Ἐν Πειραιεῖ τῇ 29ῃ Μαρτίου 2013
Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν
«Ἕτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν παντὶ τῷ αἰτούντι» (Α΄Πετρ.3,15).
Ἀπάντηση σὲ δημοσίευμα τοῦ ὁσιολογιωτάτου π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ μὲ τίτλο: «Ἀπάντηση στὴν κριτικὴ μελέτη Ι. Μητρ. Πειραιῶς ἀπὸ τὸν Ἱερομόναχο π. Εὐθύμιο Τρικαμηνᾶ».
Στὶς 22 Φεβρουαρίου 2013 παρέλαβε ἡ Ἱερὰ Μητρόπολίς μας κείμενο μὲ τὸν ὡς ἄνω ἀναγραφόμενο τίτλο. Συγγραφέας ὁ π. Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπιχειρεῖ νὰ ἀπαντήσει σὲ κριτικὴ μελέτη τοῦ Γραφείου μας μὲ τίτλο «15ος Κανὼν Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ Ἀποτείχισις», δημοσιευθεῖσα τὸν Νοέμβριο τοῦ 2012, ἡ ὁποία ἀναφέρεται σὲ πρόσφατο σύγγραμμα τοῦ ἰδίου συγγραφέως μὲ τίτλο «Ἡ Διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγίων Πατέρων γιὰ τὸ Ὑποχρεωτικό του 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου περὶ Διακοπῆς Μνημονεύσεως Ἐπισκόπου Κηρὺσσοντος ἐπ’ Ἐκκλησίας Αἵρεσιν».
Κατ’ ἀρχὴν τὸ πρῶτο, τὸ ὁποῖο θὰ θέλαμε νὰ ἐπισημάνουμε ἀδελφικὰ στὸν π. Εὐθύμιο (στὸ ἑξῆς π.Ε.) εἶναι, ὅτι τὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο μᾶς ἀπέστειλε, μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ ἀποτελεῖ «ἀπάντηση» στὴν κριτικὴ μελέτη μας. Καὶ τοῦτο διότι ὁ π.Ε ἀγνοεῖ καὶ προσπερνᾶ χωρὶς κανένα σχολιασμὸ ὅλο το κύριο μέρος τοῦ βιβλίου (55 σελίδων) καὶ περιορίζεται, νὰ ἀσκήσει κριτικὴ σὲ ὁρισμένες μόνον φράσεις τῆς εἰσαγωγῆς. Αὐτὸ σημαίνει δύο τινά: Ἢ ὅτι ἀποδέχεται ὅλα ὅσα ἀναγράφονται ἐκεῖ, ἢ ὅτι δὲν τὰ ἀποδέχεται μέν, ἀδυνατεῖ ὅμως νὰ τὰ ἀνατρέψει, μὲ βάση πάντοτε τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Εἶναι πέρα γιὰ πέρα ἀντιδεοντολογικὸ καὶ δημοσιογραφικὰ ἀπαράδεκτο, νὰ κρίνεται μιὰ ἐργασία μὲ βάση μόνο τα ἀναγραφόμενα στὴν εἰσαγωγή. Ἡ εἰσαγωγή, (γι’ αὐτὸ λὲγεται ἄλλωστε καὶ εἰσαγωγή), ἁπλῶς μᾶς εἰσάγει στὸ κύριο μέρος τοῦ βιβλίου καὶ ὡς ἐκ τούτου περιλαμβάνει γενικὲς παρατηρήσεις καὶ συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀποδειχθοῦν στὴ συνέχεια. Ἐὰν ὁ π.Ε. μελετοῦσε μὲ προσοχὴ ὅλο το βιβλίο θὰ ἔβρισκε τὶς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα θέτει στὴν «ἀπάντησή» του.
Μετὰ ἀπὸ τὰ παρὰ πάνω εἰσαγωγικά, προχωροῦμε στὸν ἐπὶ μέρους σχολιασμὸ τῆς «ἀπαντήσεώς» του. Γράφει ὅτι «ἡ προσπάθειά σας, σὲ ὅλη τὴν κριτικὴ μελέτη στρέφεται εἰς τὸ νὰ στηρίξετε τὸν Συνοδικὸ Θεσμὸ εἰς τὰ θέματα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρετικῶν…» (σελ.3). Δὲν προσπαθοῦμε ἐμεῖς νὰ στηρὶξουμε τὸν Συνοδικὸ Θεσμό. Τὸν Συνοδικὸ Θεσμὸ τὸν ἐστήριξαν καὶ τὸν ἐθεμελίωσαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μὲ τὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο (49 μ.Χ) καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἅγιοι Πατέρες, μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικὲς Συνόδους, τὶς ὁποῖες συγκροτοῦσαν. Ὁ Συνοδικὸς Θεσμὸς εἶναι βασικὸς καὶ θεμελιώδης ἐκκλησιαστικὸς θεσμὸς στὴν λειτουργία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ, γιὰ τὴν ἐπίλυση καὶ ρύθμιση τῶν πάσης φύσεως ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων καί, βεβαίως καὶ πρωτίστως, γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση καὶ ἐξουδετέρωση τῶν αἱρέσεων. Μιὰ ἁπλὴ φυλλομέτρηση τοῦ Πηδαλίου καὶ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας βεβαιώνει τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Τὸ γεγονὸς δηλαδή, ὅτι αἳ Σύνοδοι (Οἰκουμενικὲς καὶ Τοπικές), ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν Ἀποστολική, ἔπαιξαν πρωτεύοντα καὶ κυρίαρχο ρόλο στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων. Καὶ ