, πού εἶναι ἡ ἄνοιξη καί ἡ ἀρχή μιᾶς νέας δημιουργίας (Εὐσέβιος Καισάρειας), «ἦλθεν ἡ τῆς ζωῆς βασιλεία καί κατελύθη τοῦ θανάτου τό κράτος. Καί γέγονεν ἄλλη γέννησις, βίος ἕτερος, ἄλλο εἴδος ζωῆς, αὐτῆς τῆς φύσεως μεταστοιχείωσις» (Γρηγόριος ὁ Νύσσης). Μ’ αὐτή τήν κοσμογονική ἔννοιά της ἡ Ἀνάσταση μᾶς ἀνοίγει στήν ἀληθινή προοπτική τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ζωῆς του, στίς πραγματικές δυνατότητες τῆς ζωῆς τῆς πίστεως, μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπό τή φυλακή τῶν ἀνθρώπινων περιορισμῶν, τῶν μηδενισμῶν καί τῆς ἀπογνώσεως, στήν ὁποία βρίσκονται βυθισμένοι οἱ ἄπιστοι, ἐκεῖνοι πού περπατοῦν «ἐλπίδα μή ἔχοντες καί ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ».
Μόνο μέ τό τρόπο τῆς ἐλευθερίας τῆς Ἀναστάσεως μποροῦμε νά ἑρμηνεύσουμε τήν ὀρθόδοξη παράδοση γιά τή «μνήμη» ἤ τήν ἀδιάλειπτη «μελέτη» τοῦ θανάτου. Γιατί πρόκειται ὄχι γιά κάποιο ψυχολογικό πάθος, ἀλλά γιά δυναμικό τρόπο ζωῆς, πού θραύει τά ὅρια τῆς χρονικῆς περατότητας τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνοίγεται στή νήψη καί τήν ἐγρήγορση τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εὐθύνης γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ αὐθεντικοῦ προορισμοῦ του. Ἡ παράδοξη αὐτή ἐμπειρία, μαρτυρεῖ τή βαθμιαία ἀπόσπαση καί ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή ματαιότητα καί τή φθορά τῆς ἐπαναστατημένης καί αὐτονομημένης φύσεως καί τή μετάθεση τῆς καρδιᾶς στά οὐσιώδη καί στά αἰώνια (Χρ. Γιανναρᾶς). Σημαίνει τήν εἴσοδο καί παραμονή τοῦ ἀνθρώπου στόν ἐσχατολογικό – καινό – κόσμο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὅπου γευόμαστε καί συγχρόνως ὀριζόμαστε ἀπό τή βεβαιότητα τῆς τελικῆς ἐλευθερίας, δηλαδή τῆς ὁριστικῆς νίκης πάνω στό θάνατο. Γιατί ἡ ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνάσταση καί ἡ δόξα τῶν σωμάτων, χωρίς τήν ὁποία εἶναι ἀκατανόητος ὁ Χριστιανισμός, εἶναι ἡ τελική – ὁριστική ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο ἡ αἰώνια ζωή, πού ἐγκαινίασε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί κοινωνοῦμε στήν Ἐκκλησία Του, εἶναι ἡ πατρίδα τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας (Ἰσαάκ ὁ Σύρος).
Αὐτή ἡ προοπτική τῆς ἐλευθερίας μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει νά κατανοήσουμε πώς ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νέα δυναμική τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, ἕνα καινούργιο καί ἄφθαρτο περιεχόμενο πίστεως, πού δίνει στόν ἄνθρωπο τῆς πίστεως, στό χώρο τῆς ἰστορικῆς φάσεως τῆς ζωῆς του, τή δυνατότητα νά ὑπερνικᾶ ὅλες τίς δυσχέρειες καί τούς κινδύνους, τούς φόβους καί τίς ἀπειλές, τό μαρτύριο καί τό θάνατο. Τό θάνατο, πού ἀποκτᾶ ἕνα χαρισματικό χαρακτήρα, πού γίνεται σύντμηση τοῦ χρόνου γιά τό ἔσχατο ὅραμα τοῦ ἀνθρώπου : «ἡ ζωή ἡμῶν κέκρυπται σύν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (Κολ. 3,3). Αὐτό βέβαια συνεπάγεται μιά καινούργια – προφητική στάση ζωῆς, μιά ἀλλαγή στίς ἐκτιμήσεις γιά τά πράγματα τοῦ ἀνθρώπου πού ἀποκορυφώνεται στήν ἀγάπη πρός τό μαρτύριο. Ἄς θυμηθοῦμε ἑκεῖνο πού μέ τήν Ἀνάσταση συντελέστηκε στή ζωή τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ : Μετά τήν Ἀνάσταση μεταβλήθηκαν σέ μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ σ’ ὅλη τή γῆ – ἐνῶ ὁ θάνατός Του τούς εἶχε τρέψει σέ φυγή καί τούς εἶχε διασκορπίσει, πλημμυρισμένους ἀπό φόβο καί τρόμο – ἐνώπιον ἰσχυρῶν καί βασιλέων, χωρίς φόβο καί τρόμο μπροστά στήν τιμωρία καί στό θάνατο. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶχε σημάνει γι’ αὐτούς ἤδη τήν ὑπερνίκηση τοῦ «κόσμου» μέ τίς ἀντίθεες δυνάμεις του, ἕνα αἴσθημα ἀπελευθερώσεως ἀπό τό ζυγό καί τή δουλεία μιᾶς μικροεπιχειρήσεως, πού λέγεται αὐτοσυντήρηση, ἕνα αἴσθημα ἐλευθερίας μέσα στά πλαίσια τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπιᾶς τοῦ ἀνθρώπου . . . Ἡ Ἀνάσταση εἶναι γεγονός ἱστορικό καί σάν τέτοιο βιώνεται καί ζωντανεύει μέσα μας, ὅταν γίνεται αἰσθητό σάν κυριαρχία πάνω στη φύση καί στά ἱστορικά κατασκευάσματά μας, σάν βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πάνω στόν κόσμο καί στά ἀνθρώπινα.
