ΜΗΝΥΜΑ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ. Σεραφείμ για την Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή (2012)

Ἀγαπητοί Πατέρες καί Ἀδελφοί,

Βρισκόμαστε, στά πρόθυρα αὐτῆς τῆς εὐλογημένης περιόδου πού εἶναι ἡ πιό ὄμορφη περίοδος τοῦ ἔτους, ἡ πιό κατανυκτική ἡ πιό πλούσια σέ πνευματικές ἀφορμές καί εὐκαιρίες. Τό ἀπόγευμα ἡ λειτουργική ἀτμόσφαιρά της θά γίνει κατανυκτικότερη ἐξωτερικά∙ Ἀλλάζει καί ὁ χαρακτήρας τῶν ἀκολουθιῶν: οἱ γνωστές καθημερινές Θεῖες Λειτουργίες θά δώσουν τή θέση τους στίς ἔκτακτες Λειτουργίες τῶν Προηγιασμένων Δώρων, κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή.

 

Ἐπιπλέον, οἱ Κατανυκτικοί Ἑσπερινοί, οἱ Χαιρετισμοί, τά Μεγάλα Ἀπόδειπνα, ὁ Μέγας Κανών, ὁ ἰδιάζων χαρακτήρας τῆς καθεμιᾶς ἀπό τῖς ἑορτές πού ἔχουμε μπροστά μας εἶναι καί πάλι μιά αἴσθηση καί βίωσι τοῦ οὐρανοῦ. Καί ὅλα αὐτά τά δένει ἡ αὐστηρή νηστεία, πού ἀποτελεῖ τή σφραγίδα τῆς ταυτότητας αὐτῆς τῆς περιόδου.

 

Πῶς λοιπόν θά μπορούσαμε αὐτή τή στιγμή νά βοηθήσουμε τήν ψυχή μας, πού εἶναι δύσκαμπτη καί κλειστή, νά ἀνοίξει, νά γίνει πιό εὐέλικτη, πιό εὐκίνητη περί τά πνευματικά, καί νά μπορέσει νά θέσει σέ ἐφαρμογή αὐτό πού ἔχει ὡς ὄνειρο, ὡς πόθο καί ὡς προσδοκία, ὥστε νά διευκολυνθεῖ ἡ εἴσοδος τῆς χάριτος καί τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ καί νά φανερωθεῖ κάποιο ἀποτέλεσμα στή ζωή μας; Ἄς σταθοῦμε σέ τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά, τά ὁποία προκύπτουν μέσα ἀπό τήν Κυριακή αὐτή τῆς Τυροφάγου.

 

