ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2025
ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
᾿Αδελφοί συλλειτουργοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, Χρόνια Πολλά !
Στήν αὐγή τοῦ νέου ἡμερολογιακοῦ ἔτους, βρισκόμαστε ξανά ἐνώπιον τῆς ροῆς τοῦ χρόνου. Μιᾶς συνεχοῦς ροῆς ἀπό τό τώρα στό αὔριο, ἀπό τό χθές στό μέλλον ὅπου τά αἰσθητά ἀντικείμενα τῆς ἐμπειρίας μας ὑπόκεινται σέ μεταβολή.
Γέννηση καί θνητότητα, γήρανση καί φυσική ὁλοκλήρωση τῆς ζωῆς. Καί ὁποιαδήποτε μεταβολή στή ζωή προϋποθέτει καί συνεπάγεται κάποια διάρκεια.
Αὐτή ἡ μεταβολή καί ἡ διάρκεια γίνεται ἀντιληπτή ἀπό ἐμᾶς μέ τήν μνήμη μας στό νοῦ, ἀφήνει τά σημάδια της καί τίς ἐμπειρίες στή ψυχή καί ἔχει ἕναν ξεχωριστό καί μοναδικό ἀντίκτυπο στή ζωή μας.
Αὐτή ἡ μεταβολή καί ἡ διάρκεια μετατρέπεται στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς σέ αἴσθημα δημιουργικῆς ζωῆς, σέ ἄλλον ἀντανακλᾶ τόν ἀνθρώπινο φόβο, τήν κατάσταση τῆς προσμονῆς, ἤ τοῦ περιορισμοῦ, τήν ἀναζήτηση νοήματος γιά τήν ὕπαρξη, τήν οἰκοδόμηση τῆς σχέσης μέ τόν Θεό, τόν ἀγῶνα καί τήν προσπάθεια πρός σωτηρία. Ὅπως λέγει ἕνας φιλόσοφος (Μ. Heidegger) ἡ διάρκεια καί ὁ χρόνος εἶναι «ὁ μόνος δυνατός ὁρίζοντας ὁποιασδήποτε κατανόησης τοῦ τί εἶναι καί πώς εἶναι ὁ ἄνθρωπος».
Γιά τήν Ἐκκλησία καί τόν χριστιανό ὁ χρόνος, κάθε ὥρα καί ἡμέρα, ἔτος καί αἰωνιότητα δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη ἔννοια ἀλλά συνδέεται ἄρρηκτα μέ τήν παρουσία καί τό ἔργο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, ἡ ἐνσάρκωση τοῦ αἰώνιου Λόγου τοῦ Θεοῦ, εἰσέρχεται στόν ἱστορικό χρόνο μας, γεφυρώνοντας τό κτιστό καί πεπερασμένο μέ τήν αἰωνιότητα. Ἡ Ἐνανθρώπηση Τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ἡ γέννησή Του, ἡ Βάπτιση, ἡ διδασκαλία, τά θαύματα, ἡ παρουσία Του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ἡ θυσία καί ἡ Ἀνάστασή Του εἶναι γεγονότα πού συνέβησαν μέσα στόν ἀνθρώπινο δικό μας ἱστορικό χρόνο. Ταυτόχρονα ἡ μετοχή τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κτίσης στά γεγονότα αὐτά τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε μέσα σέ αὐτόν τόν ἀνθρώπινο δικό μας ἱστορικό χρόνο καί ἄφησε ἀνοικτό τόν χρόνο ὡς μιά «διαρκῆ καί συνεχῆ» πραγματικότητα γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Μιά πραγματικότητα ἱερή καί λειτουργική, δοξολογική καί ἐμπιστευτική, ὑπαρξιακή καί ὀντολογική, σωτηριολογική καί ἁγιοποιητική, ἡ ὁποία ἀνανεώνει μιά γιά πάντα τόν ἀνθρώπινο χρόνο.
