ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ  ΝΙΚΗΤΑ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΝΟ.

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 Εν Πειραιεί τη 14η Δεκεμβρίου 2020

 

ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΗ ΑΝΤΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟ  ΝΙΚΗΤΑ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΙΝΟ

 

Εισαγωγικά.

Το ουκρανικό Αυτοκέφαλο, το οποίο ταλανίζει εδώ και σχεδόν τρία χρόνια σύμπασα την Ορθοδοξία, υπήρξε χωρίς αμφιβολία ένα από τα συγκλονιστικότερα και τραγικότερα γεγονότα του 21ου αιώνα. Η τραγωδία εν προκειμένω έγκειται στο ότι, όχι μόνον οδήγησε σε ένα οδυνηρότατο, πανορθοδόξων διαστάσεων σχίσμα, αλλά και στο ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν φαίνονται σημάδια λύσεως του προβλήματος, ενώ η κατάσταση όλο και περισσότερο επιδεινώνεται. Η Ιερά Μητρόπολή μας, όπως και το Γραφείο μας, ασχολήθηκε εν εκτάσει με το μείζον αυτό πρόβλημα και δημοσίευσε αρκετές ανακοινώσεις. Πριν από λίγες ημέρες κλήθηκε να εκπονήσει σύντομη κριτική μελέτη σε δημοσίευμα, (υπό μορφή φυλλαδίου), της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους, με συγγραφέα τον ιερομόναχο π. Νικήτα. Από την μελέτη προέκυψε ότι το φυλλάδιο πάσχει σοβαρά από πολλές πλευρές: ιστορικές, Ιερών Κανόνων, εκκλησιαστικής διαχρονικής παραδόσεως και πράξεως. Ο συγγραφέας φαίνεται ότι αγνοεί τους Ιερούς Κανόνες, ενώ παρερμηνεύει τα ιστορικά γεγονότα, είτε αποσιωπά άλλα εξ’ αυτών, για να βγάλει τα συμπεράσματα, που θέλει. Με πόνο ψυχής συντάξαμε την εν λόγω μελέτη, αποβλέποντας πρώτον μεν στη διαφώτιση και πνευματική βοήθεια αυτού του ιδίου, του κατά τα άλλα αγαπητού π. Νικήτα και δεύτερον στην ενημέρωση και διαφώτιση του κλήρου και του πιστού λαού του Θεού, ώστε να προφυλαχθούμε όλοι μας από τον κίνδυνο της συμπορεύσεως και συμπαρατάξεως με το σχίσμα. Ο κίνδυνος να παρεισφρήσει η πλάνη εν προκειμένω είναι ιδιαιτέρως μεγάλος, δεδομένου ότι το φυλλάδιο φέρει την έγκριση μιας αγιορειτικής Μονής, διεκδικεί δηλαδή το κύρος και την αυθεντία ενός αγιορειτικού κειμένου, πράγμα το οποίο μπορεί να παγιδεύσει πολλούς.

 

Αποφεύγει να δώσει απαντήσεις.

Πιο συγκεκριμένα στην προηγούμενη μελέτη μας αναφερθήκαμε στα περισσότερα και σπουδαιότερα σημεία του φυλλαδίου και ανατρέψαμε με τη Χάρη του Θεού, παράγραφο προς παράγραφο και κεφάλαιο προς κεφάλαιο, τους έωλους και αστήρικτους ισχυρισμούς του π. Νικήτα. Περιμέναμε μετά τη δημοσίευση, να μελετήσει την κριτική μας, να κάνει μια αυτοκριτική, (του το ζητήσαμε άλλωστε), και είτε να αποδεχθεί τα όσα γράψαμε, ομολογώντας με ταπείνωση ότι είναι ορθά, είτε να καταδείξει ότι τα στοιχεία που παραθέσαμε είναι εσφαλμένα, παραθέτοντας αποδεικτικά στοιχεία, παρμένα όμως από έγκυρες πηγές. Η μετάνοια και η ταπείνωση άλλωστε είναι θεμελιώδεις αρετές στη ζωή του μοναχού. Περιμέναμε να  συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι, χωρίς ίσως να το θέλει, διακόνησε με το φυλλάδιό του, όχι την αλήθεια και την ενότητα της Εκκλησίας, αλλά τη διαίρεση και το σχίσμα, να διορθώσει ό,τι κακώς έπραξε, έχοντας μάλιστα υπ’ όψη του, ότι εκείνοι που είτε προκαλούν σχίσμα, είτε συνηγορούν μ’ αυτό, δεν σώζονται ούτε με το αίμα του μαρτυρίου σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. 

Με λύπη διαπιστώσαμε το αντίθετο. Στις 4.12.2020 δημοσίευσε δεύτερο κείμενο με τίτλο: «Ο ιερομόναχος π. Νικήτας Παντοκρατορινός απαντά στην Μητρόπολη Πειραιώς», στο οποίο επιμένει στις πλάνες του, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Στο δεύτερο αυτό κείμενο απέφυγε να αντικρούσει τα περισσότερα σημεία της μελέτης μας, προφανώς διότι ένα τέτοιο εγχείρημα ήταν αδύνατο. Αντί αντικρούσεως προτίμησε να προσθέσει ορισμένα ακόμη ιστορικά στοιχεία, χωρίς όμως να μας παραπέμπει για το κάθε ιστορικό γεγονός, που παραθέτει, από ποιά πηγή το άντλησε, πράγμα το οποίο εγείρει πολλά ερωτηματικά για την ιστορική αξιοπιστία τους. Μόνο στο τέλος του κειμένου του μας παραθέτει κάποια βιβλιογραφία, γενικά και αόριστα, η οποία είναι μεν χρήσιμη, αλλά δεν αρκεί. 