Τό πρώτο στοιχεῖο εἶναι ὁ ἀγώνας. Χρειάζεται ἡ ψυχή μας μιά ἀπόφαση γιά ἀγώνα, γιά ἔξοδο ἀπό τή χαλάρωση καί τήν εὐκολία, γιά ἐντονότερη προσπάθεια, γιά ἄσκηση. Νά κάνει κανείς ὅ,τι μπορεῖ, λίγο παραπάνω ἀπ’ ὅσο νομίζει ὅτι μπορεῖ. Νά τεντώσει τίς δυνατότητές του πέρα ἀπό τά γνωστά ὅριά του. Νά μπορέσει νά στοχεύσει στό τί ἀκριβῶς χρειάζεται ἡ ψυχή του. Ἀκούσαμε ὅτι: «Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται». Ἀναφέρεται σέ ἕνα στάδιο ἀρετῶν καί ἀγώνων πού ἤδη ἔχει ἀνοίξει καί προτρέπει ὅποιον θέλει, χωρίς ἀναστολές, νά εἰσέλθει: «οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε». Καί παρακάτω χρησιμοποιεῖ τή λέξη «ἀντιμαχησόμεθα», πού ἐκφράζει τό μαχητικό φρόνημα μέ τό ὁποῖο πρέπει νά ἀνταποδώσουμε τίς ἐπιθέσεις πού δεχόμαστε, γιά νά μπορέσουμε, ὁπλισμένοι μέ τά ὅπλα τῶν ἀρετῶν νά προχωρήσουμε νικηφόρα σέ αὐτό τόν ἀγώνα. Ὁ ὁπλισμός τῶν ἡμερῶν ἔχει ὡς θώρακα τήν προσευχή, ὡς περικεφαλαία τήν ἐλεημοσύνη, ὡς μάχαιρα τήν νηστεία. Ὁ ὑμνογράφος χρησιμοποιεῖ πολεμική διάλεκτο, ἡ ὁποία δέν ὀπφείλεται σέ φιλολογική συγκυρία ἤ φραστικό τέχνασμα, ἀλλά στό ὅτι στοχεύει νά περιγράψει τό ἀγωνιστικό φρόνημα μέ τό ὁποῖο κάθε πιστός καλεῖται νά ριχθεῖ στό στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι πολύ σημαντικό κάθε μέρα, κάθε λεπτό νά μπορεῖ ὁ καθένας μας νά τοποθετεῖται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά ἐξομολογεῖται, διακρίνοντας στό βάθος τῆς ψυχῆς του τά ἐλαττώματα, τίς ἀδυναμίες, τά πάθη ἐναντίον τῶν ὁποίων καί πρέπει νά ἀγωνισθεῖ. Λέγει πάλι ἕνα τροπάριο ὅτι καλή εἶναι ἡ νηστεία τῶν «βρωμάτων», δηλαδή τῶν τροφῶν, ἀλλά «νηστεία ἀληθής ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις», πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι, παράλληλα μέ τόν ἀγώνα τῆς νηστείας, πρέπει νά κάνουμε καί τόν οὐσιαστικότερο ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Καί ἔχουμε ὅλοι μας πάθη! Πάθη κρυμμένα, πάθη τά ὁποία δέν θέλουμε νά ὁμολογοῦμε οὔτε στόν ἑαυτό μας, πάθη καί ἀδυναμίες πού βασανίζουν τήν ψυχή μας καί πού τήν κρατοῦν δέσμια, ἀπαγορεύοντάς της νά ἀπελευθερωθεῖ καί νά πετάξει λίγο πιό ψηλά ἀπό τόν κόσμο στόν ὁποῖο βρίσκεται.

 

Τό πρῶτο λοιπόν στοιχεῖο στό ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία εἶναι νά ἐντοπίσουμε τήν ἀδυναμία μας καί μέ τή συνεργία καί βοήθεια τῶν πνευματικῶν μας, μέσα στίς στιγμές τῆς ἡσυχίας μας, νά διακρίνει ὁ καθένας μας τό δικό του πάθος – ὄχι τοῦ διπλανοῦ του ἀπό τό ὁποῖο θέλει ὁ ἴδιος νά ἀπαλλαγεῖ, – ἀλλά τή δική του ἁμαρτία, αὐτή πού καί στόν ἑαυτό του ἀκόμη ἀρνεῖται νά ὁμολογήσει.

 

Ἡ εὐκαιρία τῆς νηστείας εἶναι μεγάλη. Δι’ αὐτῆς, ἡ Ἐκκλησία μᾶς εἰσάγει σέ ἕναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς φύσεώς μας, διότι ἔχουμε ὅλοι τήν τάση τῆς λαιμαργίας, ἔχουμς σκιρτήματα πολύ βαθειά φυτευμένα, πού πραγματικά παγιδεύουν τή βούληση, παραλύουν τή θέληση καί πνίγουν τήν ἐλευθερία μας. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού ἡ νηστεία εἶναι τόσο ριζωμένη στή ζωή, τήν παράδοση καί τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά λοιπόν μιά καλή εὐκαιρία νά ἀρχίσουμε τόν ἀγώνα αὐτῆς τῆς περιόδου ἀπό τή νηστεία, ἀπό κάτι πού εἶναι ἴσως ἐξωτερικό, εἶναι ὅμως καί τόσο σημαντικό.