Ὁ ἀνθρώπινος ἱστορικός χρόνος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου καθίσταται μέ τήν μεγαλειώδη Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ ὁποία εἶναι τό κέντρο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, αἰωνιότητα στήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ. Καί ὅλα αὐτά γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο ὁ Θεός ὄχι μόνο δέν ἔκρυψε τίποτα ἀλλά καί καθ΄υπερβολή ἀποκάλυψε καί τόν Υἱό Του ὡς Ἄνθρωπο.
Ὁ ἀνθρώπινος ἱστορικός χρόνος λοιπόν ἀποκτᾶ μιά ἱερή καί σωτηριώδη διάσταση: τό παρελθόν, τό παρόν καί τό μέλλον ἑνώνονται μυστηριακά. Καί αὐτό ἰδιαίτερα στή Θεία Λειτουργία, ὅπου οἱ ἄνθρωποι μετέχουν στή μία Θυσία τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ὁποία ὑπερβαίνεται καί ἡ ἔννοια αὐτοῦ τοῦ χρόνου. Κι ἐδῶ εἶναι πού ὁ χρόνος ὡς ἡμερολογιακό γεγονός ζωῆς γίνεται «καιρός», δηλαδή μιά χρονική περίοδος, ἕνα διάστημα ἀγωνιστικῆς σωτηριώδους διάρκειας. Καιρός στόν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά οἰκοδομήσει τήν πίστη του, νά ἀδράξει τήν εὐκαιρία πρός μετάνοια, νά κατανοήσει καί νά γίνει μέτοχος καί πλήρωμα τῆς ἀγάπης, νά ὁδηγηθεῖ μέ σταθερότητα στήν ἕνωση μέ τόν «ἠγαπημένο Χριστό».
Ὁ Μέγας Βασίλειος στά ἔργα του, ἰδιαίτερα στήν “Ἑξαήμερο”, ἀλλά καί στίς ὁμιλίες καί τίς ἐπιστολές του, ἔχοντας μιά βαθιά θεολογική κατανόηση τοῦ χρόνου, ἡ ὁποία συνδυάζει τή φιλοσοφική σκέψη μέ τήν ἐμπειρία καί θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀσχολεῖται μέ τή θεολογική σημασία τοῦ χρόνου, συνδέοντάς τον στενά μέ τή θεία οἰκονομία καί τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει ὅτι ὁ χρόνος εἶναι κτιστός καί ἔχει ἀρχή, καθώς συνδέεται μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου, καί πιό συγκεκριμένα ἐξηγεῖ ἀπό τήν ἀφήγηση τῆς Γένεσης, ὅτι ὁ χρόνος δημιουργήθηκε ὡς μέτρο τῆς κίνησης καί τῆς ἀλλαγῆς μέσα στήν κτίση. Ὁ Θεός, ὄντας Ἄχρονος καί δημιουργός τοῦ χρόνου καί ὑπεράνω αὐτοῦ, ἔθεσε τόν χρόνο σέ λειτουργία γιά νά ὑπηρετηθεῖ τό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος τοῦ χρόνου εἶναι, συνεπῶς, στά χέρια καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.
Γιά τούς ἀνθρώπους βεβαίως καί τήν κοσμική ἀντίληψη ἡ ἔννοια τῆς θείας πρόνοιας συχνά ἐκλαμβάνεται καί συγχέεται ὡς χρόνος καί πεδίο ἀναγκαιότητας ἤ τυφλῆς μοίρας. Ὁ Θεός προνοεῖ γιά τούς ἐκλεκτούς καί οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι βιώνουν τήν ἐγκατάλειψη, μόνωση καί φθορά ὅπου ὁ ἄνθρωπος μόνος στόν κόσμο κι ἀφημένος στό ἔλεος τῆς μοίρας του ἀργοπεθαίνει στό σκότος.