Γι’ αυτό και θεωρήσαμε αναγκαίο να επανέλθουμε στο ίδιο θέμα με δεύτερο δημοσίευμα, προσθέτοντας τώρα  περισσότερα αποδεικτικά στοιχεία με σκοπό, τουλάχιστον αυτή τη φορά, τα όσα θα παραθέσουμε, να φέρουν θετικό και σωτήριο αποτέλεσμα στην ψυχή του και παράλληλα να φανεί ακόμη πιο ξεκάθαρα, σε όσους ακόμη αμφιταλαντεύονται, που βρίσκεται η αλήθεια. 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Κατ’ αρχήν στη μελέτη μας αποδείξαμε τα εξής, χωρίς ωστόσο να πάρουμε απαντήσεις:       

Α) Ότι εξ’ αιτίας του ουκρανικού Αυτοκεφάλου προκλήθηκε ένα πανορθοδόξων διαστάσεων σχίσμα, αφού δεν αντέδρασε μόνο η Εκκλησία της Ρωσίας, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία, (δέκα τον αριθμό), των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και πολλοί Ιεράρχες των υπολοίπων τριών. Και ότι τον διχασμό εν προκειμένω δεν τον προκάλεσαν οι δέκα τοπικές Εκκλησίες, που απέρριψαν το Αυτοκέφαλο, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τα γεωπολιτικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, (Η.Π.Α. και Ε.Ε.), με τα οποία συστοιχήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Β) Ότι δεν υπήρξε ειλικρινής μετάνοια από τους σχισματικούς Φιλάρετο και Μακάριο.

Γ) Ότι η νέα πραγματικότητα που δημιουργήθηκε μετά την απόδοση της ψευδοαυτοκεφαλίας δεν είναι αυτή που παρουσιάζει, διότι  αποσιωπά τον πρωτοφανή διωγμό που εξαπέλυσε ο κρατικός μηχανισμός και οι σχισματικοί κατά της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο.

Δ) Ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έχει το κανονικό δικαίωμα να δέχεται έκκλητο από τα άλλα Πατριαρχεία, με βάση τους Ιερούς Κανόνες, τους οποίους παραθέσαμε και με βάση τις ερμηνείες εγκρίτων κανονολόγων μεγάλου και εγνωσμένου κύρους και αυθεντίας. Αποφεύγει συστηματικά, να  καταπιαστεί με τους εν λόγω  Ιερούς Κανόνες και τηρεί σιγήν ιχθύος.

Ε) Ότι για την χορήγηση Αυτοκεφαλίας σε μια τοπική Εκκλησία είναι αναγκαία η σύμφωνη γνώμη όλων των τοπικών Εκκλησιών, όπως αυτό άλλωστε προέβλεπε και το προσυνοδικό κείμενο της «Συνόδου της Κρήτης» με τίτλο: «Το αυτοκέφαλο και ο τρόπος χορηγήσεως αυτού», με το περιεχόμενο του οποίου ήταν σύμφωνες όλες οι τοπικές Εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά συνέπεια στην προκειμένη περίπτωση, αφού οι περισσότερες τοπικές Εκκλησίες δεν συμφωνούν με το ουκρανικό Αυτοκέφαλο, είναι αναγκαία η σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου.

ΣΤ) Ότι η τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας, η υπό τον Ονούφριο επισήμως αναγνωρισμένη από όλες τις άλλες τοπικές Εκκλησίες, δεν ζήτησε και δεν επεδίωξε την ανακήρυξή της σε Αυτοκέφαλη Εκκλησία, σε αντίθεση βέβαια με τα άλλα Αυτοκέφαλα, που χορήγησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, (Ελλάδος, Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας-Σλοβακίας), στα οποία είχε υποβληθεί το σχετικό αίτημα από τις τοπικές Εκκλησίες.

Ζ) Ότι η νέα οικουμενιστική θεωρία του «πρώτου άνευ ίσων», προήλθε από τα σπλάγχνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι πρώτος την εισήγαγε ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ζιζιούλας και την συμπλήρωσε ο Σεβ. Αμερικής Ελπιδοφόρος. Και ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης επέτρεψε με την σιωπηρή συγκατάθεσή του να αναπτυχθεί αυτή η θεωρία.

Η) Ότι καταπατήσεις των Ιερών Κανόνων και αυθαιρεσίες, απ’ όπου και αν αυτές προέρχονται, δεν θεραπεύονται, ούτε νομιμοποιούνται με τον χρόνο, αλλά με την επάνοδο στην τήρηση των Ιερών Κανόνων, τους οποίους θεοπνεύστως θεσμοθέτησαν οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες και στην κανονική τάξη της Εκκλησίας.

 

Σχετικά με το θέμα της εισπήδησης.

