ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΤΙΜΗΣΕ ΤΗΝ ΑΓΙΑ Η΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ
ΕΙΣ ΤΟΝ Ι. ΝΑΟ ΑΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἐν Πειραιεῖ τῇ 11ῃ Φεβρουαρίου 2020
Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν σταματᾶμε τήν ἀρίθμηση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων στήν Ζ΄ (7η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο τοῦ ἔτους 787 μ.Χ. κατά τῶν αἱρετικῶν καί χριστιανοκατηγόρων εἰκονομάχων, ἀλλά ἀριθμοῦμε ὡς Ἁγίες καί Οἰκουμενικές Συνόδους καί ἄλλες δύο Συνόδους : α) τήν ἐπί Μ. Φωτίου Σύνοδο τοῦ 879-880 μ.Χ., ἡ ὁποία εἶναι ἡ Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος καί β) τήν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Σύνοδο τοῦ ἔτους 1351 μ.Χ., ἡ ὁποία εἶναι ἡ Θ΄ (9η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τῶν ὁποίων τήν Οἰκουμενική περιωπή τῶν δύο αὐτῶν Συνόδων ἀνεγνώρισε ἀκόμη καί ἡ ἐν Κρήτῃ συνελθοῦσα «Σύνοδος».
Ἡ ἐν τῆ ἁγία Σοφία Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη κατά τά ἔτη 879-880 μ.Χ. ἐπί βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος. Συμμετεῖχαν 383 ἅγιοι καί θεοφόροι Πατέρες ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, πού ἐκπροσωποῦσαν τά πέντε Πρεσβυγενή Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μέγας Φώτιος, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ πρόεδρος τῆς Συνόδου, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ ὀρθοδόξου τότε πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, Πέτρος ὁ πρεσβύτερος, μαζί μέ τόν Παῦλο καί τόν Εὐγένιο, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ πατριάρχου Ἱεροσολύμων Θεοδοσίου, Ἠλίας ὁ πρεσβύτερος, ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Μιχαήλ, Κοσμᾶς ὁ πρεσβύτερος, καί ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Θεοδοσίου, Βασίλειος Ἐπίσκοπος Μαρτυρουπόλεως.
Ἡ Σύνοδος συνεκλήθη, γιά νά παύσει τά σκάνδαλα, πού ἀκολούθησαν μεταξύ τῶν Ἀνατολικῶν καί τῶν Δυτικῶν, σχετικά μέ τήν Βουλγαρία καί γιά νά ἑνωθοῦν οἱ ἀποσχισθέντες Ἐπίσκοποι ἐξαιτίας τῆς ἀποπομπῆς τοῦ πρώην Κωνσταντινουπόλεως Ἰγνατίου καί τῆς χειροτονίας τοῦ Ἁγίου Φωτίου. Ἡ Σύνοδος, ἐπίσης, ἀνεκήρυξε ὡς Οἰκουμενική τήν Ζ΄ (7η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο[1].
Τά κύρια θέματα, πού συζητήθηκαν στή Σύνοδο ἦταν τά ἑξῆς πέντε : α) τό πρωτεῖο τοῦ πάπα Ρώμης, β) τά λειτουργήματα στήν Ἐκκλησία καί οἱ μεταξύ τους σχέσεις, γ) τά τοπικά ἔθιμα, δ) ἡ ἀθρόα χειροτονία καί ε) τό Filioque, δηλ. ἡ παράνομη καί αἱρετική προσθήκη τῆς καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τά Πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς δημοσιεύθηκαν ἀπό τόν Ἱερό Δοσίθεο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων στό βιβλίο του «Τόμος Χαρᾶς»[2], πού ἐκδόθηκε στό Ρήμνιο τῆς Οὐγγροβλαχίας τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1705.
