ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ: ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ.

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

 Εν Πειραιεί τη 21η Δεκεμβρίου 2020

 

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ: ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΥ

 

Η ανθρωπότητα βιώνει εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα μια σκληρή και αυταπόδεικτη πραγματικότητα, ένα πρωτόγνωρο και εφιαλτικό μοντέλο αμοιβαιότητας των λαών, το οποίο συνθλίβει και εξαφανίζει κάθε ιδιαιτερότητα. Μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου Οικουμενισμού, γέννημα και θρέμμα του Διεθνούς Σιωνισμού, βρίσκεται σε εξέλιξη μια τιτάνια προσπάθεια να «πολτοποιηθούν» οι εθνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, οι επί μέρους οικονομίες και οι θρησκείες σε μια χαώδη ομογενοποίηση με στόχο να δημιουργηθεί μια και μόνη παγκόσμια κυβέρνηση, μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, ένας παγκόσμιος τρόπος ζωής και τέλος μια θρησκεία, απαρτιζόμενη από τα κοινά στοιχεία των υπαρχόντων θρησκειών, η γνωστή σε όλους μας Πανθρησκεία. Το εξόχως τραγικό εν προκειμένω είναι το γεγονός, ότι μαζί με τις θρησκείες του κόσμου σύρθηκε σ’ αυτόν τον κυκεώνα και αγία μας Εκκλησία, θεωρούμενη ως μια από τις πολλές θρησκείες του κόσμου. Κλήθηκε να συμμετάσχει σε Διαθρησκειακές Συναντήσεις και Συνέδρια, στα οποία «Ορθόδοξοι» εκκλησιαστικοί ηγέτες διατύπωσαν και διακήρυξαν σε πάμπολλες περιπτώσεις βλάσφημες και αντορθόδοξες θέσεις και αντιλήψεις, ολότελα ξένες με την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και διαμετρικά αντίθετες με τη φύση και την αποστολή της, γενόμενοι εκόντες άκοντες πειθήνια όργανα των σκοτεινών δυνάμεων της Νέας Τάξεως Πραγμάτων.

Και άλλες φορές στο παρελθόν ασχοληθήκαμε με το θέμα των Διαθρησκειακών Διαλόγων και Συνεδρίων σε άρθρα και μελέτες μας, όπου τονίσαμε ότι τα Συνέδρια αυτά προωθήθηκαν από υπόγεια σκοτεινά κέντρα και πολιτικούς ηγέτες- μαριονέτες, διότι θεωρήθηκαν ως μία αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση όχι μόνον του θρησκευτικού και ιδιαίτερα του ισλαμικού φανατισμού, αλλά και άλλων ποικίλων κοινωνικών προβλημάτων που μαστίζουν την ανθρωπότητα, για την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης μεταξύ των λαών. Στην πραγματικότητα όμως εξυπηρετούν και προωθούν τα σκοτεινά σχέδια  της Νέας Εποχής, την ομογενοποίηση όλων των θρησκειών, προκειμένου έτσι να οικοδομηθεί η νέα θρησκεία του μέλλοντος, η πανθρησκεία του Αντιχρίστου.

Θεωρήσαμε καθήκον μας και πάλι να επανέλθουμε στο ίδιο θέμα, διότι η παναίρεση του Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά αντίθετα προχωρεί καλπάζοντας και οσημέραι γιγαντώνεται όλο και περισσότερο και επομένως ο κίνδυνος να μπλέξουν στα δίχτυα της αιρέσεως και να χαθούν ψυχές «υπέρ ων Χριστός απέθανε» είναι μεγάλος.

Ένα ακόμη Διαθρησκειακό, Διεθνές Συνέδριο είδε το φως της δημοσιότητος εν μέσω της δίνης της πανδημίας, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στη Λέσχη Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων, στις 11 και 12 Νοεμβρίου ε.ε. Το θέμα ήταν  «Η Θρησκεία στον Σύγχρονο Κόσμο: Προκλήσεις και Προοπτικές για τον Διάλογο και την Ειρήνη», σε συνάφεια και άμεση σχέση με την θρησκευτική διπλωματία. Την πρωτοβουλία της διοργάνωσης είχε το περιοδικό «Foreign Affairs The Hellenic Edition», με τη συνδιοργάνωση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Στο Συνέδριο συμμετείχαν, εκτός από παράγοντες της ελληνικής και ξένης διπλωματίας, εκπρόσωποι θρησκειών και εκκλησιαστικοί άνδρες.