Ας έρθουμε τώρα στο θέμα της εισπήδησης στο έδαφος της Εκκλησίας της Ρωσίας, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο οποίο αναφέρεται ο π. Νικήτας και μάλιστα εν εκτάσει. Γύρω από το θέμα αυτό παραθέσαμε κατ’ αρχήν πολύ ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία από μελέτες του πρωτοπρ. π. Αναστασίου Γκοτσοπούλου, τα οποία παραδόξως αποφεύγει να σχολιάσει ο π. Νικήτας. Αν τα στοιχεία αυτά κατά τη γνώμη του είναι εσφαλμένα, που είναι το λάθος; Αν είναι ορθά και ιστορικά αξιόπιστα, γιατί δεν το ομολογεί; Στις μελέτες του ο π. Αναστάσιος επίσης κάνει λόγο για «Συνταγμάτια» των ετών 1715, 1855, 1896, 1902 για Τυπικά, για Ημερολόγια, και για Επετηρίδες τα οποία αποτελούν πολύ ισχυρά και ακαταμάχητα ιστορικά τεκμήρια, που μαρτυρούν, ότι κατά τους τελευταίους τρεισήμισι αιώνες όλες οι Τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες θεωρούσαν την Ουκρανία επαρχία της Εκκλησίας της Ρωσίας. Ο π. Νικήτας δεν μας λέει τίποτε απολύτως, ούτε για τα Τυπικά, ούτε για τα Ημερολόγια, ούτε και για τις Επετηρίδες, θέλοντας προφανώς να εκμηδενίσει τη σημασία τους. Μόνο για τα «Συνταγμάτια» τόλμησε να κάνει λόγο. Γράφει: «Τα Συνταγμάτια στα οποία αναφέρονται από το Πατριαρχείο Ρωσίας, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να έχουν το κύρος κάποιου Τόμου, ή  Συνοδικής πράξης». Το ότι δεν έχουν το «κύρος κάποιου Τόμου, ή Συνοδικής πράξης», αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποτελούν αξιόπιστα ιστορικά τεκμήρια. Και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει, ότι αυτά έρχονται σε αντίθεση, ή καταρρίπτουν το κύρος των συνοδικών Τόμων και πράξεων, αλλ’ ότι αντιθέτως εναρμονίζονται με αυτά. Λησμονεί ακόμη ο π. Νικήτας ότι από το 1686, οπότε παρεχωρήθη η Μικρά και Λευκή Ρωσία, (Ουκρανία), στο Πατριαρχείο Μόσχας και μετά παρέλευση 330 χρόνων μετά ταύτα, δεν μπορεί να ισχύσει ουδεμία επίκληση παραβάσεως των όρων, διότι έχει παραγραφεί σχετικό δικαίωμα που προβλέπει ο ΙΖ΄ ιερός Κανών της Αγίας Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

 

Νέες ακαταμάχητες μαρτυρίες.

Όπως είπαμε προηγουμένως ο π. Νικήτας αποφεύγει να σχολιάσει τα περισσότερα από όσα αποδεικτικά στοιχεία παραθέσαμε στην πρώτη μελέτη μας. Αντί σχολιασμού προτίμησε να καταφύγει σε μια σειρά από ιστορικά γεγονότα, τα οποία παραθέτει, προφανώς για να αποδείξει, ότι πάντοτε και ανέκαθεν η Ουκρανία ανήκε στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εμείς δεν πρόκειται να αναλωθούμε, παραθέτοντας άλλα ιστορικά γεγονότα, (ένα τέτοιο εγχείρημα δεν έχει νόημα άλλωστε), αλλά θα προχωρήσουμε στην παράθεση ορισμένων ακόμη νέων στοιχείων, που αποτελούν ακαταμάχητες μαρτυρίες, πολύ δυνατότερες και αξιοπιστότερες από απλά ιστορικά γεγονότα.

Η πρώτη τρανταχτή μαρτυρία είναι αυτή, που μας δίδει ο ίδιος ο νυν παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος. Το 2008 αναφερόμενος στην Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του 1687, λέγει τα εξής, απευθυνόμενος προς τον Ουκρανικό λαό και απαντώντας παράλληλα στο ερώτημα: που υπάγεται εκκλησιαστικά η Εκκλησία της Ουκρανίας: «Η επί προφανεί θυσία των ιδίων δικαιωμάτων οφειλετική διακονία του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία έχει την περισσοτέραν έκφρασιν εις την όλην εξέλιξιν της σχέσεως αυτού προς την εκλεκτήν μεταξύ των θυγατέρων Εκκλησιών, την Εκκλησίαν της Ουκρανίας, η οποία υπήγετο υπό την κανονικήν δικαιοδοσίαν του επί επτά συναπτούς αιώνας, ήτοι από του Βαπτίσματος της μεγάλης ηγεμονίας του Κιέβου (988-1687), μέχρι της προσαρτήσεως αυτής υπό του Μ. Πέτρου εις το ρωσικόν κράτος. Πράγματι, η Μήτηρ Εκκλησία προσέφερε προθύμως επί επτά αιώνας και εκ του υστερήματος αυτής, …Ούτως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’, μετά την προσάρτησιν της Ουκρανίας εις την Ρωσίαν και υπό την πίεσιν του Μ. Πέτρου, έκρινεν αναγκαίαν, υπό τας περιστάσεις εκείνας, και την εκκλησιαστικήν υπαγωγήν αυτής εις το Πατριαρχείον Μόσχας (1687), παρά την ομόφωνον και σθεναράν αντίθεσιν της Ιεραρχίας της Ουκρανίας δια την απόφασιν ταύτην, και επί προφανεί ζημία των κανονικών δικαίων της Μητρός Εκκλησίας, ίνα μη αι δοκιμασίαι του ευσεβούς ουκρανικού λαού καταστούν επαχθέστεραι υπό την ορθόδοξον πολιτικήν ηγεσίαν».[1]

Επίσης στις από 7.4.1997 και 26.8.1999 απαντητικές επιστολές του προς τον Πατριάρχη Μόσχας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος αναγνωρίζει την καθαιρέση και τον αφορισμό που επέβαλε το Πατριαρχείο Μόσχας στον πρώην Μητροπολίτη Φιλάρετο σημειώνοντας τα εξής: «Η καθ’ ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αναγνωρίζουσα εις το ακέραιον την επί του θέματος αποκλειστικήν αρμοδιότητα της υφ’ Υμάς Αγιωτάτης Εκκλησίας  της Ρωσίας αποδέχεται τα Συνοδικώς αποφασισθέντα περί του εν λόγω, μη επιθυμούσα το παράπαν ίνα παρέξη οιανδήτινα δυσχέρειαν εις την καθ’ Υμάς αδελφήν Εκκλησίαν». Εδώ πολύ ορθά παρατηρεί ο π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος ότι «ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναγνωρίζει στο Πατριαρχείο Ρωσίας τα δύο θεμελιώδη δικαιώματα της εκκλησιαστικής υπαγωγής: Το δίκαιο χειροτονιών (jus ordinandi), και  το δίκαιο κρίσεως των επισκόπων (jus jurandi), τα οποία συνιστούν και ταυτόχρονα αποδεικνύουν την πληρότητα της υπαγωγής της Μητροπόλεως Κιέβου υπό τον Πατράρχη Μόσχας και συνεπώς τη μη εξάρτησή της από τον Κωνσταντινουπόλεως».[2]

«Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;». Ιδού, ο ίδιος ο οικουμενικός Πατριάρχης πανηγυρικά διακηρύσσει, που υπάγεται η Εκκλησία της Ουκρανίας!!! Τι έχει να πει πάνω σ’ αυτά ο π. Νικήτας; Περιμένουμε απάντηση.