Ἡ Σύνοδος τῶν ἐτῶν 879-880 μ.Χ. ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς Η’ (8η) Οἰκουμενική Σύνοδος. Διασώζει ὅλα τά ἐξωτερικά καί ἐσωτερικά στοιχεῖα τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἡ Σύνοδος αὐτή εἶναι καί λέγεται Οἰκουμενική, ἐπειδή α) συνεκλήθη ἀπό τόν αὐτοκράτορα Βασίλειο τόν Μακεδόνα, β) παρέστησαν σ’ αὐτήν οἱ ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων, προήδρευσε ἡ μεγάλη πατερική φυσιογνωμία τοῦ Μεγάλου Φωτίου καί οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ὀρθοδόξου τότε πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, γ) ἀσχολήθηκε μέ σοβαρά δογματικά, ἐκκλησιολογικά καί κανονικά θέματα, δ) οἱ ἀποφάσεις της ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. εἶναι σύμφωνες μέ τήν ὅλη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ε) ὑπῆρξε συμφωνία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία φαίνεται ἀπό τίς ὑπογραφές τους στά διορισθέντα καί κανονισθέντα ἀπό τήν Σύνοδο, καί ἡ ὁποία συμφωνία εἶναι ὁ συστατικός χαρακτήρας, πού καθιστᾶ μία Σύνοδο Οἰκουμενική, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[3], καί στ) ἡ Σύνοδος αὐτή χαρακτηρίσθηκε ὡς Οἰκουμενική ἀπό πολλούς ἁγίους Πατέρες καί διδασκάλους, ὅπως τόν Θεόδωρο Βαλσαμώνα, τόν Νεῖλο Θεσσαλονίκης, τόν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τόν Νεῖλο Ρόδου, τόν Μακάριο Ἀγκύρας, τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τόν ἅγιο Μάρκο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, τόν ὅσιο Ἰωσήφ Βρυέννιο, τόν ἅγιο Γεννάδιο Σχολάριο, τόν ἱερό Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, τόν Κωνσταντῖνο Οἰκονόμου κ.ἄ, ἀλλά καί ἀπό νεωτέρους, ὅπως τόν μακαριστό Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρό Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεο[4], τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἱερεμία[5], τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἀβύδου κ. Κύριλλο Κατερέλο[6], τόν αἰδεσιμολογιώτατο πρεσβύτερο π. Φίλιππο Ζυμάρη[7] κ.ἄ.
Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τά πρακτικά τῆς Συνόδου αὐτῆς διαπιστώνει ὅτι ἡ ἴδια ἡ Σύνοδος ἔχει συνείδηση Οἰκουμενικῆς καί ἔτσι τήν τιτλοφοροῦν οἱ Βασιλεῖς, ὁ Μ. Φώτιος, οἱ λεγάτοι τοῦ τότε Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης καί τά μέλη Της. Ὁ ὅρος «Οἰκουμενική» ἀναφέρεται δεκάδες φορές στά πρακτικά. Ὅλα τά μέλη τῆς Συνόδου ἔχουν τήν συνείδηση ὅτι εἶναι συνέχεια τῆς Ζ’ (7ης) Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν ὁποία καί ἐπικυρώνουν ὡς Οἰκουμενική. Ἄρα, τό γεγονός ὅτι ἡ Ζ’ (7η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος ἐπικυρώθηκε ἀπό τήν Η΄(8η) Οἰκουμενική Σύνοδο, μεταξύ τῶν ἄλλων, δείχνει τήν σοβαρότητά της.
Μέ βάση τά παραπάνω δέν πρόκειται γιά κάποια πρωτοτυπία ἤ καινοτομία τό νά ἀποδεχθοῦμε, ὡς Ἱερά Μητρόπολη, ὡς Τοπική Ἐκκλησία, τήν ἐπί Μεγάλου Φωτίου Σύνοδο ὡς Οἰκουμενική καί νά τά τιμοῦμε ἐκκλησιαστικῶς.
Στό σημεῖο αὐτό κρίνεται ἀπαραίτητο νά γίνει μιά μικρή ἀναφορά σέ δύο ἀπό τά θέματα, πού ἀπασχόλησαν τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο γιά νά φανεῖ ἡ σπουδαιότητα τῆς Οἰκουμενικῆς Αὐτῆς Συνόδου. Τά θέματα αὐτά εἶναι Α) Τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου Πάπα Ρώμης καί β) ἡ αἵρεση τοῦ Filioque
Α) Τό πρῶτο σημεῖο, πού ἀπασχόλησε τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, σχετίζεται μέ τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης. Ἡ συζήτηση, πού ἔγινε στή Σύνοδο μεταξύ τοῦ Μ. Φωτίου, τῶν ἀνατολικῶν ἐκπροσώπων, ἀλλά καί τῶν ἐκπροσώπων τοῦ τότε Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης Ἰωάννου Η΄, ἔδειξε ξεκάθαρα ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης ἔχει πρωτεῖο μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέ σαφῆ ἐκκλησιολογικά ὅρια, ὅπως αὐτά προσδιορίζονται ἀπό τόν 34ο Ἀποστολικό Κανόνα. Δηλ. εἶναι πρῶτος μόνο κατά τά πρεσβεῖα ἐντός καί ὄχι ὑπεράνω της Ἐκκλησίας. Κατά τήν θεώρηση αὐτή, κάθε Ἐπίσκοπος, πού δέν τηρεῖ τό πνεῦμα τοῦ Ἀποστολικοῦ Κανόνος, θέτει τόν ἑαυτό του ἐκτός Ἐκκλησίας καί καθαιρεῖται ἤ ἀφορίζεται. Οἱ πάπες Ρώμης δέν ἀποτελοῦν ἐξαίρεση.
Ὁ Μέγας Φώτιος καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Συνόδου αὐτῆς ὑποστήριξαν τά πρεσβεῖα τιμῆς ὡς ἀναγκαία ἐκκλησιολογική ἀρχή γιά τήν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας. Κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς, ὅμως, ἡ διατήρηση αὐτή τῆς ἑνότητας σαφῶς δέν νοεῖται ὡς ἐπιβολή ἀπό ἕνα πρῶτο, ὁ ὁποῖος βρίσκεται ὑπεράνω της Ἐκκλησίας ὡς αὐθεντία. Ἡ θέση αὐτή σαφῶς ἐκφράζεται σέ ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Φωτίου, στήν ὁποία τονίζει τήν Ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τοῦ Εὐαγγελικοῦ χωρίου «κἀγώ δέ σοί λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος καί ἐπί ταύτην τήν πέτραν οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν…» Ματθ. ις΄ 18-19. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή ὁδηγεῖ στήν καίρια ἐκκλησιολογική ἀρχή ὅτι ὁ κάθε ἐπίσκοπος εἶναι ἰσότιμος ὡς πρός τήν ἀρχιερωσύνη του. Ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης καί ὄχι ὁ σημερινός αἱρεσιάρχης ἔχει τό προνόμιο τῆς τιμῆς καί πρέπει νά τηρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτό τό προνόμιο πρέπει νά γίνεται μέσα στό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης δέν ἔχει ἁρμοδιότητες σέ ἄλλες ἐκκλησιαστικές περιφέρειες. Ὅταν ὁ πάπας Ρώμης δέν τηρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες καί θέτει τόν ἑαυτό του ὑπεράνω της Ἐκκλησίας, τότε μπορεῖ νά καθαιρεθεῖ, ὅπως συνέβη μέ τόν πάπα Νικόλαο Α’, πού καθαιρέθηκε, γιατί ἀναμείχθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Βουλγαρία.
Εἶναι πολύ χαρακτηριστικός ὁ α΄ Ἱερός Κανόνας, πού συνέταξε ἡ Σύνοδος αὐτή κατά τήν πέμπτη πράξη της, ὁ ὁποῖος θεσπίζει τήν αὐτονομία κάθε ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως σέ θέματα τάξεως καί πειθαρχίας. Μέ τόν Ἱερό αὐτόν Κανόνα γίνεται ἀποδεκτό τό Συνοδικό Σύστημα διοικήσεως καί ἀποσαφηνίζεται ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ Ὀρθοδόξου πάπα Ρώμης δέν εἶναι πρωτεῖο ἐξουσίας, ἀλλά πρωτεῖο τιμῆς, δηλ. ὁ Ὀρθόδοξος πάπας Ρώμης καί ὄχι ὁ σημερινός πού αὐτός καί οἱ προκάτοχοί του ἔχουν ἐκπέσει ἀπό τό ἔτος 1014 εἰς δεινές αἱρέσειςδέν εἶναι κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι ἡ πηγή τῆς ἱερωσύνης κ.ἄ., καί κατά συνέπεια, δέν ἔχει ἁρμοδιότητα στίς ἄλλες ἐκκλησιαστικές διοικήσεις. Ὁ Ἱερός αὐτός Κανόνας ἔχει καίρια ἐκκλησιολογική σημασία καί ἀποτελεῖ ἐπανορθωτικό διάβημα κατά τῆς πυραμιδικῆς δυτικῆς «παγκόσμιας» ἐκκλησιολογίας, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε στή ληστρική Σύνοδο τοῦ 869-870, κατά τήν ὁποία ἡ μόνη ἀληθινή Τοπική Ἐκκλησία, μέ τήν ἔννοια τῆς καθολικότητας, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ μία παγκόσμια Ἐκκλησία, καί ὁ μόνος οὐσιαστικός ἐπίσκοπος εἶναι ὁ πάπας Ρώμης.
Β) Τό δεύτερο σημεῖο, πού ἀπασχόλησε τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι τό θέμα τοῦ Filioque, πού εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅτι δηλ. τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὡς ὑπόσταση ἀπό τόν Πατέρα καί τόν Υἱό.
