ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΤΑΦΙΤΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΥ

Ἡ Ἁγία καὶ Ἱερά Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων διὰ Συνοδικῆς ἀποφάσεως στὴν Συνεδρία Ν’/11-9-2009 ἐνέταξε στὸ ἁγιολόγιο τὸν καθηγούμενο Ἁγιοταφίτη Ἀρχιμανδρίτη Φιλούμενο.

Γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς μετέβη στὴν Ἱερὰ Μονή, ὅπου βρίσκεται τὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος, ὁ Μακαριώτατος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλος Γ’ μετὰ συνοδείας Ἀρχιερέων καὶ ἱερέων.

Ἡ θ. Λειτουργία ἐτελέσθη μὲ ὅλη τὴν τυπικὴ τάξη καὶ τὴν βυζαντινὴ σεμνότητα καὶ μεγαλοπρέπεια, τῶν ψαλτῶν ψαλλόντων σὲ ὕφος βυζαντινό, ἑλληνιστὶ καὶ ἀραβιστί, καὶ τῶν πιστῶν διαφόρων ἐθνικοτήτων, Ἑλλήνων, Κυπρίων, Ἀραβοφώνων, Ρώσων, Ρουμάνων, Οὐκρανῶν σὲ κατάνυξη προσευχομένων καὶ μετεχόντων στὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος κατὰ κόσμον Σοφοκλῆς γεννήθηκε στὴν Λευκωσία, στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1913. Τὸ 1927, σὲ ἡλικία μόλις 14 ἐτῶν ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Σταυροβουνίου. Ἐκεῖ ἔμεινε 6 περίπου χρόνια, ὅταν ὁ Ἔξαρχος τοῦ Παναγίου Τάφου τὸν πῆρε γιὰ νὰ φοιτήσει στὸ Γυμνάσιο τοῦ Πατριαρχείου στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου βρέθηκε τὸ 1934, μαθητὴς στὴν Σχολὴ τῆς Ἁγίας Σιών.

Τὸ 1937 ἐκάρη μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα Φιλούμενος. Στὶς 5 Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου χρόνου χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1939 ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος παρέμεινε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ 45 συνεχῆ χρόνια, μέχρι τὸ μαρτύριό του. Τὸ 1943 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ διάφορες διακονίες στὸ Πατριαρχεῖο καὶ διορίσθηκε σὲ διάφορες θέσεις ὑπηρετώντας πάντοτε μὲ εὐθύνη καὶ φόβο Θεοῦ καὶ μὲ πολὺ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἁγιοταφίτες πατέρες, στὶς 8 Μαΐου τοῦ 1979 μετατέθηκε στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ ὅπου ὑπηρέτησε μέχρι τὸ μαρτυρικό του θάνατο, στὶς 29 Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 29ης Νοεμβρίου τοῦ 1979, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγ. Μάρτυρος Φιλουμένου, φανατικοὶ Ἑβραῖοι μπῆκαν στὸ χῶρο τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακὼβ κι ἐνῷ ὁ Ἅγιος τελοῦσε τὸν Ἑσπερινό, τοῦ ἐπιτέθηκαν μὲ τσεκούρι, τὸν κακοποίησαν καὶ τέλος τὸν σκότωσαν. Τὸ μαρτύριό του ἦταν φρικτό, γιατί οἱ δήμιοί του τὸν χτύπησαν ἀλύπητα στὸ πρόσωπο καὶ τοῦ ἔκοψαν τὰ δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ. Στὴ συνέχεια βεβήλωσαν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Σταυρὸ κι ἔριξαν μία χειροβομβίδα καταστρέφοντας τὸν χῶρο.