Ποιό μπορεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα ἀναφέρουμε νά εἶναι τό συμπέρασμά μας; Ὁ Κύριος ζεῖ κι ἐμεῖς θά ζήσουμε (Β’ Κορ. 13,4). Εἶναι Ἐκεῖνος «πού στή χειρότερη δυστυχία μᾶς ἀνοίγει τό δρόμο τῆς ἐλπίδας καί στό φῶς τῆς δικῆς Του ἐλεύσεως μᾶς κάνει δυνατό ἕνα μέλλον : Ὅταν ἡ σκέψη μου παραπαίει, κλονισμένη ἀπό τήν ἀμφιβολία, ὅταν τό πνεῦμα λιποψυχεῖ, ὅταν οἱ πιό ἔξυπνοι δέ βλέπουν πιό πέρα ἀπό τό βράδυ καί δέ ξέρουν τί θά κάνουν τό πρωί’ τότε, Κύριε, μοῦ στέλνεις τή φωτεινή Σου σιγουριά : Ἐσύ ὑπάρχεις κι’ Ἐσύ θά φροντίσεις νά μήν κλείσουν ὅλοι οἱ δρόμοι τοῦ Καλοῦ» (Α. Σολζενίτσυν). Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἐλπίδα μας γιά τό μέλλον, γιατί εἶναι ἡ δημιουργική ζωή, ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ μέσα μας, ἡ ὑπέρβαση τῶν ὁρίων τῆς φύσεως, τῆς μεταβλητότητας τῶν ἱστορικῶν δεδομένων, τῆς πικρίας τῆς ἀποτυχίας καί τῆς ἀπογνώσεως, ἡ ἔξοδος ἀπό τήν σάρκα, τή ζωή ἐν σαρκί, πού εἶναι δουλεία στή φθορά καί τό θάνατο.
Πῶς νά μήν πιστεύω στήν Ἀνάσταση (τοῦ Χριστοῦ καί στή δική μου) ὅταν καί οἱ δυό ἀναφαίνονται καί λουλουδιάζουν σάν μπουμπούκια τήν ἄνοιξη, στά αἰώνια Πάσχα, αὐτή τήν ἀγαλλίαση τοῦ καινούργιου σχεδίου καί τῆς πράξεως, αὐτή τήν ἀτελεύτητη νεότητα τῆς ἀγάπης, αὐτή τήν ἔκσταση τῆς δημιουργίας; Πῶς νά μήν ὑμνῶ ὁλόχαρα αὐτό τό Θεό τῆς ἀγάπης καί τοῦ θανάτου, αὐτόν τόν Χριστό τῶν Μακαρισμῶν, τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως; Πῶς ἡ Ἐκκλησία, πού στήν καρδιά της φέρνει τό ἱερό, τό καινό, τό μυστικό, τό πανσεβάσμιο, τό ἄμωμο, τό τερπνό, τό αἰώνιο Πάσχα – τό Πάσχα «Χριστός ὁ λυτρωτής» – νά μή χορεύη καί νά μή ψάλλη, νά μήν πορεύεται ὑμνώντας τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου της; «Τήν ἐκ νεκρῶν σου Ἀνάστασιν δοξολογοῦμεν Χριστέ, δι’ ἧς ἠλευθέρωσας Ἀδαμιαῖον γένος, ἐκ τῆς τοῦ Ἅδου τυραννίδος’ καί ἐδωρήσω τῷ κόσμῳ ὡς Θεός, ζωήν αἰώνιον, καί τό μέγα ἔλεος» (Ἀναστάσιμο στιχηρό). Ἡ Ἀνάσταση εἶναι τό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, γιατί εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπό τή φθορά, τό θάνατο καί τόν Ἄδη καί συγχρόνως ἡ ἀπαρχή τῆς νέας ζωῆς, τῆς «ὄγδοης ἡμέρας τῆς δημιουργίας», τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ἐλευθερίας ὅλης τῆς κτίσεως καί τῆς μεταμορφώσεως της σέ Βασιλεία, ὅπου «ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσι» (Α’ Κορ. 15,28).
Χριστός Ἀνέστη !
Ἀδελφοί χαρεῖτε αὐτήν τήν ὀλοφώτεινη πραγματικότητα.

Μετά θερμῶν Πατρικῶν Εὐχῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