Η ΘΕΟΔΙΔΑΚΤΗ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ «ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΑ» ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ

Εν Πειραιεί τη 7η Οκτωβρίου  2024 

 

Η ΘΕΟΔΙΔΑΚΤΗ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ «ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΑ» ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

 

            Έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές με το σύγχρονο φλέγον θέμα, της χωρίς προϋποθέσεις, που ορίζει η Εκκλησία, και κύρια την μετάνοια, «ενώσεως των εκκλησιών». Οι θιασώτες και προωθητές της επικαλούνται τα σύγχρονα παγκόσμια προβλήματα, (πολεμικές συγκρούσεις, φτώχεια, κλιματική αλλαγή, θρησκευτικές έριδες, κλπ,) επαγγελλόμενοι ότι θα λυθούν, ως δια μαγείας, αφότου επέλθει η ενοποίηση του κατακερματισμένου κόσμου. Άλλοι επικαλούνται τον φόβο από την δραματική αύξηση του ισλαμισμού στην Ευρώπη, οπότε πρέπει να υπάρχει ενότητα των χριστιανικών «εκκλησιών» μπροστά στον κίνδυνο από τους ακραίους ισλαμιστές και άλλοι προβάλλουν άλλες δικαιολογίες.

       Υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι θεωρούν ότι «ωρίμασαν» οι συνθήκες να αφήσει ο κατακερματισμένος χριστιανικός κόσμος το παρελθόν της διχόνοιας και των διαιρέσεων και να προχωρήσει στην ενότητα. Αυτή είναι η οικουμενιστική αντίληψη για την χριστιανική ενότητα, η οποία μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την αποδοχή μιας κοινής πίστης, αλλά να πραγματοποιηθεί με ποικιλομορφία, αφού για τον Οικουμενισμό, όλα είναι σχετικά, καμιά πίστη δεν είναι πάνω από τις άλλες, καμιά πίστη δεν έχει την πλήρη αλήθεια, αλλά αυτή θα προέλθει από τη συνένωση των «επί μέρους αληθειών».  

      Με άλλα λόγια, τα Δόγματα δεν θα είναι πια εμπόδιο για την ένωση, αφού οι θιασώτες του οικουμενιστικού συγκρητισμού τα χαρακτηρίζουν ως «παρωχημένα»! Το μόνο που απαιτείται τώρα είναι η «κατανόηση» των διαφορετικών πίστεων και το χειρότερο: η εναρμόνιση αυτών με την διδασκαλία της Εκκλησίας. Αυτό άλλωστε επιχειρείται στους ατέρμονους θεολογικούς διαλόγους τα τελευταία σχεδόν πενήντα χρόνια, να «κατανοήσουμε» τις κακοδοξίες των αιρετικών, ως «διαφορετικές παραδόσεις», όχι κατ’ ανάγκην κακόδοξες, ή ποτέ αιρετικές! Η αίρεση στις μέρες μας, όπου πλεονάζει η πλάνη, «εντοπίζεται» πολύ μακριά από τον διαιρεμένο Χριστιανισμό. Σύμφωνα με τις αρχές του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), όσοι ομολογούν πίστη στην τριαδικότητα του Θεού και την Θεότητα του Χριστού, είναι μέλη της «εκκλησίας», δεν λογίζονται αιρετικοί και οι ομάδες τους γίνονται δεκτές στον διεθνή αυτόν οργανισμό, ως «αληθινές εκκλησίες»!

       Δυστυχώς αυτά τα επικίνδυνα και άγνωστα στην Εκκλησία οικουμενιστικά ιδεολογήματα έχουν εισέλθει σ’ Αυτή, σε μια πλειάδα υψηλά ισταμένων εκκλησιαστικών προσώπων, στους οποίους κυριαρχεί η άποψη, πως με τους ετεροδόξους «μας ενώνουν πολλά, μας χωρίζουν λίγα» και «άρα μπορούμε να προχωρήσουμε στην ενότητα». Βλέποντας ότι η «ένωση» είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, προβάλλουν τώρα την «ενότητα», που σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε «χαλαρή κοινωνία» με τους αιρετικούς, χωρίς να απαιτείται δογματική ταύτιση! Κυριαρχεί δηλαδή η λεγόμενη μαξιμαλιστική αντίληψη και συχνά η μινιμαλιστική αντίληψη, δηλαδή η αποδοχή μέρος της δογματικής αλήθειας! Και αυτό είναι εμφανές στις θεολογικές συναντήσεις, όπου συμβαίνει το εξής παράδοξο και όχι ακατανόητο: να συζητούνται αυτά που μας ενώνουν, να βγάζουν κοινά ανακοινωθέντα γι’ αυτά και να μην αγγίζουν τις διαφορές! Και λέμε όχι ακατανόητο, διότι αυτή είναι η τακτική του Οικουμενισμού, να συμφωνήσουμε και να ενωθούμε με όσα μας ενώνουν! Γι’ αυτό και δίνεται αποκλειστικό βάρος σε αυτά και παραθεωρούνται οι διαφορές!

       Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα στο ιστολόγιο: «https://www.orthodoxianewsagency.gr», με αναφορά στο Συνέδριο του «THE PAST, PRESENT, AND FUTURE OF CANON LAW: AN EVOLVING CHURCH MINISTRY”», με θέμα: «ΤΟ ΠΑΡΕΛΘOΝ, ΤΟ ΠΑΡOΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜEΛΛΟΝ ΤΟΥ»[1].

     Αφού μελετήσαμε με προσοχή το θέμα του Συνεδρίου , επισημάναμε κάποια «αδύνατα» σημεία, τα οποία θεωρήσαμε ότι ήταν απαραίτητο να σχολιάσουμε, στα πλαίσια της ποιμαντικής μας διακονίας.

       Καταθέτουμε την ταπεινή συμβολή μας στην επακριβή και ορθόδοξη οριοθέτηση του Κανονικού Δικαίου, στην κατάδειξη της θεοπνευστίας του, της μοναδικότητά του και της αιώνιας ισχύος του.

      Στο Συνέδριο εισηγήθηκαν τα κάτωθι: «Τὸ κανονικὸ θέμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιλέξαμε νὰ ἀσχοληθοῦμε στὸ φετινὸ 26ο Συνέδριο τῆς Ἑταιρείας μας, μᾶς καλεῖ νὰ θέσουμε ὁρισμένα καίρια καὶ ἐπείγοντα ἐρωτήματα, νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ἀπαντήσουμε στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ καὶ τοῦ ἐφικτοῦ, ἔχοντας οὐσιαστικὰ ὡς βάση τὴν ἀρχικὰ ἑνιαία καὶ κατόπιν διαφορετικὴ Κανονικὴ Παράδοση ποὺ μᾶς κληροδοτεῖται ἀπὸ τὸ παρελθόν, τὴν πρισματικὴ Κανονικὴ πράξη τοῦ παρόντος, γιὰ νὰ ἐνατενίσουμε ἀπὸ κοινοῦ τὸ Ἐκκλησιακὸ μέλλον ὁραματιζόμενοι νὰ εἶναι αὐτὸ κανονικό! Μὲ ἄλλα λόγια, καλούμαστε νὰ συσκεφθοῦμε μαζὶ καὶ ἀπὸ κοινοῦ πάνω σὲ ἐπιμέρους ἐρωτήματα ποὺ θὰ καθορίσουν τὸ μέλλον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τόσο ἐντὸς τῆς κάθε Ἐκκλησίας ὅσο καὶ στὸ ἱστορικὸ γίγνεσθαι (τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ χώρου[2]. Να παρατηρήσουμε, κατ’ αρχήν, ότι θεωρούμε άτοπο και άσκοπο να συζητούμε με τους αμετανόητους αιρετικούς, οι οποίοι αθέτησαν, καταφρόνησαν και παράλλαξαν την κανονική Παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας. Να δεχόμαστε σχεδιασμό για το μέλλον της, που σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τον αναχρονισμό της, παρά το γεγονός ότι αυτή είναι για την Εκκλησία, ο έτερος πυλώνας, με την Αγία Γραφή, στις οποίες στηρίζεται το εκκλησιαστικό οικοδόμημα. Η «διαφορετική Κανονική Παράδοση», που αναφέρθηκε, είναι η παραλλαγμένη Κανονική Παράδοση της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, η οποία θεσμοθετήθηκε από τις Άγιες Συνόδους, με την καθοδήγηση του Παναγίου Πνεύματος, καθότι, «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πραξ.15,28), ομολογούσαν οι θεοφόροι Πατέρες, όταν την θεσμοθετούσαν. Επίσης η φράση «εντός της κάθε Εκκλησίας» είναι άτοπη και εκκλησιολογικά απαράδεκτη, διότι η Εκκλησία είναι Μία, η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, ενώ οι Αιρέσεις αποτελούν αποκομμένα μέρη της, τα οποία εξέπεσαν της χάριτος του Θεού και της ισχύος να προσφέρουν σωτηρία στους οπαδούς τους.

     Στη συνέχεια της εισήγησης τονίστηκε: «Καλούμαστε δηλ. γιὰ ἕναν κοινὸ ἀναστοχασμὸ μὲ κάποια ἐρωτήματα γενικώτερου εἰδικοῦ προβληματισμοῦ. 1) Εἶναι κοινὰ ἀποδεκτὸ ὅτι τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Α΄ χιλιετίας δὲν είναι τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῆς Β΄ χιλιετίας. Ποιό θὰ εἶναι καὶ πῶς θὰ εἶναι τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Γ΄ χιλιετίας; Καλούμαστε λοιπὸν νὰ ἀποφασίσουμε, ἐδῶ καὶ σήμερα, ποιά (ἢ ποιό) Κανονικὰ(-ὸ) Δίκαια(-ο) θὰ υἱοθετήσουμε γιὰ τὸ μέλλον καὶ γιὰ τὴν Γ΄ χιλιετία: Τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς ἀρχετυπικῆς Ἐκκλησιολογίας τῆς Α΄ χιλιετίας; Τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς κουλτουραλιστικῆς Ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ χιλιετίας; Θὰ ἀναζητήσουμε ἐκ νέου τὸ ἀρχετυπικὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Α΄ χιλιετίας; Ἢ θὰ προβοῦμε στὴν δημιουργία ἑνὸς νέου ἐκκλησιοκανονικοῦ παραδείγματος συστήματος, ὅπως συνεχῶς ἀπαιτεῖ τὸ aggiornamento καὶ ὁ ὁλοένα ἐξωτερικὰ μεταβαλλόμενος κόσμος;»[3]. Μπορεί ο προβαλλόμενος συλλογισμός να έχει συλλογιστικό – ακαδημαϊκό χαρακτήρα, όχι όμως ομολογητικό. Θα έπρεπε σαφέστατα, να ζητηθεί η επιστροφή των αποστατών αιρετικών στην Κανονική Παράδοση της Α΄ χιλιετίας, χωρίς περιστροφές!

      Είναι θετικό και ενθαρρυντικό ότι στη συνέχεια καταλογίζεται στο «Κανονικό Δίκαιο της Β΄ χιλιετίας», δηλαδή το φράγκικο, το παπικό, ευθύνες για «διαφόρων εἰδῶν ἐπιχωματώσεις». Δεν ευθύνεται απλά με «επιχωματώσεις» της Κανονικής Παράδοσης της αεί αδιαίρετης Εκκλησίας της Α΄ χιλιετίας, αλλά με την ριζική του παράλλαξη και διαστροφή, απο-οριοθέτηση της ορθοδόξου πίστεως και ζωής, σε ένα στείρο δικανικό σύστημα, γέννημα του σχολαστικισμού και του φεουδαρχικού φραγκισμού. Τονίστηκε σχετικά: «Στὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Β΄ χιλιετίας συσσωρεύτηκαν διαφόρων εἰδῶν ἐπιχωματώσεις. Τὸ σημερινὸ καὶ τὸ αὐριανὸ τοῦ μέλλοντος Κανονικὸ Δίκαιο ἔχει τὴν βούληση νὰ τὶς ἐπισημάνει ἐπιστημονικὰ καὶ ἐρευνητικά, καὶ νὰ τὶς ἀποβάλει ἀπὸ πάνω του; Ἐὰν ναί, ποιά θὰ εἶναι τὰ κανονικὰ κριτήρια ἀποβολῆς ἀπὸ τὸ Ἐκκλησιακὸ Σῶμα αὐτῶν τῶν ἐπιχωματώσεων, ὅταν αὐτὲς ἔχουν γίνει σύγχρονη κανονικὴ πράξη κατοχυρωμένη θεσμικά; Ἔχει τὴν ἱκανότητα νὰ συμπαρασύρει τὴν κρυστάλλωση τῶν ἐκκλησιακῶν δομῶν καὶ θεσμῶν ποὺ ὑπάρχουν καὶ κατατείνουν αὐξανόμενα σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς Β΄ χιλιετίας ἀκόμη καὶ σήμερα καὶ νὰ τὰ ἐπαναφέρει στὸ ἐπίπεδο ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὰ ἤθελε καὶ τὰ θέλει; Σημειωτέον δέ, γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ποικίλες ἐπιχωματώσεις ἔλαβαν θεσμικὸ χαρακτῆρα, ἡ εὐθύνη βαραίνει στὸ ἀκέραιο τὸ Κανονικὸ Δίκαιο. Διότι τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, ὄντας τὰ Μαθηματικὰ τῆς Θεολογίας, συνιστᾶ τὴν προφητικὴ φωνή της… Τὸ Πρωτοκανονικὸ Δίκαιο τῆς Α΄ χιλιετίας εἶχε ὀντολογικὸ περιεχόμενο καὶ σαφῆ ἐσχατολογικὸ προσανατολισμό, τὰ ὁποῖα στὴν πορεία χάθηκαν ἀπὸ τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Β΄ χιλιετίας, καθὼς ἀπέκτησε ἐπιχωματικὰ στοιχεῖα μὲ μιὰ ἐγκόσμια ἐσχατολογία. Εἴμαστε ἕτοιμοι σήμερα νὰ κοιτάξουμε κατάματα τὴν ὑπάρχουσα ἀποκλίνουσα πραγματικότητα τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου μας μὲ ἕναν τίμιο ρεαλισμὸ καὶ νὰ ἐνεργήσουμε ὄχι μὲ προσαρμογὲς χαμαιλέοντα, γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦμε ἐκκλησιαστικο-πολιτικὲς σκοπιμότητες, ἀλλὰ μὲ παρρησία θεολογικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ νὰ διαδηλώσουμε πὼς ἡ Ἐκκλησία τῆς Β΄ χιλιετίας, ποὺ ἔφτιαξε τὸ ριτουαλιστικό, τὸ κονφεσσιοναλιστικὸ καὶ τὸ ἐθνο-φυλετικὸ Κανονικὸ Δίκαιο πεθαίνει, πνέει τὰ λοίσθια; Μὲ ἄλλα λόγια, αὐτὴ ἡ ἱστορικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὑπηρέτησε τὸ Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Β΄ χιλιετίας, εἶναι καταδικασμένη νὰ πεθάνει, ἐὰν ἤδη δὲν ἔχει πεθάνει… Ἐὰν αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, τὴν εὐθύνη τὴν φέρει ἀκέραια τὸ Κανονικὸ Δίκαιο, ποὺ ἀφήσαμε ὡς κανονολόγοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων νὰ διαμορφωθεῖ μὲ ἱστορικὲς παραβατικότητες καὶ ἀντικανονικὲς καθηλώσεις. Μποροῦμε ὅλοι μαζὶ νὰ διερευνήσουμε στὸ παρὸν Συνέδριο αὐτές τὶς ἀλλοιώσεις ποὺπροξένησε τὸ Κανονικὸ Δίκαιο στὴν ἐσχατολογικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὶς μετρήσουμε/ἀναλύσουμε μὲ ἐκκλησιο-κανονικὰ κριτήρια καὶ ὄχι μὲ ἰδεολογικο-κοινοτικὰ κριτήρια, προκειμένου νὰ ἐξυπηρετοῦνται ἐνδο-κοινοτικὲς σκοπιμότητες, ἀγνοώντας τὸν σύνολο σύμπαντα κόσμο»[4]. Χαιρόμαστε που ακούστηκε στο Συνέδριο ότι θεωρείται οριστικά νεκρή η αιρετική «εκκλησία» της Β΄ χιλιετίας, αλλά δεν κατονομάζεται, διότι αυτή είναι η παπική, με τις δεκάδες κακοδοξίες της και οι πολυάριθμες και πολυποίκιλες «θυγατέρες» της, του Προτεσταντισμού. Οι πλάνες της και το εγκληματικό παρελθόν τους τις καθιστούν νεκρές και όχι το Κανονικό τους Δίκαιο, το οποίο απλά πιστοποιεί την νεκρότητά της!

       Ακολούθως αναφέρθη: «Πρόκειται ὄντως γιὰ διαχρονικὰ ἐρωτήματα ποὺ τίθενται στὸ παρὸν καὶ τὸ σήμερα, ἐρωτήματα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος, καὶ πού, μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ παρὸν καὶ τὸ παρελθόν, καλούμαστε ἀκριβῶς νὰ ἀτενίσουμε τὸ Ἐκκλησιακὸ μέλλον. Τὸ μέλλον αὐτό, μεταξὺ ἄλλων, περιλαμβάνει κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος καὶ τὴν ἐνέργεια καὶ τὴν συμβολὴ τοῦ δικοῦ μας Κανονικοῦ Δικαίου. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνιστᾶ καὶ τὸν στόχο προτεραιότητας τοῦ φετινοῦ μας Συνεδρίου: ποιά θὰ εἶναι ἡ ἀποστολὴ τόσο τῆς Ἐπιστήμης ὅσο καὶ τῆς Διακονίας τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου μπροστὰ στὴν μελλοντικὴ ἱστορικὴ πορεία τῶν Ἐκκλησιῶν πρὸς τὰ Ἔσχατα καὶ στὸ διαχρονικὸ λειτουργικὸ αἴτημα [Θ. Λειτουργία] “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως”»;[5] 

        Δεν είναι μόνο η κανονική παράδοση του παρεφθαρμένου δυτικού χριστιανισμού, η οποία τον διαφοροποιεί από την αυθεντική, την ακαινοτόμητη και μόνη σώζουσα διδασκαλία της Μιας και αδιαίρετης Εκκλησίας του Χριστού. Αλλά η σατανικής φύσεως εμμονή των δυτικών στα δεκάδες αιρετικά τους συστήματα. Φρονούμε ταπεινά, πως όσα επιστημονικά συνέδρια και αν γίνουν, όσες χιλιάδες σελίδες συγγραφών και εισηγήσεων και αν γραφούν και ειπωθούν, αν δεν ταπεινωθούν οι Δυτικοί, αναγνωρίζοντας την αποκοπή τους από την Μία και Αδιαίρετη Εκκλησία και αποβάλλουν τις δεκάδες πλάνες τους, δεν θα σημειωθεί η παραμικρή βελτίωση στην «μελλοντικὴ ἱστορικὴ πορεία τῶν Ἐκκλησιῶν πρὸς τὰ Ἔσχατα καὶ στὸ διαχρονικὸ λειτουργικὸ αἴτημα [Θ. Λειτουργία] “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως”»! Οι Αιρέσεις στερούνται της Θείας Χάριτος, την οποία άλλωστε θεωρούν «κτιστή» και ως εκ τούτου είναι αδύνατη η πραγματική ένωσή τους με την Εκκλησία. Η Θεία Χάρις δεν βιάζεται να λειτουργήσει, με ανθρώπινης επινόησης «Κανονικά Δίκαια», όσο και αν αυτά έχουν την επικάλυψη της επιστημοσύνης!

