ΕΠΙΣΤΟΛΗ
᾿Αριθμ. Πρωτ. 285
᾿Εν Πειραιεῖ τῇ 25ῃ Φεβρουαρίου 2010
Πρός Τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Κύριον κ. Ἱερώνυμον Πρόεδρον Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί Πρόεδρον Β΄βαθμίου δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικοῦ Δικαστηρίου.
Εἰς ΑΘΗΝΑΣ
Μακαριώτατε Ἅγιε Πρόεδρε,
Ἐπί τῆς Ὑμετέρας ὑπ’ ἀριθμ. 664/372/22.2.2010 Προσκλήσεως πρός συμμετοχήν μου ὡς ἀναπληρωματικοῦ μέλους ἐν τῇ συνθέσει τοῦ ὑπό τήν Ὑμετέραν Προεδρίαν συγκληθησομένου Β΄βαθμίου δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τήν Δευτέραν προσεχοῦς μηνός Μαρτίου ἡμέραν Τρίτην καί ὥραν 10ην πρωϊνήν προκειμένου ἵνα τοῦτο κρίνῃ καί δικάσῃ τήν ἀπό 29/1/2010 ἔφεσιν τοῦ τέως Μητροπολίτου Ἀττικῆς καί νῦν Μοναχοῦ κ. Παντελεήμονος Μπεζενίτου κατά τῆς ὑπ’ ἀριθ. 1/2009 Ἀποφάσεως τοῦ Πρωτοβαθμίου δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, δι’ ἧς κατ’ ἐφαρμογήν τῆς διατάξεως τοῦ ἄρθρου 160 τοῦ Ν. 5383/1932 «Περί Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων καί τῆς πρό αὐτῶν διαδικασίας», καθηρέθη οὗτος ἐκ τοῦ Ἀρχιερατικοῦ Ὑπουργήματος καί ἐπανῆλθε εἰς τήν τάξιν τῶν Μοναχῶν ἐπάγομαι τά κάτωθι:
1. Ὁ Μητροπολίτης πρ. Ἀττικῆς κ. Παντελεήμων καθηρέθη ὄχι κατά τήν τακτικήν κανονικήν διαδικασίαν, τήν ὁποίαν προβλέπει ὁ προῤῥηθείς Νόμος 5383/1932, ἀλλά κατά τήν εἰδικήν διαδικασίαν τήν ὁποίαν προβλέπει τό ἄρθρον 160 τοῦ Νόμου αὐτοῦ. Ὅπως εἶναι διατυπωμένη ἡ εἰρημένη διάταξις προκύπτουν ἐξ αὐτῆς, ὅτι ἡ καθαίρεσις εἶναι ὑποχρεωτική δηλ. δέν ἔχει τό Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον ἐξουσίαν ἵνα ἀπαλλάξῃ τόν παραπεμφθέντα εἰς αὐτό Κληρικόν ἤ νά τοῦ ἐπιβάλῃ μικροτέραν ποινήν. Αὐτή εἶναι ἡ ἔννοια τῆς φράσεως τοῦ Νόμου: «… προκαλεῖ τήν καθαίρεσιν ἄνευ ἑτέρας τινός διαδικασίας». Ἑπομένως πρόκειται περί δεσμίας νομικῆς ἐνεργείας καί ἐν ταὐτῷ ἡ Ἀπόφασις περί καθαιρέσεως ἐκδίδεται μέν ἀπό Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον, εἰς τήν οὐσίαν ὅμως δέν εἶναι δικαστική Ἀπόφασις, ὡς αἱ λοιπαί ἀποφάσεις τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Δικαστηρίων, ἀλλά εἰδικόν καί ὑποχρεωτικόν διοικητικόν μέτρον, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ ἔννομον συνέπειαν τῆς ἀμετακλήτου καταστάσης ποινικῆς Ἀποφάσεως τοῦ Πολιτειακοῦ Ποινικοῦ Δικαστηρίου. Ὁ Πολιτειακός Νομοθέτης διά τῆς διατάξεως 160 τοῦ Ν. 5383/1932, τήν ὁποίαν καλῶς ἤ κακῶς, ἠθελημένως ἤ ἀθελήτως ἀπεδέχθησαν, τόσον τό Σεπτόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὅσον καί ἡ καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτη Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν ψήφισιν τοῦ Ν. 590/1977 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», δέν θέλει νά παραμείνῃ εἰς τό ἱερατικόν Ὑπούργημα Κληρικός, ὁ ὁποῖος διέπραξε τοσοῦτον σοβαρόν ποινικόν ἀδίκημα, ὥστε νά τοῦ ἐπιβληθῇ «ἐγκληματική ποινή» καί δή ἀμετακλήτως. Ἐπειδή ὅμως δέν ἔχει ἐξουσίαν νά ἀναθέσῃ τήν ἁρμοδιότητα καθαιρέσεως εἰς τό Πολιτειακόν Δικαστήριον, διότι τοῦτο θά ἰσοδυναμοῦσε μέ ἀνεπίτρεπτον κατά τό Σύνταγμα ἐπέμβασιν τῆς Πολιτείας εἰς τά interna τῆς Ἐκκλησίας, ἀναθέτει τήν ἁρμοδιότητα αὐτήν εἰς τό ἁρμόδιον Ἐκκλησιαστικόν Δικαστήριον, ἡ Ἀπόφασις τοῦ ὁποίου λαμβανομένη «ἄνευ ἑτέρας τινός διαδικασίας» εἶναι ὁριστική καί τελεσίδικος καί δέν ὑπόκειται εἰς ἔνδικον μέσον δηλ. εἰς ἔφεσιν ἐνώπιον τοῦ ἁρμοδίου Ββαθμίου Ἐκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου οὔτε προκειμένου περί Μητροπολιτῶν εἰς ἔκκλητον ἐνώπιον τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου.