Κατ’ αρχήν ο όρος «θρησκευτική διπλωματία», ο οποίος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από ορισμένους ομιλητές του Συνεδρίου, μπορεί μεν να έχει θέση και να θεωρείται αυτονόητος για τις θρησκείες του κόσμου, όχι όμως και για την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού, στην οποία θεωρείται αδόκιμος και αντιφατικός. Και τούτο διότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, έχει ως έργο της την σωτηρία του κόσμου, δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, ούτε μπορεί να γίνει ανεκτό μέσα στους κόλπους της το ψεύδος, σύμφωνα με τον λόγο του αποστόλου «διό αποθέμενοι το ψεύδος λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού», (Εφ.4,25). Αντίθετα η διπλωματία, (πολιτική και θρησκευτική), είναι μια ανθρώπινη επινόηση, στην οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον το ψεύδος για την επίτευξη εγκοσμίων στόχων και επιδιώξεων, συχνά με αθέμιτα μέσα. Ο Αμερικανός συγγραφέας Αμβρόσιος Μπιρς έλεγε ότι διπλωματία «είναι η πατριωτική δραστηριότητα να ψεύδεσαι για την πατρίδα σου» και ο γνωστός πολιτικός Ντισραέλι χαρακτήριζε την διπλωματία ως «ατμόσφαιρα προμελετημένης ψευδολογίας» (βλ. https://el.wikiquote.org/wiki).

Ο παν. Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στο μήνυμά του τόνισε ότι: «Σήμερα ζούμε την αναβίωση των θρησκειών ως δυναμικού πνευματικού κινήματος» και ότι «η θρησκεία είναι αδύνατον να απωθηθεί στο περιθώριο». Χαρακτήρισε ως άστοχες τις «εκρήξεις βίας με ιδεολογική επικάλυψη με άλλα κίνητρα» και ζήτησε «να λειτουργούν οι θρησκείες ως παράγοντες συγκλήσεως και συνεργασίας και αυτό επιτυγχάνεται με τον διάλογο των θρησκειών». (Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ)! Έχουμε επισημάνει ότι θρησκείες του κόσμου είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα, που εμπνέονται από τον αρχηγό του ψεύδους, τον διάβολο. Όπου αναβιώνουν οι θρησκείες, εκεί αναβιώνει το ψεύδος, η πλάνη και ο πνευματικός θάνατος. Κατ’ επέκταση η αναβίωση των θρησκειών όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένα «δυναμικό πνευματικό κίνημα», ωφέλιμο για την ανθρωπότητα, αλλά ως ένα σκοτεινό πνευματικό κίνημα, που οδηγεί την ανθρωπότητα στον όλεθρο και την καταστροφή. Και είναι βεβαίως ορθό, ότι το θρησκευτικό φαινόμενο «είναι αδύνατον να απωθηθεί στο περιθώριο», ούτε είναι δυνατόν να ξεριζωθεί και να εκλείψει, επειδή εκ φύσεως ο άνθρωπος είναι έτσι πλασμένος, ώστε να στρέφεται προς το θείον και να έχει την αναφορά του προς αυτό. Το γεγονός αυτό το έχουν αντιληφθεί οι ηγήτορες της Νέας Τάξεως Πραγμάτων, γι’ αυτό άλλωστε και δεν επιδιώκουν να καταστρέψουν τις θρησκείες του κόσμου, αλλά να τις στρέψουν προς την κατεύθυνση της Πανθρησκείας. Ορθή είναι επίσης και η παρατήρηση ότι οι «εκρήξεις βίας με ιδεολογική επικάλυψη με άλλα κίνητρα» είναι άστοχες.