Ας έρθουμε τώρα σε μαρτυρίες ιστορικών και μελετητών του θέματος, που προέρχονται όχι από την Εκκλησία της Ρωσίας, ούτε από άλλη τοπική Εκκλησία, αλλά από ιστορικούς που αποτελούν στελέχη του Οικουμενικού  Θρόνου, αρυόμενοι τα στοιχεία μας και πάλι από τον εκ Πατρών κληρικό, π. Αναστάσιο. Όπως θα δούμε παρά κάτω όλοι τους, μα όλοι τους, μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν σε μελέτες που έχουν δημοσιεύσει, ότι τους τελευταίους τρεισήμισι αιώνες το Κίεβο δεν ανήκει στην κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά υπάγεται κανονικώς στην Εκκλησία της Ρωσίας!

α) Ο Αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Θρόνου, αρχιμ. Καλλίνικος Δελικάνης, στο περίφημο έργο του «Τα εν τοις Κώδιξι του Πατριαρχικού Αρχειοφυλακείου σωζόμενα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα» τ. Α-Γ, που εκδόθηκε «εν Κωνσταντινουπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου» το  1902-1905[3] δημοσιεύει «Γράμμα Συνοδικόν του Οικουμενικού Πατριάρχου Παϊσίου προς τον Μόσχας Νίκωνα», στο οποίο ο Οικουμενικός αποκαλεί τον Μόσχας  «Πατριάρχη Μοσχοβίας μεγάλης τε και μικράς Ρωσσίας».[4] Ως γνωστό «μικρά Ρωσσία» είναι η σημερινή Ουκρανία!

β) Ο ίδιος ο Αρχειοφύλακας Κ. Δελικάνης αναφερόμενος στον «χωρισμόν της Μητροπόλεως Κιέβου από της Μόσχας» σχολιάζει: «Η αυτοτέλεια αύτη διήρκεσε μέχρι του 1686, ότε των επαρχιών τούτων ανακτησασών από των Πολωνών την ιδίαν αυτών αυτονομίαν, οι Τσάροι… εξητήσαντο, προς προφυλακήν τούτων από της Ουνίας της λυμαινομένης τας Ορθοδόξους Εκκλησίας της Λιθουανίας και Πολωνίας, από του Οικουμενικού Πατριαρχείου την και αύθις συνένωσιν της Μητροπόλεως Κιέβου … μετά του Πατριαρχικού Θρόνου της Μόσχας, ου προΐστατο ο Πατριάρχης Ιωακείμ.  Εις ην αίτησιν επένευσεν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος ο Δ΄ Μουσελίνης, συναποφαινομένου εν τω εκδοθέντι Συνοδικώ Τόμω και του Ιεροσολύμων Δοσιθέου».[5]  Είναι αξιοσημείωτο ότι ο πολύ καλός γνώστης των Πατριαρχικών εγγράφων και Αρχειοφύλακας του Οικουμενικού Θρόνου χαρακτηρίζει την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ ὡς «Συνοδικό Τόμο» στον οποίο συμμετείχε ως «συναποφαινόμενος» ο Ιεροσολύμων Δοσίθεος!

γ) Επίσης σε άλλο σημείο επαναλαμβάνει: «Η δε Μητρόπολις Κιέβου εξηκολούθη κυβερνωμένη δια Τοποτηρητών μέχρι της εξαρτήσεώς της από του Πατριαρχικού Θρόνου Μόσχας τω 1686».[6] Έχει σημασία να τονιστεί ότι η ανωτέρω εργασία του Κ. Δελικάνη εκδόθηκε «εν Κωνσταντινουπόλει εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου» και ανατυπώθηκε το 1999 αποφάσει του  Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου!

δ) Ο καθηγητής, (τώρα και πρωτοπρεσβύτερος), π. Θεοδ. Ζήσης – παλαιός κληρικός, συνεργάτης και σύμβουλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου – σε Διεθνές Σεμινάριον του εν Chambesy της Γενεύης Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον Μάιο του 1988 γράφει: «Οι Ορθόδοξοι Ρώσσοι αυτών των χωρών με έδρα το Κίεβον εξηκολούθησαν, ως ιδιαιτέρα μητρόπολις, να υπάγωνται υπό την δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου και μετά την χειραφέτησιν της Μόσχας από την Κωνσταντινούπολιν μέχρι του έτους 1686, οπότε … συνεδέθη και πάλιν το Κίεβον με την Μόσχαν και αποκατεστάθη η ενότης με έγκρισιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου».[7] 

ε) Ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης Βασ. Σταυρίδης, εκ των σοβαροτέρων μελετητών της ιστορίας του Οικ. Πατριαρχείου  δεν μνημονεύει στον κατάλογο των επαρχιών του Οικουμενικού Θρόνου ούτε τη Μητρόπολη Κιέβου ούτε την Ουκρανία.[8]

στ) Ο ομότιμος καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας κ. Βλ. Φειδάς, εκ των σημαντικοτέρων στελεχών του Οικουμενικού Θρόνου, τιμηθείς με το Οφίκιο του Άρχοντος Διδασκάλου της Εκκλησίας, και σήμερα υπηρετών ως Κοσμήτορας του Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Γενεύης, σε σειρά επιστημονικών του δημοσιευμάτων σε διάστημα 40 ετών, (1966-2005), γράφει τα εξής, που καθιστούν απολύτως σαφή την πλήρη και κανονική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρωσίας επί της Ουκρανίας:

1) «Ο Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος υπήγαγε τη Μητρόπολιν Κιέβου υπό την κανονικήν δικαιοδοσίαν του Πατριάρχου Μόσχας (1687)».[9]

2) «Ο Μ. Πέτρος καταργεί τον Πατριαρχικό θεσμό στη Μόσχα και εισάγει Σύνοδο. Την απόφασή του αυτή την επικυρώνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Έτσι στη Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας ως ένα από τα τρία μόνιμα μέλη συμμετέχει ο Μητροπολίτης Κιέβου (μαζί με τον Μόσχας και τον Πετρουπόλεως)».[10]

3) Η Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου είναι μία από τις τέσσερις σημαντικότερες Ακαδημίες του Πατριαρχείου Μόσχας.[11]

4) Ο Μητροπολίτης Κιέβου διετέλεσε πρόεδρος της Πανρωσικής Συνόδου του 1917, στην οποία αποκαταστάθηκε ο Πατριαρχικός Θεσμός στη Ρωσία.[12]

5) Σχετικά με τη Σύνοδο του 1945, γράφει ο καθηγητής Φειδάς: «Εις την Σύνοδο του 1945 έλαβον μέρος ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστόφορος, ο πατριάρχης Αντιοχείας Αλέξανδρος Γ΄, ο πατριάρχης -‘καθολικός’ της Εκκλησίας της Γεωργίας Καλλίστρατος, ο αντιπρόσωπος του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως μητροπολίτης Θυατείρων Γερμανός, ο αντιπρόσωπος του πατριαρχείου Ιεροσολύμων αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας Αθηναγόρας, ο αντιπρόσωπος της Σερβικής Εκκλησίας μητροπολίτης Σκοπίων Ιωσήφ, ο επίσκοπος Ιωσήφ της Εκκλησίας Ρουμανίας κ.α… Η Σύνοδος συνέταξε και τον ‘Κανονισμόν διοικήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας’. Σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού στην εξαμελή Διαρκή Σύνοδο συμμετέχει ως μόνιμο μέλος ο Μητροπολίτης Κιέβου!»[13] 

6) Τέλος, κατά τον καθηγητή Βλ. Φειδά, στις επαρχίες της Εκκλησίας της Ρωσίας υπάγεται και το Κίεβο και ολόκληρη η Ουκρανία καθώς και οι Μονές της Ουκρανίας![14]     

Από τα παρά πάνω ιστορικά στοιχεία επιλέκτων στελεχών και συνεργατών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προκύπτει ότι οι εν Ουκρανία Ορθόδοξοι τους τελευταίους τρισήμισι αιώνες συμμετείχαν σε όλες τις πτυχές της εκκλησιαστικής ζωής του Πατριαρχείου της Ρωσίας, (μοναχισμός, θεολογικές Σχολές, διοίκηση και σε αυτή την Ιερά Σύνοδο, διωγμούς κ.λ.π.) και όχι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τι έχει να μας πει ο π. Νικήτας σε όλες τις παρά πάνω ατράνταχτες ιστορικές μαρτυρίες; Εξακολουθεί άραγε να επιμένει πεισματικά στην πλάνη του; Περιμένουμε απάντηση.     

Από τα παρά πάνω κατανοούμε σαφέστατα, ότι η ίδια η εκκλησιαστική και κανονική συνείδηση του Οικουμενικού Θρόνου, (η οποία εναρμονίζεται πλήρως με την πανορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση), τους τελευταίους τρεισήμισι αιώνες μέχρι και το 2018, δεν θεωρούσε ως κανονικό του έδαφος την Ουκρανία, την οποία αναγνώριζε με τον πλέον επίσημο και σαφή τρόπο ότι υπάγεται στην κανονική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Ρωσίας, το οποίο ασκούσε την πλήρη κανονική δικαιοδοσία του σε όλα τα ζητήματα της εκκλησιαστικής ζωής.

 

Σχετικά με το έκκλητο.

Εις ό,τι αφορά το θέμα του εκκλήτου γράφει τα εξής: «Από το γραφείο επί των αιρέσεων, όσον αφορά το Έκκλητο, έγινε αναφορά σε κανόνες, όμως παραβλέφθηκε η παράδοση της Εκκλησίας και η εκκλησιαστική πράξη που υποδηλώνει αδιαμφισβήτητα αυτό το δικαίωμα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Υπάρχουν εκατοντάδες περιπτώσεις ασκήσεως Εκκλήτου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην πορεία της εκκλησιαστικής ιστορίας». Δεν έγινε «αναφορά σε κανόνες», όπως γράφει, υποβαθμίζοντας τη σημασία τους, αλλά έγινε αναφορά σε Ιερούς Κανόνες θεοπνεύστου και διαχρονικού κύρους. Εντάλματα όχι ανθρώπων, αλλά του αγίου Πνεύματος. Δι’ αυτό και ασχολούμεθα π. Νικήτα, όχι διότι δήθεν συμπαθούμε τους Ρώσους. Προσφάτως ο Σεβ. Μητροπολίτης μας γνωστοποίησε, ότι αρνήθηκε να δεχθεί σε επίσκεψη, (την οποία εζήτησε), τον εν Αθήναις Ρώσο Πρέσβυ διά τα απαραδέκτους δηλώσεις του Κρεμλίνου σχετικώς με την μετατροπή του Πανιέρου Ναού των Ορθοδόξων της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τεμένη του γνωστικού Ισλάμ. Γιατί αποφεύγει ο π. Νικήτας να καταπιαστεί λοιπόν με αυτούς, δηλαδή με τις οδηγίες του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος; Εξακολουθούν να ισχύουν, ή πρέπει να τους πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων; Ποια από τα δύο έχουν μεγαλύτερη αξία και βαρύτητα: Τα ιστορικά στοιχεία που μας παραθέτει, ή μήπως τα θεόπνευστα διαχρονικού κύρους κείμενα των Ιερών Κανόνων; Έχουν τη δύναμη οι περιπτώσεις που αναφέρει, (όσες και αν είναι αυτές, έστω και εκατοντάδες), της αντικανονικής ασκήσεως εκκλήτου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στην φρικώδη περίοδο της Οθωμανικής αιχμαλωσίας της Εκκλησίας, στο «Ρουμ Μιλιέτ», να ακυρώσουν το κύρος και την διαχρονική ισχύ των Ιερών Κανόνων; Εντός του Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, ισχύει το οποίο έθιμο αντί των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων, των Θεοπνεύστων; Περιμένουμε απάντηση.

 

Μερικές ακόμη παράμετροι του ουκρανικού ζητήματος.

Παρά κάτω προσθέτουμε μερικές ακόμη παραμέτρους του ουκρανικού ζητήματος, τις οποίες θα έπρεπε να γνωρίζει και να είχε λάβει υπ’ όψη του ο π. Νικήτας, πριν καταπιαστεί με το φλέγον αυτό θέμα. Τα ιστορικά στοιχεία στα οποία κατ’ εξοχήν βασίζεται, (διότι κατά κόρον αυτά χρησιμοποιεί και στα δύο κείμενά του), είναι μεν χρήσιμα, αλλά από μόνα τους δεν επαρκούν. Και τούτο διότι δεν μας δίνουν μια σφαιρική και ολοκληρωμένη γνώση του θέματος, η οποία είναι άκρως απαραίτητη, προκειμένου να βγάλουμε ορθά συμπεράσματα. Εν προκειμένω πιστεύουμε ότι φέρει ευθύνη και ο γέροντας του, αρχ. Γαβριήλ, ο οποίος θα έπρεπε να προφυλάξει τον υποτακτικό του από τον κίνδυνο της μονομέρειας και της ελλιπούς και αποσπασματικής γνώσεως του θέματος.  

Μια πρώτη παράμετρος είναι το γεγονός, ότι επειδή το Αυτοκέφαλο χορηγήθηκε με αντικανονικό τρόπο, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Δεν έφερε δηλαδή την ειρήνη και την ομόνοια στον ουκρανικό λαό, ο οποίος εξακολουθεί να παραμένει βαθειά διχασμένος. Οι βιαιότητες, οι προπηλακισμοί, οι βανδαλισμοί, οι αρπαγές ναών κ.λ.π. έχουν τώρα ενταθεί ακόμη περισσότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι βιαιότητες και οι αρπαγές προέρχονται από το σχισματικό μόρφωμα της νέας «Αυτοκέφαλης Εκκλησίας» του Επιφανίου, καθ’ όσον έχουν την πλήρη υποστήριξη της κρατικής μηχανής. Το επιχείρημα που διατυμπάνιζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ότι δήθεν με το νέο Αυτοκέφαλο θα φέρει επί τέλους την ποθητή ειρήνη στον ουκρανικό λαό, αποδείχθηκε ψευδές και ανόητο.

Πέραν αυτών το σχισματικό μόρφωμα της νέας «Αυτοκέφαλης Εκκλησίας» δεν κατόρθωσε:

 1) Να απορροφήσει τη συντριπτική πλειοψηφία των πιστών της κανονικής Εκκλησίας, υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο. Από τους 80 κανονικούς Επισκόπους της κανονικής Εκκλησίας μόνο δύο εντάχτηκαν στους σχισματικούς. Από τις 12.500 περίπου ενορίες της κανονικής Εκκλησίας εντάχθηκαν μόνο 35-40. Από τις 5.000 Μονές και μάλιστα τις πλέον μεγάλες και ονομαστές, δεν εντάχτηκε, (απ’ ότι γνωρίζουμε), καμιά στο νέο σχήμα.

2) Να συγκρατήσει ούτε τη δική της ενότητα, αφού ο πάτρωνας των σχισματικών, καθηρημένος και αυτοανακηρυγμένος «Πατριάρχης Κιέβου» νυν μοναχός Φιλάρετος Ντενισένκο αποχώρησε και επανίδρυσε την σχισματική του «Εκκλησία», καταγγέλλοντας σκοτεινές διαδρομές ως προς την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας και αυθαίρετες πράξεις και αθετήσεις υποσχέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου!

3) Να αναγνωριστεί μέχρι σήμερα από τις δέκα, από τις δεκατέσσερις Τοπικές Εκκλησίες.

Πέραν αυτών:

Α) Ο παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος μετά την ανακήρυξη του σχισματικού μορφώματος ως της νέας «Αυτοκέφαλης Εκκλησίας», τοποθέτησε ως «Μητροπολίτη Κιέβου  και πάσης Ουκρανίας» τον κ. Επιφάνιο στη θέση του κανονικού Μητροπολίτη Ονουφρίου, ο οποίος όμως ούτε παραιτήθηκε, ούτε καθαιρέθηκε για κάποιο παράπτωμα. Ο 8ος Κανόνας της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ορίζει ρητά, ότι δεν επιτρέπεται να τοποθετείται έτερος Επίσκοπος στη θέση κανονικού Επισκόπου. Ο επίσκοπος που σφετερίζεται το θρόνο του κανονικού επισκόπου χαρακτηρίζεται ως μοιχεπιβάτης. Επ’ αυτού τοποθετήθηκε λεπτομερώς ο πανιερ. Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας (Κύπρου) κ. Νικηφόρος, αποδεικνύοντας, ότι εν προκειμένω έχομε σοβαρή καταπάτηση της ιεροκανονικής τάξεως της Εκκλησίας: «Επαναλαμβάνω την πάγια θέση της Εκκλησίας της Κύπρου ότι ο μόνος κανονικός προκαθήμενος της εν Ουκρανία Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Κιέβου Ονούφριος. Συνεπώς, ακολουθώντας την κανονική επιταγή “μη εν τη πόλει δύο επίσκοποι ώσι” (8ος της Α  Οικουμενικής Συνόδου) αρνούμαι να αναγνωρίσω άλλον “προκαθήμενο”, τη στιγμή, μάλιστα, που αυτός δεν διαθέτει ούτε κανονική και έγκυρη χειροτονία. Η άρνησή μου να αναγνωρίσω τη νέα εκκλησιαστική δομή και τον “προκαθήμενό” της Επιφάνιο εδράζεται στη διδασκαλία, στην πίστη και στην εκκλησιαστική και κανονική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για διαφωνία σε απλά διοικητικά, ή ήσσονος σημασίας ζητήματα, αλλά σε αυτόν τον πυρήνα της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας και της διδασκαλίας της Εκκλησίας μας για τα ιερά Μυστήρια και την Αποστολική Διαδοχή, ζητήματα που αφορούν τη σωτηρία μας. Τα ζητήματα αυτά δεν μπορεί να τεθούν υπό συζήτηση, ή διαπραγμάτευση σε οιαδήποτε τάχα και συνοδική διαδικασία, ούτε τελούν υπό έγκριση μιας ευκαιριακής, οριακής, μάλιστα, πλειοψηφίας».

Β) Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ο μοναχός Φιλάρετος καθαιρέθηκε αμετάκλητα και για ηθικά ζητήματα, διότι διατηρούσε σχέσεις με δύο τουλάχιστον γυναίκες και έχει αδιευκρίνιστο αριθμό παιδιών.

Γ) Σχετικά με την εγκυρότητα της χειροτονίας του Μακάριου Μάλετιτς, αναφέρει ο π. Νικήτας στο φυλλάδιό του, ότι υπάρχουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο οι «αποδείξεις», ότι η χειροτονία του είναι έγκυρη. Όμως κανένας δεν είδε ποτέ αυτές τις «αποδείξεις». Γιατί αποκρύπτονται;

Δ) Ο Μακ. Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος, όπως και μια πλειάδα επιφανών Ιεραρχών αμφισβήτησαν ευθέως την κανονικότητα των «χειροτονιών» του καθηρημένου Φιλάρετου και αχειροτόνητου ψευδοεπισκόπου Μακαρίου. Επίσης ο καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας κ. Χρήστος Οικονόμου, απέδειξε ότι η πλειοψηφία των ιεραρχών της «Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Εκκλησίας» στερούνται κανονικής χειροτονίας και ως εκ τούτου, όπως τόνισε: «…το Οικουμενικό Πατριαρχείο να βρει τρόπο καθησύχασης της συνείδησης των πιστών για την εγκυρότητα της χειροτονίας και των μυστηρίων που τελούνται από την Ηγεσία αυτή (σ.σ. των σχισματικών)»! Τι έχει να πει ο π. Νικήτας για τις αντίθετες αυτές γνώμες;

Ε) Εις ό,τι αφορά την δήθεν «αριθμητική υπεροχή» της «Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Εκκλησίας», σε σχέση με την κανονική Εκκλησία, θα έπρεπε να διασταυρώσει καλλίτερα τα στατιστικά στοιχεία του και να μην τα αντλεί από τις κυβερνητικές αρχές της Ουκρανίας, οι οποίες έχουν κάθε λόγο να παραποιούν τα αληθινά στοιχεία.

ΣΤ) Η νέα «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας», από την πρώτη στιγμή της ιδρύσεώς της άρχισε μια σκανδαλώδη σχέση με τους αιρετικούς παπικούς ουνίτες της χώρας. Ο ψευδοαρχιεπίσκοπος Επιφάνιος είχε διακηρύξει ενώπιον του ουνίτη «αρχιεπισκόπου» της Ουκρανίας Σβιατοσλάβ τη στενή συνεργασία, την οποία τήρησε και τηρεί πιστά μέχρι σήμερα με πολλούς τρόπους και με συλλείτουργα. Ούτε γι’ αυτά ανέφερε κάτι ο π. Νικήτας!

Ζ) Η νέα «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας» υποστηρίχτηκε από ακραίες εθνικιστικές οργανώσεις της Ουκρανίας και αυτή ανταποδίδει με την στήριξή της σε εθνικιστικές εξάρσεις. Γιατί παραβλέπει ο π. Νικήτας και αυτή τη σοβαρή παρεκτροπή, αφού ο εθνοφυλετισμός αποτελεί αίρεση για την Εκκλησία; Δεν είναι ξεκάθαρος εθνοφυλετισμός ο ισχυρισμός του στο άρθρο του: «Η κατάσταση στην Ουκρανία δεν μπορούσε να συνεχιστεί ως είχε, ειδικά μετά το 2014, όπου έγινε η προσάρτηση της Κριμαίας στην Ρωσία και άρχισε ο πόλεμος στο Ντονμπάς. Καμία χώρα δεν μπορεί να δεχτεί η Εκκλησία της να εξαρτάται από εκείνην μιας χώρας με την οποίαν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση»;

Η) Η νέα «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας» ήδη από τα πρώτα βήματα της πορείας της δεν μπόρεσε να κρύψει τις ιδιαίτερα φιλικές σχέσεις που διατηρεί με το κίνημα των ομοφυλοφίλων. Στην τελευταία Σύνοδο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας συμμετείχε ως μεταφραστής ο κ. Ivan Ryabchiy ηγετικό στέλεχος του Κινήματος των ΛΟΑΤΚΙ, που πρωτοστατεί στις παρελάσεις αισχύνης (gay pride) στο Κίεβο. Σύμφωνα με τους δημοσιογράφους, ο Ryabchiy, ο οποίος, εκτός από τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, τοποθετεί τον εαυτό του ως εθνικιστή και πατριώτη, ήταν προηγουμένως κοντά στην ηγεσία του «Πατριαρχείου Κιέβου». Για παράδειγμα, το 2016 ο «πατριάρχης» Φιλάρετος (Ντενισένκο) απένειμε στο Ryabachy το παράσημο της UOC-KP (η σχισματική ομάδα του Φιλαρέτου με την επωνυμία  Πατριαρχείο Κιέβου).[15]

 

Επίλογος. 

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε πολλά άλλα στοιχεία, τα οποία καταδεικνύουν τις σκοτεινές και αλλότριες σκοπιμότητες, που συνυφάνθηκαν και προωθήθηκαν με το ουκρανικό «Αυτοκέφαλο», ξένες προς το έργο και την αποστολή της Εκκλησίας. Οι κατά κόρον και κατά καιρούς διακηρύξεις ότι αποτελεί το ουκρανικό «Αυτοκέφαλο» δήθεν «πράξη αγάπης, ευθύνης και κενώσεως του κέντρου της Ορθοδοξίας», δεν δικαιώνονται από την ζοφερή πραγματικότητα που βιώνει σήμερα η παγκόσμια ορθοδοξία. Ας αναλογισθούν όσοι  θέλουν να παρουσιάζουν την ρωσική Εκκλησία ότι θέλει να επιβάλλει de facto την «εξουσία της 3ης Ρώμης», μήπως τελικά η «2α Ρώμη» εξελιχθεί σε «1η Ρώμη», με την προβολή του «πρώτου άνευ ίσων» του Οικουμενικού Πατριάρχου. Με λύπη και ανησυχία διαπιστώνουμε να εξελίσσεται το παλαίφατο και πάλαι ποτέ μαρτυρικό Φανάρι σε «Βατικανό της Ανατολής». Διακεκριμένοι κληρικοί και θεολόγοι του «κλίματος» του Φαναρίου, διατυπώνουν και προβάλλουν αυτή την ολέθρια κακοδοξία, η οποία όχι μόνο δεν θα ωφελήσει στην ενότητα της παγκόσμιας Ορθοδοξίας, αλλά θα συσσωρεύσει τεράστια προβλήματα και θα διασπάσει έτι περισσότερο την ενότητά της. Φρονούμε ταπεινά πως η χορήγηση της περιβόητης «Αυτοκεφαλίας» και η περιφρόνηση της κανονικής Εκκλησίας, είναι η «κορυφή του παγόβουνου» για τα δεινά τα οποία έρχονται στην Εκκλησία του Χριστού!  Και κάτι τελευταίο και σημαντικό: Το Γραφείο μας όπως και η Ιερά Μητρόπολή μας, με επικεφαλής τον σεπτό Ποιμενάρχη μας δεν είμαστε ούτε με την Εκκλησία της Ρωσίας, ούτε με κανέναν, αλλά με την Αλήθεια – Χριστός  και το συμφέρον της Εκκλησίας, που διαγγέλλει διαχρονικά το ενοικούν εν τη Εκκλησία Πανάγιον Πνεύμα. Το οποίο συμφέρον προσπαθούμε να υπηρετούμε με τη χάρη και τη βοήθεια του Θεού, αδιαφορούντες για τις ύβρεις, τις συκοφαντίες, και την όποια περιφρόνηση, ακούοντες εναύλως τα Κυριακά Λόγια: «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ’ υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού», (Ματθ. 5,11).     

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών

 

 

[1] Ομιλία της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προς τον Ουκρανικόν Λαόν (26 Ιουλίου 2008), στο https://fanarion.blogspot.com/2018/09/blog-post_25.html

[2] Βλ. Πρωτ. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, Μικρὴ συμβολὴ στὸ διάλογο γιὰ τὸ Ουκρανικὸ «Αὐτοκέφαλο».

[3] Έχει ανατυπωθεί ως  Κ. ΔΕΛΙΚΑΝΗΣ, Επίσημα Εκκλησιαστικά Έγγραφα του  Οικουμενικού Πατριαρχείου, τ. Α-Γ, 1999.

[4] Κ. ΔΕΛΙΚΑΝΗΣ, ο.π.,  τ. Γ΄ σ. 36.

[5] Κ. ΔΕΛΙΚΑΝΗΣ, ο.π.,  τ. Γ΄ σ. 7 σημείωση

[6] Κ. ΔΕΛΙΚΑΝΗΣ, ο.π.,  τ. Γ΄ σ. 34.

[7] Θ. ΖΗΣΗΣ, Κωνσταντινούπολη καί Μόσχα, σ. 31.

[8] Β.  ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ, Συνοπτική Ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 91-93.

[9] [9] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική  Ιστορία της Ρωσίας, σ. 273-274. Στην ίδια  διαπίστωση καταλήγει και ο πρωτ. Θ. ΖΗΣΗΣ, Το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, σ. 79-98.

[10] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική  Ιστορία της Ρωσίας, σ. 317-318, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Ρωσική Εκκλησία», ΘΗΕ τ. 10 στ. 1055.

[11] [11] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική  Ιστορία της Ρωσίας, σ. 301-304.

[12] [12] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική  Ιστορία της Ρωσίας, σ. 335.

[13] [13] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, Εκκλησιαστική  Ιστορία της Ρωσίας, σ. 348-349, ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, «Ρωσική Εκκλησία», ΘΗΕ τ. 10 στ. 1077, Β. ΤΖΩΡΤΖΑΤΟΥ, Οι βασικοί  θεσμοί διοικήσεως των Ορθοδόξων Πατριαρχείων, μετά ιστορικών ανασκοπήσεων, εν Αθήναις  1972, σ. 177.

[14] [14] ΒΛ. ΦΕΙΔΑ, «Ρωσική Εκκλησία», ΘΗΕ τ. 10 στ. 1078.

[15] https:// spzh.news/gr/news/67209-na-arkhijereskom-sobore-pcu-prisutstvoval-lgbtaktivist smi