       Ακολούθως σημειώθηκε: «Γνωρίζουμε ὅλοι μας ὅτι ἀσκεῖται ἔντονη κριτική, εἰδικὰ στὸ Κανονικὸ Δίκαιο, ὅτι, μὲ τὶς ἐνίοτε ἀνελαστικὲς ἀρχές του, ὑπῆρξε τὸ ποιητικὸ αἴτιο διάσπασης τῆς μίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς Α΄ χιλιετίας σὲ πληθυντικές, συνεδαφίζουσες καὶ διηρημένες Ἐκκλησίες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ χιλιετίας. Γι’ αὐτό, προτοῦ αὐτὴ ἡ ἀσκούμενη κριτικὴ ἐξαπλωθεῖ σήμερα ἔτι καὶ ἔτι, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, οἱ κανονολόγοι πρῶτα, καλούμαστε πρῶτοι νὰ ἀρχίσουμε νὰ ἀναλύουμε κριτικὰ τὸ “γνώρισον πόθεν πέπτωκας” (πβ. Ἀποκ. 2, 5), τὸ ποῦ βρεθήκαμε καὶ πρὸς τὰ ποῦ πορευόμαστε»[6]. Ναι, είναι αλήθεια ότι οι θιασώτες της «ενώσεως των εκκλησιών», χωρίς τις προϋποθέσεις που θέτει η Εκκλησία, με πρόταγμα τον  θρησκευτικό συγκρητισμό, θεωρούν το Κανονικό Δίκαιο της Μιας και αδιαίρετης Εκκλησίας, ως «ανελαστικό» και ως «τὸ ποιητικὸ αἴτιο διάσπασης τῆς μίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς Α΄ χιλιετίας σὲ πληθυντικές, συνεδαφίζουσες καὶ διηρημένες Ἐκκλησίες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ χιλιετίας». Επαναλαμβάνουμε και πάλι ότι δεν υπάρχουν «πληθυντικές, συνεδαφίζουσες καὶ διηρημένες Ἐκκλησίες», διότι, μετά την αποκοπή τους από την αεί αδιαίρετη Εκκλησία, μεταβλήθηκαν σε θρησκευτικές αιρετικές ομάδες! Και τούτο, διότι η Εκκλησία δεν διαιρείται, δεν διασπάται, διότι είναι το αεί αδιαίρετο Σώμα του Χριστού (Εφ.5,23). Δεν είναι το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας το «ποιητικό αίτιο» της αποκοπής των αιρετικών, αλλά ο εωσφορικός εγωισμός τους και κύρια αυτός του «Πάπα», ο οποίος ανέβασε τον εαυτό του σε επίπεδα «θεότητας»!

       Στη συνέχεια απευθύνθηκε ο εξής προβληματισμός: «Ἴσως τὸ πιὸ σημαντικὸ ἐρώτημα ποὺ πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε στὸ παρὸν Συνέδριο, πρῶτα στὸν ἑαυτό μας, πρῶτα στὶς Ἐκκλησίες μας καὶ ὕστερα στοὺς ἄλλους, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν, ποὺ στέκονται ἐπικριτικὰ ἀπέναντί μας, ποὺ μᾶς ἐπικρίνουν, εἶναι τὸ πῶς ἔχουμε καταλήξει στὴν πολυδιάσπαση τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Κανονικῆς Παράδοσης, τοῦ ἑνὸς καὶ ἑνιαίου Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Α΄ χιλιετίας σὲ πληθυντικὰ καὶ διαφορετικὰ Κανονικὰ Δίκαια, ἤτοι διαφορετικὲς ἐκδοχὲς Κανονικοῦ Δικαίου, ριτουαλιστικὰ γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ἐθνοφυλετικὰ καὶ καταστατικὰ ἀπὸ προτεσταντικὴ ἐπίδραση γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ χιλιετίας, χωρὶς μάλιστα νὰ ἔχουμε ἀντιληφθεῖ αὐτὴν τὴν πολυδιάσπαση σὲ ὅλο της τὸ εὖρος τόσο ἐπιστημονικὸ καὶ μεθοδολογικὸ ὅσο καὶ ἐκκλησιακὸ καὶ ποιμαντικό»[7]. Παρεμβάλλουμε και πάλι την ορθόδοξη θέση, ότι δεν έχουμε «πολυδιάσπαση τῆς μίας καὶ μοναδικῆς Κανονικῆς Παράδοσης, τοῦ ἑνὸς καὶ ἑνιαίου Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Α΄ χιλιετίας σὲ πληθυντικὰ καὶ διαφορετικὰ Κανονικὰ Δίκαια». Το Κανονικό Δίκαιο της Μιας και Αδιαίρετης Εκκλησίας παραμένει αναλλοίωτο, όπως θεσπίστηκε από τις Άγιες Συνόδους, με την επενέργεια και το φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος. Οι Αιρετικοί, Παπικοί και Προτεστάντες, εμφορούμενοι από δαιμονικής ενέργειας εγωισμό, το παράλλαξαν, δημιούργησαν δική τους «κανονική παράδοση», εμφορούμενη από κοσμικά δικανικά σχήματα και εξυπηρετούσα κοσμικές επιδιώξεις. Συμφωνούμε με την εισήγηση, ότι αυτού του είδους η παρεφθαρμένη και αλλοιωμένη κανονική παράδοση, έχει σοβαρές, μάλλον ολέθριες, ποιμαντικές και σωτηριολογικές συνέπειες.

      Στη συνέχεια της εισήγησης ειπώθηκε: «Ἕνα πρωταρχικὸ καὶ ταυτόχρονα ἀξονικὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται πρὶν ἀπὸ ὅλα εἶναι κατὰ πόσο τὸ πληθυντικὸ παρελθὸν τῶν πληθυντικῶν Κανονικῶν Δικαίων μᾶς δεσμεύει γιὰ τὸ παρὸν καὶ κυρίως γιὰ τὸ Ἐκκλησιακὸ μέλλον. Ἐὰν ὄντως μᾶς δεσμεύει, τότε γινόμαστε ὅμηροι τοῦ παρελθόντος, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμὸ ποὺ παρέλκει ἴσως νὰ πραγματοποιήσουμε ἀκόμη καὶ τὸ παρὸν Συνέδριο τῆς Ἑταιρείας μας μὲ αὐτὴν τὴν θεματική: τὸ μέλλον τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου!… Ἐὰν ὅμως δὲν μᾶς δεσμεύει, τότε πῶς θὰ διαχειριστοῦμε τὴν ρήξη μὲ αὐτὸ τὸπρόσφατο πληθυντικὸ παρελθὸν τῆς Β΄ χιλιετίας; Τὸ 1ο φαίνεται ὅτι χάνει συνεχῶς ἔδαφος ἀφήνοντας χῶρο γιὰ τὸ 2ο. Τὸ 2ο ὡστόσο δὲν κάνει ἔκδηλα τὴν ἐμφάνισή του σήμερα. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή του ὡς ρήξη ἤδη ἐδῶ καὶ τουλάχιστον 1000 χρόνια. Ὁ ὁρατὸς χρονικὸς ὁρίζοντας θὰ μποροῦσε ὄντως νὰ ἀποτελεῖ τὸ συμβολικὸ ἔτος 1054, αὐτὸ τῆς Διακοπῆς τῆς ἐκκλησιακῆς κοινωνίας»[8]. Θεωρούμε άτοπο τον προβληματισμό: «αν μας δευσμεύουν» τα «πληθυντικά Δίκαια», «γιὰ τὸ παρὸν καὶ κυρίως γιὰ τὸ Ἐκκλησιακὸ μέλλον». Ο λόγος της αλήθειας πρέπει να είναι ακριβής, να έχει σαφήνεια, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου «έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου, το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν» (Ματθ.6,37). Υπάρχει μόνο ένα Κανονικό Δίκαιο, που θα πρέπει να μας δεσμεύει: το Κανονικό Δίκαιο της Μιας και Αδιαιρέτου Εκκλησίας και το οποίο, όχι μόνο δεν μας καθιστά ομήρους του παρελθόντος, αλλά, είναι το μόνο, που μπορεί να μας δώσει ελπίδα για το μέλλον! Όντως, η παπική «κανονική παράδοση» εμφανίστηκε ως ρήξη και μάλιστα οριστική, με την Εκκλησία του Χριστού!

       Είναι επίσης γεγονός ότι, «γιὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ἡ Β΄ χιλιετία φανερώνει τὴν ρήξη μὲ τὸ παρελθὸν τῆς Α΄ χιλιετίας, καθὼς οἱ “νέοι” Κανόνες ποὺ ἀναδύθηκαν ἀπὸ τὶς 4 Συνόδους τοῦ Λατερανοῦ (11ος-13ος αἰ.), γεννήθηκαν μέσα ἀπὸ τὴν ρήξη μὲ τὸ παρελθὸν τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Α΄ συνοδικῆς χιλιετίας. Γιὰ τοὺς Προτεστάντες, μετὰ τὴν Μεταρρύθμιση-1517 καὶ τὴν Ὁμολογία τοῦ Augsburg τοῦ 1530, ἡ μισὴ χιλιετία ποὺ ἀκολουθεῖ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ρήξη καὶ μὲ τὸ τότε πρόσφατο παρελθὸν τοῦ νέου Ρωμαιοκαθολικοῦ Μεσαίωνα τῶν “νέων” Κανόνων τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καί, κατ’ ἐπέκταση, μὲ τὸ ἀπώτερο παρελθὸν τῆς Α΄ χιλιετίας (ἐκτὸς τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς καὶ αὐτῆς προσαρμοσμένης στὴν Μεταρρύθμιση)»[9]. Ο αιρετικός Παπισμός, αποκομμένος από την Θεία Χάρη, δεν μπορούσε πλέον να ορίζεται από την θεοχαρίτωτη Κανονική Παράδοση της αεί αδιαίρετης Εκκλησίας, και γι’ αυτό δημιούργησε δική του «κανονική παράδοση», απότοκη του βαρβαρικού φραγκισμού, του δυτικού δικανικού «πνεύματος» και του σχολαστικισμού, η οποία τον διευκολύνει να πραγματοποιήσει τα αντιχριστιανικά κοσμικά του σχέδια. Αυτή η «κανονική παράδοση» υπήρξε το ολέθριο αίτιο των τερατωδών επιλογών του Παπισμού κατά την Β΄ χιλιετία. Όλα τα φρικτά παπικά εγκλήματά του ως τώρα, ήταν και είναι θεμελιωμένα στο παπικό «Κανονικό Δίκαιο»!

     Αλλά η εισήγηση ανεφέρθη και στην «καταστρατήγηση» της Κανονικής Παράδοσης στην Ορθόδοξη Εκκλησία: «Στὴν ἴδια προοπτική, γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους, παρ’ ὅλο ποὺ δείχνουν ἀπόλυτη πιστότητα στὸ παρελθόν, ἔχουν προκαλέσει σιωπηρὰ ρήξη καὶ αὐτοὶ μὲ τὸ ἐκκλησιακὸ παρελθόν. Τὸ πρόβλημα τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερο, διότι ‘κατηγοροῦν’ μὲν τοὺς Δυτικοὺς χριστιανοὺς γιὰ ρήξη μὲ τὸ παρελθόν (1054 καὶ 1517 ἀντίστοιχα), ἐνῶ καὶ οἱ ἴδιοι ἔχουν προκαλέσει μεγαλύτερη ρήξη μὲ τὸ ἑνιαῖο παρελθὸν δεκαεννέα (19) αἰώνων, καὶ ἰδίως μετὰ τὴν Πανορθόδοξη Σύνοδο τῆς ΚΠόλεως τοῦ 1872, ἐνεργώντας ἐντελῶς ἀντίθετα καὶ ἀντικανονικά, ἀνομολόγητα ὅμως, καὶ σήμερα δὲν τὸ ἀντιλαμβάνονται»[10]. Φανταζόμαστε ότι εννοείται η καταδίκη της αίρεσης του εθνοφιλετισμού, η οποία όντως εισήλθε ως πρόβλημα στην Εκκλησία τον 19ο αιώνα. Καλώς αναφέρθηκε, αλλά θα έπρεπε να προστεθεί, ότι αυτό σήμερα ταλαιπωρεί την Εκκλησία, με τρανταχτό παράδειγμα την Ουκρανία, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο να φέρνει ευθύνη γι’ αυτή την κατάσταση. Παρελήφθη επίσης να αναφερθεί και η κατάφορη καταστρατήγηση των Ιερών Κανόνων τα τελευταία 120 χρόνια, από τα «τολμηρά» οικουμενιστικά «ανοίγματα» προς τους Αιρετικούς και τους Αλλοθρήσκους, αναγνωρίζοντας τις αιρέσεις ως «εκκλησίες» και τις θρησκείες του κόσμου, ως «διαφορετικές λατρείες» του «ενός Θεού», με τις συμπροσευχές, κλπ.

       Ακολούθως παρατηρήθηκε ότι, «Αὐτὲς οἱ πολλαπλὲς μὴ κανονικὲς ρήξεις τῆς Β΄ χιλιετίας (1054, 1517 καὶ1872 ἀντίστοιχα) μὲ τὸ κανονικὸ παρελθὸν τῆς Α΄ συνοδικῆς χιλιετίας προκάλεσαν ἀρνητικὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιακὰ ἀποτελέσματα. Τὸ ἀποκορυφωματικὸ σημεῖο καὶ ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν πολλαπλῶν ρήξεων ἀποτελεῖ ἡ Εὐχαριστιακὴ διαίρεση τῶν χριστιανῶν, ποὺ συνεπάγεται τὴν ὁρατὴ ὑπάρχουσα Ἐκκλησιακὴ διαίρεση ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη (κοντολογίς, πολλαπλῆ ‘‘εὐχαριστιακὴ διαίρεση’’ καὶ πολλαπλὲς ‘‘ἐκκλησιακὲς διαιρέσεις’’), καθὼς καὶ τὴν προηγηθεῖσα διάσπαση τοῦ ἑνιαίου Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Α΄ χιλιετίας σὲ πολλαπλᾶ Κανονικὰ Δίκαια τῆς Β΄ χιλιετίας»[11]. Η διακοπή της Ευχαριστιακής ενότητας δεν προκλήθηκε απλά από την ρήξη των Δυτικών με την κανονική Παράδοση της Α΄ χιλιετίας, αλλά από την σταδιακή εισβολή του φραγκικού «πνεύματος» στην δυτική Χριστιανοσύνη, από το γεγονός ότι ο Φράγκος Αυτοκράτορας «περιβλήθηκε» και την αρχιερατική εξουσία στην Δυτική Εκκλησία. Όταν η Εκκλησία του αρνήθηκε αυτή την εωσφορική απαίτηση (μαζί με πλειάδα άλλων δαιμονικών απαιτήσεων) την απέκοψε από τον ενιαίο και αδιαίρετο κορμό της Εκκλησίας, το πάλαι ποτέ Πατριαρχείο της Δύσεως!

      Εν συνεχεία ετέθη «επί τάπητος» το γεγονός, αν είναι αναγκαίο ή όχι η ρήξη με την κανονική Παράδοση του παρελθόντος και προφανώς η δημιουργία νέας «κανονικής παράδοσης». «Ὅταν ὅμως μιλᾶμε γιὰ ρήξη μὲ τὸ παρελθόν, γιὰ κάτι καινούργιο ποὺ θέλουμε καὶ ἐπιθυμοῦμε νὰ προκύψει, τί ἐννοοῦμε; Ἐννοοῦμε ρήξη μὲ τὴν Α΄ χιλιετία ἢ ρήξη μὲ τὴν Β΄ χιλιετία; Ἡ Β΄ χιλιετία ἀποτελεῖ στὴν πράξη παράδειγμα ἀποτυχίας τῆς ρήξης μὲ τὸ κανονικὸ παρελθὸν τῆς Α΄ χιλιετίας. Ἡ Γ΄ χιλιετία, ἂν συμφωνήσουμε ὅτι θὰ προχωρήσουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν σειρά μας σὲ ρήξη μὲ τὸ πρόσφατο παρελθὸν τῆς Β΄ χιλιετίας καὶ μὲ τὸ ταυτισμένο μὲ αὐτὸ σημερινὸ παρόν, ἔχει αὐτὴ τρεῖς δυνατὲς ἐπιλογές:1. Νὰ ἀποστασιοποιηθεῖ μὲ ρήξη ἀπὸ τὸ παρελθὸν τῆς Β΄ χιλιετίας ὡς ἀποτυχημένο παράδειγμα Ἐκκλησιακῆς ζωῆς. Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ προκαλέσουμε ρήξη στὴν ἐπιγενόμενη ρήξη τῆς Β΄ χιλιετίας… 2. Νὰ υἱοθετήσει τὸ παρελθὸν τῆς Α΄ χιλιετίας ὡς ἐπιτυχημένο παράδειγμα Ἐκκλησιακῆς ζωῆς, ἀλλὰ χωρὶς ἐξιδανικεύσεις του, καὶ 3. Νὰ προκαλέσει πλήρη ρήξη μὲ τὰ δύο παρελθόντα, δημιουργώντας κάτι δικό της “νέο”, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ ἐπιτύχει Ἐκκλησιακὴ ἑνότητα (πβ. “τῶν πάντων ἑνώσεως” [Θ. Λειτουργία]) καὶ κοινωνία, καὶ θὰ διασφαλίσει τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως, στὸ διάβημά μας αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ λάβουμε σοβαρὰ ὑπ’ ὄψιν μας μία καθοριστικὴ παράμετρο, ἡ ὁποία ἐπάγεται ὅτι, ὅταν τὸ συλλογικὸ σφάλμα ἢλάθος ἔχει βάθος χρόνου, δύσκολα διορθώνεται… Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ συνθετικὴ πρόταση θὰ ἦταν, ἡ Γ΄ χιλιετία νὰ ἀξιοποιήσει τόσο τὴν ἀλήθεια ὅσο καὶ τὰ λάθη τοῦ παρελθόντος, καὶ νὰ δημιουργήσει συνθῆκες πλήρους εὐαγγελισμοῦ τῶν λαῶν μὲἀλήθεια καὶ κανονικὴ ἑνότητα…»[12]!

         Η Εκκλησία δεν γνωρίζει πειραματισμούς, διότι είναι, όπως είπαμε, το Σώμα του Χριστού (Εφ.5,23). Όπως ο Χριστός είναι αιωνίως αναλλοίωτος, «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός εἰς τούς αἰῶνας» (Εβρ.13,8), κατά συνέπεια και το πανάγιο Σώμα Του, η Εκκλησία Του, είναι αιωνίως αναλλοίωτο και πάντοτε νέο. Η θεία διδασκαλία του Χριστού είναι η όντως ζωή, «τα ρήματα α εγώ λαλώ υμίν πνεύμα εστίν και ζωή εστιν» (Ιωάν.6,63). Ομοίως αιώνια είναι και η αλήθεια, που διδάσκει το Πανάγιο Πνεύμα στην Εκκλησία, οδηγώντας την «εις πάσαν την αληθείαν» (Ιωάν16,13). Η αλήθεια του Παναγίου Πνεύματος εκφράζεται συνοδικώς από τους θεωμένους Αγίους Πατέρες. Η Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας είναι προϊόν πνοής του Αγίου Πνεύματος, με την αρχή: «έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξεις,15,28). Άρα δεν τίθεται θέμα αλλαγής, ή συγκερασμού «κανονικών παραδόσεων», όπως αναφέρθηκε. Και τούτο διότι η «νέα» «κανονική παράδοση τα Γ΄ χιλιετίας», δεν θα είναι προϊόν φωτισμού του Αγίου Πνεύματος!