Δεν ευσταθεί όμως, κατά την ταπεινή μας γνώμη, η άποψις ότι οι θρησκείες οφείλουν να λειτουργούν «ως παράγοντες συγκλήσεως και συνεργασίας» και ότι «αυτό επιτυγχάνεται με τον διάλογο των θρησκειών». Και τούτο διότι συνεργασία σε διαθρησκειακὸ επίπεδο μεταξύ της Εκκλησίας και των θρησκειών του κόσμου με βάση τον λόγο του Θεού, ούτε δυνατὴ είναι, ούτε επιτρεπτή. Πως είναι δυνατόν να συνεργαστούμε  με τις άλλες θρησκείες, που βρίσκονται στο σκότος της πλάνης, χωρίς να προσκρούσωμε στον θεόπνευστο λόγο του αποστόλου: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις. Τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; Τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6,14). Ποιά επικοινωνία και κατά συνέπεια ποιάς μορφής συνεργασία, μπορεί να υπάρχει μεταξύ του φωτός της Ορθοδοξίας και του σκότους των διαφόρων αιρέσεων και θρησκειών, που εμπνέονται από τον διάβολο; Ο Χριστός ουδέποτε δέχθηκε να συνεργαστεί με τον διάβολο, του οποίου τα έργα ήρθε να καταλύσει: «εις τούτο εφανερώθη ο υιὸς του Θεού, ίνα λύσῃ τα έργα του διαβόλου», (Α΄ Ιω.3,8). Όταν ο Κύριός μας ξεκινούσε το δημόσιο έργο του, τον πλησίασε ο διάβολος και του πρότεινε να συνεργασθεί μαζί του: «Πάλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις όρος υψηλόν λίαν και δείκνυσιν αυτώ πάσας τας βασιλείας του κόσμου και την δόξαν αυτών και λέγει αυτώ· ταύτα πάντα σοι δώσω, εάν πεσών προσκυνήσης μοι», (Ματθ.4,8-9). Όμως ο Κύριος απέρριψε κατηγορηματικά κάθε πρόταση συνεργασίας: «τότε λέγει αυτώ ο Ιησούς· ύπαγε οπίσω μου, σατανά· γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις», (Ματθ.4,10). Την ίδια συμπεριφορά βλέπουμε να τηρεί και ο απόστολος Παύλος. Όταν ήρθε να κηρύξει το ευαγγέλιο στους Φιλίππους, το δαιμόνιο που ομιλούσε διά μέσου της παιδίσκης, τον διαφήμιζε ως «δούλο του Θεού του Υψίστου», που καταγγέλλει στους ανθρώπους «οδόν σωτηρίας». Και όμως! Ο απόστολος δεν δέχεται να συνεργασθεί με τον διάβολο, παρ’ όλο που το δαιμόνιο δεν έλεγε ψέματα: «διαπονηθείς δε ο Παύλος και επιστρέψας τω πνεύματι είπε· παραγγέλλω σοι εν τω ονόματι Ιησού Χριστού εξελθείν απ’ αυτής. και εξήλθεν αυτή τη ώρα», (Πραξ.16,18). Συμπέρασμα: Διάλογος και συνεργασία με τις θρησκείες ίσον διάλογος και συνεργασία με τον διάβολο. Σήμερα όμως αγνοούντες και διαγράφοντες θεληματικά όλα τα πάρα πάνω, όπως και τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων και την ιδίαν διδασκαλίαν «ζητούντες στήσαι», τη διδασκαλία του Θεού «ουχ υπετάγησαν» (πρβλ. Ρωμ. 10,3). Οραματίζονται μία κοσμικού τύπου ειρήνη και συνεργασία με τους αιρετικούς και αλλοθρήσκους, στην οποία «το νενοσηκώς» σώμα των αιρέσεων και θρησκειών δεν θα «αποτέμνηται», ούτε «το στασιάζον» θα χωρίζεται, αλλά θα εναρμονίζεται με το υγιές εκκλησιαστικό σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας!

Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ποτέ δεν καλλιέργησε μέσα στους κόλπους της τον θρησκευτικό φανατισμό και ποτέ δεν ενεθάρρυνε τα μέλη της σε άσκηση σωματικής βίας σε αιρετικούς, αλλοθρήσκους και αθέους, εξ αιτίας της αλλότριας πίστης των. Η θρησκευτική βία χρησιμοποιείται σήμερα κατ’ εξοχήν στο Ισλάμ, στον Σιχισμό, τον Ινδουϊσμό, αλλά και στον Παπισμό και Προτεσταντισμό. Ούτε ποτέ βεβαίως αρνήθηκε την συνύπαρξη και συμβίωση με ανθρώπους διαφορετικών πίστεων, έχοντας υπ’ όψιν της τον λόγο του αποστόλου, «ει δυνατόν, τὸ εξ υμών μετὰ πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες», (Ρωμ.12,18), σεβόμενη την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει, ότι δεν απέρριπτε ως πλάνη και ψεύδος κάθε αλλότρια πίστη. Σέβεται μεν την θρησκευτική ελευθερία του ανθρώπου, να επιλέξει την θρησκεία, που επιθυμεί να ακολουθήσει, ουδέποτε όμως θεώρησε το ψεύδος και την πλάνη, που εκπροσωπεί η κάθε αίρεση και η κάθε θρησκεία, ως αλήθεια. Απεναντίας πάντοτε ήλεγχε και απέρριπτε την πλάνη και καλούσε τους ανθρώπους στο φως της αληθείας του ευαγγελίου ως μοναδική οδόν σωτηρίας. Ένα πράγμα που σέβομαι, οπωσδήποτε το αποδέχομαι, (αυτό σημαίνει σεβασμός), δεν το περιφρονώ. Μια αλλότρια πίστη, όταν την απορρίπτω, τότε οπωσδήποτε την αποδοκιμάζω. Δεν υπάρχει δηλαδή περίπτωση, να απορρίπτω μια αλλότρια πίστη και ταυτόχρονα να μην την αρνούμαι, όπως επιδιώκεται σήμερα, έχοντας αναγάγει σε δόγμα πίστεως τον σεβασμό της πίστεως των άλλων. Οι άγιοι της Εκκλησίας μας με το ότι απέρριπταν κάθε αλλότρια πίστη, οπωσδήποτε απεδοκίμαζαν όλες τις άλλες πίστεις.  Αυτό το βλέπουμε, επίσης στη ζωή και στο ιεραποστολικό έργο των αγίων αποστόλων, οι οποίοι κηρύττοντες το ευαγγέλιο ως μοναδική οδόν σωτηρίας, ταυτόχρονα απέρριπταν την ειδωλολατρία και αυτόν ακόμη τον ιουδαϊσμό ως πλάνη και σκότος. Εάν εκήρυτταν στους ανθρώπους, ότι ο Χριστιανισμός είναι μία εναλλακτική οδός σωτηρίας μεταξύ και άλλων οδών σωτηρίας, που υπάρχουν σε άλλα θρησκεύματα, μόνον τότε θα εσέβοντο και δεν θα ηρνούντο τις άλλες θρησκείες. Απεναντίας εκήρυτταν ότι: «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία…» (Πραξ.4,12). Το ίδιο βλέπουμε και στους αγίους μάρτυρες, οι οποίοι, ενώ ομολογούσαν τον Χριστό, ως τον μόνο αληθινό Θεό, μυκτήριζαν τους ψεύτικους θεούς των ειδώλων.