Ἄλλοτε ἡ θεία πρόνοια ἐκλαμβάνεται ὡς ἀνελεύθερη ἐξαναγκαστική ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἄλλοτε προσφέρεται ὡς δικαιολογία πρός μιά ἄκριτη ἀπόλαυση πρός ὄφελος τῆς παρούσας στιγμῆς, ἔναντι ἑνός ἀναπόφευκτου τέλους. Ἀκόμη ὀδυνηρότερα, ἡ ἱστορία καί ἡ μοῖρα κυριαρχεῖται ἀπό τό μηδέν ὡς «ἕνας ἐς ἀεὶ ἀνολοκλήρωτος παρατατικός […] ἕνα πρᾶγμα πού ζεῖ ἀρνούμενο καί κατατρώγοντας τόν ἑαυτό του, ἀντιφάσκοντας πρός τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό» (F. Nietzsche).
Εἶναι μεγάλης σημασίας γιά τόν Μέγα Βασίλειο καί τό τονίζει ἰδιαίτερα ὅτι ὁ χρόνος καθοδηγεῖται ἀπό τή θεία πρόνοια στό Φῶς. Ὁ Μέγας Βασίλειος τονίζει ὅτι ἡ θεία πρόνοια πηγάζει ἀπό τήν ἄπειρη σοφία καί ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός, ὡς Δημιουργός, δέν ἐγκαταλείπει τόν κόσμο στό θάνατο, ἀλλά συνεχίζει νά τόν συντηρεῖ καί νά τόν καθοδηγεῖ μέ τήν Χάρη Του διότι ὁ κόσμος δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τύχης ἤ αὐτόνομης κίνησης, ἀλλά καρπός τῆς θείας Σοφίας καί Δημιουργίας.
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἐκτείνεται καί φανερώνεται σέ κάθε λεπτομέρεια τῆς δημιουργίας, ἀπό τά μύχια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου μέχρι τή συνολική λειτουργία τοῦ σύμπαντος, ἀπό τή δομή τῆς δημιουργίας ἕως τή φροντίδα γιά τό ἐλαχιστότατο ὄν τῆς κτίσης. Ἡ ἁρμονία τοῦ κόσμου, οἱ κύκλοι τῆς φύσης, ἀκόμη καί ἡ ὕπαρξη τῆς βιοποικιλότητας, εἶναι ἐνδείξεις ὅτι ὁ Θεός φροντίζει γιά τήν εὐημερία τῆς κτίσης. Κάθε στοιχεῖο τῆς φύσης ἔχει τή θέση καί τόν σκοπό του, ἀποκαλύπτοντας τό μεγαλεῖο τῆς θείας πρόνοιας.
Καί ἀκόμη περισσότερο ἐξαιτίας τῆς Ἄπειρης Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ πρόνοιά Του ἀποκαλύπτεται στή φροντίδα Του γιά τό τέλος καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀκόμα καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό. Ἀλλά καί σέ αὐτές τίς μικρές ἤ μεγάλες δοκιμασίες καί θλίψεις πού ὁ Θεός ἐπιτρέπει καί στίς ὁποῖες ἀναλογεῖ ὅλη ἡ εὐθύνη στόν ἄνθρωπο καί τίς ἐπιλογές του, δέν τιμωρεῖ ὁ Θεός, ἀλλά ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος παραχωρεῖ. Παραχωρεῖ τίς δυσκολίες ὡς μέσο διόρθωσης καί πνευματικῆς ἀνάπτυξης, πίστης καί ὑπακοῆς, κατανόησης τοῦ νοήματος «γεννηθήτω τό θέλημά Σου», γιά νά παιδαγωγήσει καί νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν συνάντηση Μαζί Του.
Γιά τόν Μέγα Βασίλειο ὁ χρόνος δέν εἶναι μόνο μέτρο τῆς ὑλικῆς ζωῆς ἀλλά δῶρο καί ἐργαλεῖο, κριτήριο καί καθημερινότητα σωτηρίας. Μεταμορφώνει τήν προσωρινότητα τῆς ὕπαρξης σέ αἰώνια κοινωνία μέ τόν Δημιουργό, καί ἐκκλησιολογικά στόν ἐδῶ χῶρο καί χρόνο, καί ἐσχατολογικά στήν Κρίση καί τήν αἰωνιότητα.