      Ακολούθως αναφέρθηκε πως, «Τὸ παρελθὸν καὶ τὴν Ἱστορία δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀλλάξουμε. Ὃ γέγονε, γέγονε. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἀποφύγουμε διορθωτικὰ τὰ λάθη καὶ νὰ ἀποβάλουμε θεολογικὰ τὶς ἐπιχωματώσεις. Αὐτὸ συνεπαγωγικὰ σημαίνει ὅτι θὰ λάβουμε ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὰ καὶ θὰ ἐνεργήσουμε καθαρὰ θεολογικά, ἤτοι ὀντολογικὰ καὶ ἐσχατολογικά, ὅπως ἀκριβῶς τὸ προτείνει ὁ Χριστός, ἀποβάλλοντας καινὰ καὶ παλαιὰ καὶ θέτοντας ὡς προτεραιότητα τὰ Ἔσχατα στὴν ἀπωλεσθεῖσα ἱστορικὴ πορεία μας πρὸς αὐτά… Ἐὰν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ καὶ αὐτὸ ἐδῶ: Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ὁδηγοῦμε σὲ παρακμὴ τὴν Ἐκκλησία –ἂν δὲν τὴν ἔχουμε ἤδη ὁδηγήσει– στοὺς ὕστερους αὐτοὺς χρόνους, ὄχι μὲ ἐχθρικές μας ἐνέργειες, ἀλλὰ μὲ ὁμοπαθητικὲς καὶ ὁμοιοπαθητικὲς ἐπιλογὲς ποὺ ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα σὲ παρακμιακὰ ἀποτελέσματα… Καὶ ἐπειδὴ ἀλλοιώνεται, ἀλλοτριώνεται καὶ ἀπόλλυται ἡ ἐκκλησιακότητα, τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα στὴν ἀποχριστιανοποίηση τῶν παραδοσιακὰ χριστιανικῶν λαῶν καὶ κοινωνιῶν, καὶ ὄχι μόνον…»[13].

        Ερώτημα: η «διόρθωση λαθών» και η «αποβολή θεολογικά των επιχωματώσεων», των «Κανονικών Δικαίων», αφορά και το Κανονικό Δίκαιο της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας μας; Τα «λάθη» και οι «επιχωματώσεις» του παρελθόντος μπορούν να διορθωθούν μόνον και μόνον με την μετάνοια των αιρετικών, την αποβολή των κακοδοξιών τους και την επιστροφή τους στην σωστική αγκαλιά της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας του Χριστού, στην Ορθοδοξία! Η ομολογία ότι «Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τὴν ὁδηγοῦμε σὲ παρακμὴ τὴν Ἐκκλησία» αληθεύει υπό το πρίσμα, ότι αρνούμαστε την αυθεντικότητά της και προσβλέπουμε στις παραχαράξεις και αλλοτριώσεις της, στις αιρέσεις. Ας δούμε την σημαντική είδηση, όπως την μετέδωσε πρόσφατα η «Deutsche Welle»: «Στη Γερμανία, την ώρα που η Καθολική και η Προτεσταντική Εκκλησία χάνουν μέλη και συρρικνώνονται, η Ορθόδοξη Εκκλησία γνωρίζει μεγάλη άνθηση»[14]! Γιατί; Διότι, η απουσία της Θείας Χάριτος στον αιρετικό δυτικό Χριστιανισμό είναι η κύρια αιτία αποχριστιανισμού και όχι οι «ἐχθρικές μας ἐνέργειες, μὲ ὁμοπαθητικὲς καὶ ὁμοιοπαθητικὲς ἐπιλογὲς ποὺ ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα σὲ παρακμιακὰ ἀποτελέσματα…».

       Επίσης το σύγχρονο επικίνδυνο «πνεύμα» του «νεωτερισμού», οι «νεωτερικὲς κρυσταλλώσεις/παγιώσεις», δεν αντιμετωπίζονται με ευχολόγια, όπως λ.χ. «καλούμαστε νὰ ἐνατενίσουμε καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὶς ἀναδυόμενες ἰδιότυπες καὶ πρωτόγνωρες προκλήσεις, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει ἡ Ἐκκλησία, νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς, στὴν ἐσχατοιστορικὴ πορεία μας νὰ προβοῦμε προσληπτικὰ σὲ πρωτοβουλίες μὲ διάλογο –καὶ ὄχι σὲ ὑστερικὲς ἢ φονταμενταλιστικὲς ἀντιδράσεις–, πρωτοβουλίες ποὺ θὰ δώσουν θεολογικὲς καὶ ἐσχατολογικὲς διεξόδους στὰ πτωτικὰ ἀδιέξοδα, στὰ ὁποῖα καὶ σὲ αὐτὴν τὴν ἀναδυόμενη ἐποχὴ συνεχίζει νὰ διολισθαίνει ἡ μεταπτωτικὴ ἀκοινωνιακὴ κοινωνία μας, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν θὰ βουλιάζει ἀκόμη, ἔτι καὶ ἔτι, σὲ αὐτά»[15]. Αντιμετωπίζονται με την προβολή της μόνης σώζουσας χριστιανικής διδασκαλίας, όπως διασώθηκε αλώβητη στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, την αληθινή Εκκλησία του Χριστού.

       Το συμπέρασμα της εισήγησης: «Ἡ δική μας πρωτοβουλία εἶναι ἀναγκαῖο νὰ εἶναι καθαρὰ θεολογική, ἐσχατολογική, ἀπελευθερωτικὴ τῶν ἐπαναλαμβανόμενων ἱστορικὰ ἀδιεξόδων. Ὁ κόσμος πορεύεται ἐρήμην ἡμῶν… Γι’ αὐτό, τὸ μέλλον –ἐὰν ὑπάρχει μέλλον– τῆς παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας στὴν δημόσια σφαῖρα κατὰ τὴν μετανεωτερικὴ ἐποχὴ ἐξαρτᾶται ἐν πολλοῖς ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον αὐτὴ καταθέτει καὶ θὰ καταθέτει τὴν θεολογικὴ μαρτυρία της στὸν σύγχρονο Μετανεωτερικό μας κόσμο»[16]. Θέτει το αναπόδραστο ερώτημα: Από ποιόν «Θεό» αποστασιοποιείται ο σύγχρονος κόσμος; Ασφαλώς από τον «οριστικά νεκρό Θεό» της δυτικής αιρετικής Χριστιανοσύνης, όπως τον όρισε ο Νίτσε! Το φοβερό είδωλο του σχολαστικισμού, τον άτεγκτο και ανελέητο τιμωρό της «διασαλευθείσας» και «προσβληθείσας» «θείας δικαιοσύνης», ο οποίος διψά για εκδίκηση και ευφραίνεται από τις κραυγές των κολαζομένων στην κόλαση! Άλλωστε είναι γνωστή η απέχθειά του δυτικού ανθρώπου και την αποστασιοποίησή του από μια «εκκλησία», (την παπική και τις χιλιάδες προτεσταντικές), για τα φρικτά διαχρονικά της εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας! Για τα εκατομμύρια θύματα της δαιμονικής «Ιεράς Εξετάσεως», που εφεύρε και άσκησε η παπική «εκκλησία» για 700 χρόνια! Για τους «θρησκευτικούς πολέμους». Για τις γενοκτονίες (σφαγή 30.000 Ουγενότων, εξαφάνιση εκατομμυρίων ιθαγενών από ιεραποστόλους κατά την αποικιοκρατία, 880.000 Σέρβων Ορθοδόξων κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, από τις χιλιάδες διώξεις και τα ειδεχθή εγκλήματα των ουνιτών στην Ανατολική Ευρώπη και αλλαχού, από τις σφαγές 70.000 στην Ρουάντα, κλπ). Για την ηθική καταβαράθρωση των «εκκλησιαστικών» ταγών και του «κλήρου» των «εκκλησιών» της Δύσεως, με τις χιλιάδες εγκληματικές ενέργειες χιλιάδων παιδεραστών!