Τό πρῶτο καί κύριο αἴτιο τοῦ σχίσματος τοῦ 1054, δηλ. τῆς ἀπόσχισης καί ἀποκοπῆς τοῦ πρεσβυγενοῦς Πατριαρχείου τῆς Δύσεως, τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ ἀπό τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Filioque. Τό Filioque εἶναι φοβερή αἵρεση, ἐπειδή α) εἶναι ἀντίθετο πρός τά ἀψευδέστατα λόγια του Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε ὅτι «τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται»[8]. Ἔχουμε δηλ. κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ. β) Εἶναι ἀντίθετο πρός τό Σύμβολο τῆς Πίστεως Νικαίας-Κων/λεως, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο «(πιστεύω) καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό Ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον». Ἔχουμε δηλ. ἀθέτηση καί τῶν δύο Ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Α΄ καί τῆς Β΄. γ) Εἶναι ἀντίθετο πρός τόν 7ο Ἱερό Κανόνα τῆς Γ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαγορεύει ὁποιαδήποτε πρόσθεση ἤ ἀφαίρεση στό Σύμβολο τῆς Πίστεως[9]. Ἔχουμε δηλ. ἀθέτηση καί τῆς Γ΄ Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Συνόδου. δ) Καταστρέφει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος καί συγχέει τά ἀκοινώνητα ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν τριῶν προσώπων. ε) Ὑποβιβάζει τό Ἅγιον Πνεῦμα στό ἐπίπεδο τοῦ κτίσματος, καί στ) εἰσάγει δυαρχία στήν Ἁγία Τριάδα. Ἐφόσον καί ὁ Υἱός εἶναι πηγή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄρα ἔχουμε δύο πηγές, δύο ἀρχές στήν Ἁγία Τριάδα, τόν Θεό Πατέρα καί τόν Υἱό. Βέβαια, πίσω ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Filioque δέν κρύβεται τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἄλλη φρικτή αἵρεση τοῦ πάπα Ρώμης, ἡ ὀφρύς, ἡ ἀλαζονεία, τό ἀλάθητο καί τό πρωτεῖο ἐξουσίας του, νά νομοθετεῖ μόνο αὐτός πάνω ἀπό τά παραδεδομένα ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπως θεολογεῖ μέ ὀξύνοια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[10].
Ἡ συζήτηση γιά τό σοβαρό αὐτό ζήτημα ἔγινε κατά τήν ἕκτη συνεδρία καί ἀποφασίσθηκε νά ἀπαγορευθεῖ αὐτή ἡ κακοδοξία. Μέ πρόταση τοῦ παρισταμένου Αὐτοκράτορα Βασιλείου, ἡ Σύνοδος ἀποφάσισε νά καταδικάσει τό Filioque, δηλ. τήν εἰσαγωγή στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπό τούς Φράγκους τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, πού εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι καί στήν Βουλγαρία.
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ἡ ἐπί Μ. Φωτίου Σύνοδος τοῦ 879-880 μ.Χ. εἶναι ὄντως ἡ Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἔτσι ἔχει περάσει στήν ἀλάνθαστη συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα, οἱ αἱρεσιάρχες πάπες Ρώμης δέν ἀριθμοῦν τήν Σύνοδο τοῦ 879-880 μ.Χ. ὡς τήν Η΄ (8η) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά στή θέση της ἀριθμοῦν τήν ληστρική σύνοδο τοῦ 869-870, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Μ. Φώτιο, καθυβρίζοντες τόν Ἰσαπόστολο Ἅγιο ὡς δῆθεν «αἱρεσιάρχη».
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
[1] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 361-366.
[2] ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 257-386.
[3] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 118.
[4] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ, Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 879-880 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ὀγδόης Οἰκουμενικῆς, μή ἀναγνωσθεῖσα Εἰσήγηση στήν Ι.Σ.Ι., Ὀκτωβρίου 2011.
[5] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΓΟΡΤΥΝΟΣ κ. ΙΕΡΕΜΙΑΣ, Περί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς ἐν Κων/λει ἐν ἔτει 1351 μ.Χ. συγκληθείσης Συνόδου ὡς Ἐνάτης Οἰκουμενικῆς, μή ἀναγνωσθεῖσα Εἰσήγηση στήν Ι.Σ.Ι., Ὀκτωβρίου 2011.
[6] ΘΕΟΦ. ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΒΥΔΟΥ κ. ΚΥΡΙΛΛΟΣ, Ἡ Ρώμη καί τό Παπικό Πρωτείο ἐπί Πατριαρχείας Ἰγνατίου καί ἱ. Φωτίου (847-886), ἡ Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας (869-870)
[7] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΖΥΜΑΡΗΣ, Ἰστορική, δογματική καί κανονική σπουδαιότητα τῆς Συνόδου τῆς Κων/λεως (879-880), διδακτορική διατριβή.
[8] Éù. 15, 26.
[9] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 173-176.
[10] ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Λόγος Α΄ ἀποδεικτικός περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 4, 32, ἐκδ. Γρηγόριος Παλαμᾶς, ΕΠΕ 1, Θεσ/κη 1981, σ. 86.