Ὁ Θεός εἶναι ὁ Κύριος τοῦ χρόνου, ὁ ὁποῖος κινεῖται πρός τήν τελείωση τῆς δημιουργίας. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ γιά τόν Μέγα Βασίλειο εἶναι τό «ἀποκορύφωμα τοῦ νοήματος τοῦ χρόνου» Ὁ Χριστός εἰσέρχεται στόν χρόνο, καθιστῶντας τόν «μέσο καί ἐφόδιο» γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐνανθρώπηση ἁγιάζει τόν χρόνο, μετατρέποντάς τον ἀπό ἕνα κτιστό καί φθαρτό ἐνδιάμεσο γεγονός σέ ὁδό αἰωνιότητας. Τονίζει μέ ἔμφαση καί ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι περιορισμένος καί πρέπει νά χρησιμοποιεῖται γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν αἰώνια ζωή. Ἀλλά εἶναι καί μιά μοναδική εὐκαιρία ἔρωτα καί ὑφαρπαγῆς ἀπό τήν Ἄπειρη Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀδράνεια καί ἡ σπατάλη τοῦ χρόνου, λέει ὁ Ἅγιος Πατέρας, εἶναι ἀπώλεια καί ἀστοχία, ἐνῷ ἡ μετάνοια, ἡ προσευχή, ἡ ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία καί ἡ μετοχή στόν Λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι τρόποι ἁγιασμοῦ τοῦ χρόνου. Αὐτό ἀκριβῶς πού καλεῖται καί βιώνει ὁ ἄνθρωπος μέσα στόν λειτουργικό χρόνο. Ὁ παρελθών χρόνος τῆς σωτηρίας τήν ὁποία τοποθέτησε ὁ Θεός στόν κόσμο μέ τήν Παρουσία καί τήν θυσία Του καί ὁ μέλλων χρόνος τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί Κρίσεως τῶν Ἐσχάτων, συμπλέκονται στό παρόν. Τά ἔσχατα φωτίζουν τό παρόν καί εἶναι ὡς παρόν. Τά ἔσχατα δέν εἶναι μιά μελλοντική κατάσταση, ἀλλά οὔτε καί μιά δεδομένη ἀπολύτως ἐκπληρωθεῖσα κατάσταση. Γι’ αυτό τό λόγο ἡ πατερική παράδοση περιγράφει ἕναν ἀρραβῶνα καί μιλάει γιά μιά πρόγευση πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος, συνδυάζοντας τό «νῦν» μέ τό «ἀεί», παρόν καί μέλλον, πού πλέον λειτουργοῦν ὡς διαρκές παρόν. Τό «νῦν» καί τό «ἀεί» ὑπό τό νόημα τῆς θείας Πρόνοιας καί τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γίνονται ἕνα καί τό αὐτό, καί οἱ ἄνθρωποι πού ὁμολογοῦν Τριαδικό Θεό καί ἐκζητοῦν την Χάρη, ζοῦν ὡς τέκνα τοῦ Θεοῦ, «ὅτι δέ ἔστε υἱοί» κατά τόν Ἀπ. Παῦλο. Αὐτά τά τέκνα ἔχουν τήν εὐκαιρία καί τήν δυνατότητα νά βιώσουν τήν αἰώνια ζωή ἤδη ἀπό αὐτή τήν παρύσα ζωή καί τόν παρόντα ἱστορικό ἀνθρώπινο χρόνο τους ὅπως τόν βίωσαν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας πού ὁδηγήθηκαν καί ὁδήγησαν τόν χρόνο τους καί τήν ζωή τους στήν τρυφή τοῦ αἰώνιου Παραδείσου, τήν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ.
Καλή Χρονιά, εὐτυχισμένη καί παραγωγική πνευματικά!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