      Ρωτάμε, πως μπορούμε να έχουμε κοινή «πρωτοβουλία … θεολογική, ἐσχατολογική, ἀπελευθερωτικὴ» με τους ανωτέρω αιρετικούς. Σωστά αναφέρεται πως η μαρτυρία της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο εξαρτάται από τον τρόπο που καταθέτει την θεολογική της μαρτυρία στον μετανεωτερικό κόσμο. Αλλά δεν διευκρινίζεται για ποια Εκκλησία πρόκειται. Αν εννοείται η Ορθόδοξη Εκκλησία, η αληθινή Εκκλησία, καλώς εννοείται. Αλλά, αν εννοούνται οι «εκκλησίες» των αιρετικών οι οποίες «μπορούν να δώσουν θεολογική μαρτυρία ελπίδας στο σύγχρονο κόσμο», αυτό είναι λάθος. Ποια μαρτυρία ελπίδας μπορούν να δώσουν οι απόλυτα χρεωκοπημένες «εκκλησίες» του δυτικού χριστιανισμού, στον σύγχρονο ταραγμένο και απελπισμένο κόσμο; Ποια μαρτυρία μπορεί να δώσει ο Παπισμός όταν ο κόσμος ολόκληρος ατενίζει την συνεχή κατάρρευσή του, την βύθισή του στο χειρότερο τέλμα της ιστορίας του, την πρωτοφανή καταρράκωσή του, διατελώντας σε πλήρη και έσχατη ανυποληψία από τους λαούς της Δύσης; Ποια διέξοδα μπορεί να δείξει στον σύγχρονο ταλαιπωρημένο κόσμο, όταν το Βατικανό και προσωπικά ο «Πάπας» Φραγκίσκος είναι απόλυτα ταυτισμένος με το σύγχρονο πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό κατεστημένο της «Νέας Τάξεως Πραγμάτων», η οποία οδηγεί την ανθρωπότητα στο όλεθρο; Επίσης ποια ελπίδα μπορεί να δώσει, η άλλη όψη του παπικού «νομίσματος», ο κατακερματισμένος Προτεσταντισμός, ο οποίος στερείται παντελούς πνευματικότητας και είναι ταυτισμένος με τον κόσμο;

      Κλείνουμε την ανακοίνωσή μας, εκφράζοντας για πολλοστή φορά την ανησυχία μας, για τα «τολμηρά ανοίγματα» υψηλά ισταμένων εκκλησιαστικών προσώπων στους αμετανόητους αιρετικούς. Τα γεγονότα και η ίδια η πραγματικότητα αμφισβητούν τον ισχυρισμό, ότι μετέχουμε σε διάφορα fora για να «δώσουμε την μαρτυρία της Ορθοδοξίας στους ετεροδόξους». Εν προκειμένω, στον διαχριστιανικό ετούτο οργανισμό, δεν διαγνώσαμε προσπάθεια να μαρτυρηθεί η Ορθοδοξία, ως μοναδικός φορέας της αλήθειας, εκτός από κάποιες αόριστες αναφορές στην Α΄ χιλιετία. Δεν κλήθηκαν οι αιρετικοί ακροατές να επιστρέψουν στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αφήνοντάς τους να τη θεωρούν ως «ανελαστική» και ως «τὸ ποιητικὸ αἴτιο διάσπασης τῆς μίας καὶ ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας τῆς Α΄ χιλιετίας σὲ πληθυντικές, συνεδαφίζουσες καὶ διηρημένες Ἐκκλησίες κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Β΄ χιλιετίας»!

      Εν κατακλείδι, όσοι καταφρονούν το θεοδίδακτο Κανονικό Δίκαιο της Μιας και Αδιαίρετης Εκκλησίας του Χριστού και ζητούν την αντικατάστασή του με «νέο», της «Γ΄ χιλιετίας», αρνούνται δυστυχώς την Αιώνια θεοπνευστία της Εκκλησίας και τον Αιώνιο λόγο του Κυρίου και Δομήτορός της, ότι ο Παράκλητος που ενοικεί σ’ Αυτή, την οδηγεί «εις πάσαν την Αλήθειαν» (Ιωάν.16,13), η Οποία είναι ενυπόστατη, ο Ίδιος ο Χριστός!

 

Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και Παραθρησκειών

         

 

[1]https://www.orthodoxianewsagency.gr/wp-content/uploads/2024/09/1.-SLEC-2024-%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85.pdf

[2]Όπου ανωτέρω

[3]Όπου ανωτέρω

[4]Όπου ανωτέρω

[5]Όπου ανωτέρω

[6]Όπου ανωτέρω

[7]Όπου ανωτέρω

[8]Όπου ανωτέρω

[9]Όπου ανωτέρω

[10]Όπου ανωτέρω

[11]Όπου ανωτέρω

[12]Όπου ανωτέρω

[13]Όπου ανωτέρω

[14]https://www.dw.com/el/%CE%B7-%CE%BF%CF%81%CE%B8%CF%8C%CE%B4%CE%BF%CE%BE%CE%B7-%CE%B5%CE%BA%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%B5%CE%AF-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%AF%CE%B1/a-69747919

[15]https://orthodoxianewsagency.gr/wp-content/uploads/2024/09/1.-SLEC-2024-%CE%93%CF%81%CE%B7%CE%B3%CF%8C%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%A0%CE%B5%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85.pdf

[16]Όπου ανωτέρω