 

Τό δεύτερο στοιχεῖο στό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά σταθοῦμε εἶναι ἡ συγχώρεση. Αὐτό πού ζητάει ἡ Ἐκκλησία ἀπό μᾶς εἶναι ἡ διπλή συγχώρηση;μέ τούς ἀδελφούς μας καί μέ τόν Θεό.

 

Τί θά πεῖ συγχώρηση; Συγχώρηση θά πεῖ νά ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας γιά νά φιλοξενηθεῖ στό χῶρο της ὁ συνανθρωπός μας, ὁ γείτονάς μας, ὁ συγγενής μας, ἡ γυναίκα ἤ ὁ ἄντρας μας, τά παιδιά μας, τά ἀδέλφια μας, οἱ συνάνθρωποί μας – ὅποιος μᾶς περιβάλλει καί ὅποιος ἐνδεχομένως μᾶς δημιουργεῖ κάποια δυσκολία στή σχέση μας μαζί του. Εἶναι τόσο δύσκολο πολλές φορές νά ἔχουμε τήν ἀρχοντιά νά ζητήσουμε οἱ ἴδιοι συγγνώμην! Ἤ νά ἔχουμε τό θάρρος νά δεχθοῦμε τήν αἴτηση τῆς συγγνώμης ἀπό τόν ἄλλο καί νά διαγράψουμμε αὐτό πού μᾶς χωρίζει, αὐτό πού μᾶς πικραίνει, αὐτό πού μᾶς κάνει ὄχι μόνο νά μή νιώθουμε τόν διπλανό μας ὡς ἀδελφό, ἀλλά νά μήν τόν νιώθουμε κἄν ὡς πλησίον.

 

«Συν – χώρεση»∙ αὐτό τό «σύν – » σημαίνει «μαζί». Τόν ἀγώνα αὐτόν πρέπει νά τόν κάνουμε, ὅπως μᾶ λέει ἡ Ἐκκλησία μας, μέσα ἀπό μιά ζωή συμφιλίωσης – κι ἐδῶ ὑπάρχει τό «συν – ». Ἡ συγχώρηση ὁδηγεῖ στή συμφιλίωση, ἡ συμφιλίωση στήν συναδέλφωση, ἡ συναδέλφωση στή συμπόρευση, στή συνάθληση, καί τέλος, σ’ αὐτό πού ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφει, στήν εὐλογημένη κατάσταση τοῦ νά γίνουμε σύμψυχοι, «τό ἕν φρονοῦντες» (Φιλ. 2,2), «ἐν μιᾷ ψυχῇ συναθλοῦντες» (Φιλ. 1,27)∙ νά εἴμαστε ἑνωμένοι στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀγάπης πού Αὐτός δίδαξε καί ἐνέπνευσε σ’ ἐμᾶς.

 

«Συγχώρηση», «συμφιλίωση», «συναδελφωση», «συμπόρευση», «συνάθληση», καί ἡ κατάσταση τοῦ νά εἴμαστε «σύμψυχοι», ὁμόφρονες καί, ἀκόμη περισσότερο, ὁμόψυχοι, μέ μιά ψυχή, ἐνωμένοι στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.

 

Ὑπάρχει ὅμως καί μία ἄλλη κλίμακα ἐξαγιασμοῦ καί σωτηρίας, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπό μία ἄλλη συγχώρηση, τή συγχώρεσή μας ἀπό τόν Θεό, ἡ μετάνοια πού λένε τά τροπάρια. Πόσα δέν ἔχουμε κάνει πού μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό Αὐτόν! Πόσα δέν ἔχουμε κάνει πού μᾶς κάνουν δύσκολη τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας Του στή ζωή μας! Ἐμεῖς φταῖμε πού δημιουργοῦμε τήν ὁμίχλη τῶν παθῶν μας, ἐμεῖς φταῖμε πού ἔχουμε αὐτή τή θολούρα τῶν ἀδυναμιῶν μας. Μᾶς λείπει ἡ ἀρχοντιά καί ἡ ἐλευθερία τῆς ὁμολογίας τῆς ἁμαρτίας μας.

 

Οἱ εὐαγγελικές περικοπές τῶν τριῶν τελευταίων Κυριακῶν, ἡ πρώτη τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, ἡ δεύτερη τοῦ Ἀσώτου καί ἡ τρίτη τῆς Κρίσεως, ἔχουν μεταξύ τους ἕνα κοινό σημεῖο: παρουσιάζουν τήν ἁμαρτία ὡς ἁμαρτία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Βλέπουμε τόν Τελώνη νά πηγαίνει στό ναό γιά νά ζητήσει συγγνώμην καί νά ἀπευθύνεται στόν Θεό λέγοντας: «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Ἐνῶ ὡς Τελώνης ἁμάρτησε ἔναντι τῶν συνανθρώπων του, συγχώρηση ζητάει πρωτίστως ἀπό τόν Θεό στόν χώρο τοῦ ναοῦ.

 

Ἀλλά καί ὁ Ἄσωτος: «ἤμαρτον εἰς τόν οὐρανόν καί ἐνώπιόν Σου» (Λουκ. 15,21), λέει πρός τόν πατέρα του – ὁ πρῶτος ἔναντι τοῦ ὁποίου ἁμάρτησα δέν εἶσαι ἐσύ, ὁ πατέρας μου, πού κατασπατάλησα τήν περιουσία σου, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός τοῦ ὁποίου κατέχρανα τήν εἰκόνα, λέρωσα καί σπίλωσα τήν τίμια εἰκόνα μέ τήν ὁποία περιποιήθηκε τήν ὕπαρξη καί τήν ὑπόστασή μου.

 

Καί στήν τρίτη παραβολή, τήν παραβολή τῆς Κρίσεως, βλέπουμε ὁ ἴδιος ὁ Θεός νά λέει: «Ἐπείνασα καί οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί οὐκ ἐποτίσατέ με» (Ματθ. 25,42) – αὐτό πού δέν κάνατε στόν συνἀνθρωπό σας δέν τό κάνατε σέ μένα∙ στό πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ εἶμαι ἐγώ, ἄρα ἡ ἁμαρτία σας εἶναι ἁμαρτία πού ἀνάγεται σέ μένα.

 

Καί οἱ δικές μας ἁμαρτίες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, πού ἔχουν ὡς βάση τους τόν ἐγωϊσμό καί τή φιλαυτία, τή φιληδονία, τή φιλοϋλία, τή φιλαργυρία, τόν ὑλισμό, τήν πνευματική μας μυωπία, εἶναι ἁμαρτίες πού καταστρέφουν καί καταβροχθίζουν τίς σχέσεις μας μέ τούς συνανθρώπους καί τούς ἀδελφούς μας. Ἀποτελοῦν ὅλες μαζί τή μία ἁμαρτία πού διαπράττουμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔβαλε τή σφραγίδα τῆς εἰκόνας Του καί μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά φθάσουμε μέ τή χάρι Του στήν ὁμοίωσή Του. Κι ἐμεῖς ἀμαυρώσαμε καί τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωσιν. Ἔτσι, ζοῦμε σ’ αὐτή τή ζωώδη κατάσταση τῆς καθημερινότητάς μας. Δέν μεταμορφώνεται ὀ ἑαυτός μας, δέν ἀναγεννᾶται, δέν ζεῖ κάπως πνευματικά, δέν λειτουργεῖ ὡς συγγενής τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

 

Στεκόμαστε λοιπόν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ζητοῦμε αὐτή τή δεύτερη συγχώρηση. Ἀφοῦ συμφιλιωθοῦμε μέ τούς ἀδελφούς μας, μέ τούς διπλανούς μας, καί αἰσθανθοῦμε λιγάκι ὅτι γκρεμίζονται τά τείχη πού μᾶς χωρίζουν, προχωροῦμε στήν ἄλλη συμφιλίωση, τή συμφιλίωση μέ τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα μας. Αὐτή ἡ συμφιλίωση, αὐτή ἡ συγχώρηση βάζει τόν Θεό στόν χῶρο τῆς ψυχῆς μας. Ἔτσι, ἀρχίζουν νά ἐμφανίζονται τά ἀποτυπώματα τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειάς Του μέσα στήν καρδιά μας, νά ἐκφράζονται οἱ ἐσωτερικοί, οἱ πνευματικοί «ἀλάλητοι στεναγμοί» τῆς παρουσίας Του. Ἔτσι, εἰσέρχεται ἡ χάρις Του, κοινωνεῖται ἡ θεία φύση Του καί καθίσταται ὁρατό τό πρόσωπό Του.

 

Ὑπάρχουν ἄλλα δύο «συν – » τῆς «συν – χώρησης». Λέγεται στό βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου (καί περιγράφεται ἀναλυτικά ἀπό τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη) πώς σέ αὐτό τόν ἀγώνα πού κάνουμε ζητοῦμε καί ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή συμπαράσταση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ἡ δική μας αἴτηση συγγνώμης ἀπό Αὐτόν Τόν καθιστᾶ «συνεκπολεμοῦντα» (πρβλ. Δευτ. 1,3) μαζί μας, τοῦ ἐπιτρέπει. Αὐτός νά πολεμᾶ γιά ἐμᾶς καί νά φέρνει σέ πέρας τόν δικό μας ἀγώνα.

 

Κι ἀκόμη παραπάνω, ἔχουμε ἀνάγκη νά γινόμαστε «συμπορευόμενοι» μέ Αὐτόν. Ὄχι νά συμπορεύεται ὁ Θεός στόν δικό μας ἀγώνα – αὐτό εἶναι τό προηγούμενο – ἀλλά νά συμπορευόμαστε ἐμεῖς στή δική Του πορεία καί ὁδό. Τό βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων θά ψάλουμε: «Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’ Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς». Αὐτή ἡ συγχώρηση πού θά ζητήσουμε ἀπό τόν Θεό θά μᾶς δώσει μέν τήν αἴσθηση ὅτι στόν ἀγώνα μας καί στήν πορεία μας εἶναι καί Αὐτός συνοδοιπόρος, ταυτόχρονα ὅμως θά μᾶς ὁδηγήσει καί στό νά μπορέσουμε κι ἐμεῖς νά πορευθοῦμε τή δική Του ὁδό∙ νά συσταυρωθοῦμε, νά ζήσουμε τό πάθος Του, γιά νά μπορέσουμε νά συζήσουμε μαζί Του καί νά συναντηθοῦμε.

 

Ἐκτός ἀπό τόν ἀγώνα καί τή συγχώρηση, ὑπάρχει καί ἕνα τρίτο στοιχεῖο πού προσδιορίζει τόν χαρακτήρα αὐτῆς τῆς εὐλογημένης περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Εἶναι τό στοιχεῖο τῆς χαρᾶς. Ξεκινοῦμε τήν προετοιμασία μας γιά τό Πάσχα μέ διάθεση ἀγωνιστική. Ξεκινοῦμε μέ τήν ἐπιθυμία τῆς συμφιλίωσης μέ τούς ἀδελφούς καί τῆς συγχώρησης μέ τόν Θεό. Ὁ ἀγώνας ὅμως καί ἡ συγχώργηση δέν μποροῦν νά τελεσφορήσουν ἄν ἡ καρδιά μας διατηρεῖ τή μιζέρια καί τήν κακομοιριά της, ἄν δέν κυριαρχεῖται ἀπό μεγάλη καί ἐσωτερική χαρά.

 

«Τόν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγῶνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες», λέγει τό τροπάριο – αὐτό τόν ἀγώνα μέ χαρά νά τόν ξεκινήσουμε. Σέ ἄλλο δέ σημείο ἔλεγε: «Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν ἡμῶν», ἔφθασε ἡ λάμψη καί ὁ φωτισμός Του στήν ψυχή μας. Γι’ αὐτό προτρεπόμαστε νά εἴμαστε «πνευματικῶς ἐναγαλλιώμενοι» – γεμάτοι ἐσωτερική καί πνευματική χαρά – καί ἔτσι νά ξεκινήσουμε. Ἀλλά καί τά τροπάρια τῆς ἑπόμενης ἑβδομάδος ὑπογραμμίζουν τήν ἀνάγκη νά διεξάγουμε αὐτό τόν ἀγώνα καί νά διεξέλθουμε τήν πορεία αὐτή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς χαρούμενα, δοξολογικά, ἐλπιδοφόρα.

 

Θά κλείσουμε μέ ἕνα τέταρτο γνώρισμα τῆς Τεσσαρακοστῆς: τόν στόχο τῆς Ἀναστάσεως. Λέγει ἕνα τροπάριο: «ἀξιωθείημεν κατιδεῖν τό Ἅγιον Πάσχα». Τά τροπάρια σήμερα, ἀπό τήν πρώτη μέρα, μιλοῦν γιά τό τέλος τῆς περιόδου, γιά τό Πάσχα. Ἕνα ἄλλο λέγει νά «καταντήσωμεν» στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, νά φθάσουμε δηλαδή εὐλογημένα στό τέλος καί στόν στόχο μας, πού εἶναι ὁ ἑορτασμός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ∙ ὄχι ἀσφαλῶς μέ ἐξωτερικούς μόνο τρόπους ἀλλά κυρίως μέ πνευματικούς – νά ἐπιτρέψουμε στόν ἑαυτό μας νά ζήσει αὐτή τή χαρά καί τή δόξα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ.

 

Ἔχουμε μπροστά μας μιά ἐκπληκτική εὐκαιρία, μέ μοναδικές ἀφορμές καί μέ ὄμορφες δυνατότητες, γιά νά μπορέσει ὁ καθένας μας νά ξεκινήσει φιλότιμα καί ὅσο πιό ἔντονα μπορεῖ αὐτό τόν ἀγώνα τῆς νηστείας τῶν «βρωμάτων», τῶν τροφῶν, ἀλλά καί τῆς νηστείας τῶν παθῶν∙ νά συγχωρεθοῦμε μεταξύ μας καί νά συμφιλιωθοῦμε, νά μή θεωροῦμε ὅτι ὁ ἄλλος εἶναι αὐτός πού χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος ἐναντίον μας, ἀλλά ὅτι εἶναι, ἀκόμη καί μέ τά ἐλαττώματά του, αὐτός πού φέρνει ὁ Θεός στόν δρόμο καί στήν πορεία μας. Καί ἔτσι ἀγκαλιασμένοι, ἐνωμένοι καί σύμψυχοι, ἀφοῦ ζητήσουμε καί τή συγγνώμη τοῦ Θεοῦ, νά φθάσουμε γεμάτοι χαρά στόν στόχο μας, πού εἶναι ἡ βίωση τῆς εὐλογίας τῆς Ἀναστάσεως.

 

Σᾶς εὔχομαι, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Θεός πράγματι νά εἶναι περών αὐτές τίς μέρες στή ζωή μας – στή ζωή ὅλων! – νά συνεκπολεμεῖ μαζί μας καί νά φέρνει εἰς πέρας τόν ἀγώνα μας. Καί καθώς θά περνᾶνε οἱ ἑβδομάδες καί θά πλησιάζουμε «ἐγγύτερον ἤ ὅτε ἐπιστεύσαμεν», ἤ ὅτε ξεκινήσαμε τόν ἀγώνα μας πρός τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, νά νιώθουμε ἤδη τήν αὔρα τῆς παρουσίαςτοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στή ζωή μας.

 

Καλή καί εὐλογημένη Τεσσαρακοστή!

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

 

+ ὁ  Πειραιῶς   ΣΕΡΑΦΕΙΜ