2. Ἡ ἔφεσις καί τό ἔκκλητον ἐν γένει προϋποθέτουν τήν ὕπαρξιν νομικοῦ λόγου ἐφέσεως ὁ ὁποῖος ἐν προκειμένῳ δέν ὑφίσταται ἤ τήν ὕπαρξιν σφάλματος εἰς τήν Ἀπόφασιν τοῦ ἀποφανθέντος Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου τό ὁποῖον ὡσαύτως δέν ὑφίσταται διότι τό ἀποφασίσαν τήν καθαίρεσιν Πρωτοβάθμιον δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικόν Δικαστήριον δέν ἔκρινε κατ’οὐσίαν τήν ὑπόθεσιν οὔτε ἐξέδωκε κρίσιν ἐπί σχηματισθείσης Κανονικῆς δικογραφίας, οὔτε ἠρμήνευσεν Νόμον τινα κατά τρόπον λανθασμένον, ἀλλά διέταξε τήν καθαίρεσιν «ἄνευ ἑτέρας τινός διαδικασίας» διότι δέν ἠδύνατο νά ἀποφασίσῃ διαφορετικῶς. Συνεπῶς ἐπαναλαμβάνω καί αὖθις, οὔτε ἔφεσις ἐνώπιον τοῦ Ββαθμίου δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικοῦ Δικαστηρίου χωρεῖ οὔτε ἔκκλητον ἐνώπιον τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου.
3. Ἐν ὄψει τῶν προεκτεθέντων τό αἴτημα τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς καί προφορικῶς ἔχω ἀναφέρει εἰς Ὑμᾶς θά ἔδει νά ἑρμηνευθῇ ὡς ἁπλή ὑπόδειξις μή λαμβάνουσα ὑπ’ ὄψιν αὐτῆς τά ἀνωτέρω καί ὄχι ἀσφαλῶς ὡς ἐντολή πρός Αὐτοκέφαλον, ἀνεξάρτητον καί Αὐτοδιοίκητον Ἐκκλησίαν διότι ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικός Πατριάρχης τοιαύτην ἁρμοδιότητα καί δυνατότητα καί κατά τό Κανονικόν δικαιϊκόν πλαίσιον καί κατά τό Νομικόν σύστημα ρυθμίσεως σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐν Ἑλλάδι δέν κέκτηται. Θά ἠδύνατο ὅμως ἀντί ὅλης αὐτῆς τῆς ἐμπλοκῆς νά κάμῃ χρῆσιν τῆς ἐκκλήτου αὐτοῦ δικαιοδοσίας, τήν ὁποίαν πάντες ἀποδεχόμεθα ὁμοφώνως, ἀπορρίπτων ὡς ἀπαραδέκτως ἀσκηθείσας τάς ἐνώπιον Αὐτοῦ ὑποβληθείσας ἐκκλήτους προσφυγάς τοῦ πρώην Μητροπολίτου Ἀττικῆς.
4. Κατόπιν τῶν προεκτεθέντων ἡ σύγκλησις τοῦ Β΄βαθμίου δι’ Ἀρχιερεῖς Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τῇ Ὑμετέρᾳ Προσκλήσει παρίσταται ὡς μία μή σύννομος ἐνέργεια καί μή ἐρειδομένη ἐπί Νομικῆς προβλέψεως καί προϋποθέσεως καί φυσικά ὡς μία πλήρως ἀλυσιτελής διαδικασία πού δυστυχῶς θά ἐμπλέξῃ τόσον τήν Ὑμετέραν Γεραράν Μακαριότητα ὅσον καί τούς ἀποδεχθησομένους τήν Ὑμετέραν πρόσκλησιν καί συμμετέχοντας εἰς τήν ὡς ἄνω παράνομον διαδικασίαν εἰς ἐνδεχομένους ποινικάς εὐθύνας διά παράβασιν καθήκοντος καί ἀπιστίαν περί τήν ὑπη ρεσίαν.
Κ Α Τ Α Τ Α Υ Τ Α
Ἀδυνατῶ ἵνα συμπράξω εἰς μίαν τοιαύτην ἔκνομον ἐνέργειαν καί διά τόν λόγον αὐτόν δέν ἀποδέχομαι τήν ὑπ’ ἀριθ. 664/372/22.2.2010 Ὑμετέραν Πρόσκλησιν.
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