Μία μεγάλη αλήθεια, η οποία δεν έχει κατανοηθεί δεόντως, ούτε έγινε ποτέ αποδεκτή από τους θιασώτες του Οικουμενισμού,  είναι το γεγονός, ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να μεταβληθεί σε έναν εγκόσμιο ειρηνευτικό οργανισμό, ούτε είναι δυνατόν να εγκλωβιστεί σε εγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία εκκοσμικεύεται και εκφυλίζεται, χάνει την σωτηριολογική της αποστολή. Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι θεανθρώπινος οργανισμός, που σκοπό έχει να προσλάβει και να θεώσει τον κόσμο και όχι να γίνεται η ίδια κόσμος. Αποστολή της Εκκλησίας είναι να ειρηνεύσει τον άνθρωπο με τον Θεό, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ειρηνεύσουν και οι άνθρωποι στη συνέχεια μεταξύ τους. Να προσφέρει τον Χριστόν, ως τον μόνον ειρηνοποιόν, ο οποίος είναι «η ειρήνη ημών» (Εφ.2,14) κατά τον απόστολο. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία ειρήνη δεν σημαίνει η απουσία πολέμου, διότι αυτή είναι καρπός του αγίου Πνεύματος: «ο δε καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά, ειρήνη…» (Γαλ.5,22). Εξ άλλου και ο ίδιος ο Χριστός την αντιδιαστέλλει από την κοσμική ειρήνη: «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν, ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιω.14,27). Πέραν τούτου τόσον οι άγιοι απόστολοι, όσον και οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ποτέ δεν διανοήθηκαν να συμμαχήσουν και να συνεργαστούν με άλλες θρησκείες και αιρέσεις για να υπηρετήσουν μία κοσμικού τύπου παγκόσμια ειρήνη.

Πέραν τούτου, η ειρήνη δεν είναι πάντοτε επαινετή, ούτε ο πόλεμος πάντοτε κακός. Υπάρχει κακή ειρήνη, όταν συμβιβαζόμαστε με την πλάνη και προδίδουμε την πίστη και καλός πόλεμος, για τον οποίον ομιλεί ο ίδιος ο Χριστός: «Μη νομίσητε, ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην, ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής και εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού» (Ματθ.10,34-36). Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζει: «Ου γαρ πανταχού ομόνοια καλόν. Και επί του πύργου εκείνου, (της Βαβέλ), την κακήν ειρήνην η καλή διαφωνία έλυσε και εποίησε ειρήνην».  Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος επιβεβαιώνει: «Κρείττων γαρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού».

Περαίνοντας, θα θέλαμε να εκφράσουμε τη λύπη και την ανησυχία μας, για τις πυρετώδεις διοργανώσεις Διαθρησκειακών Συναντήσεων, οι οποίες, όπως αναλύσαμε, έχουν συγκεκριμένο και προγραμματισμένο σκοπό και έργο, να προωθήσουν δηλαδή τον θρησκευτικό συγκρητισμό, ως «ατραπό» δημιουργίας της Πανθρησκείας, δια της οποίας επαγγέλλονται οι διοργάνωτές, την εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης και ευδαιμονίας. Όμως, παρά τις πολυχρόνιες και πολύμοχθες προσπάθειές τους, αυτή η πολυπόθητη ειρήνη και καταλλαγή, όχι μόνο δεν ήρθε, ούτε φαίνεται στον ορίζοντα να έρχεται, αλλά μάλλον εντείνεται η θρησκευτική βία από μέρους των θρησκειών και αιρέσεων κατά της Εκκλησίας μας και κατά αθώων ανθρώπων!

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών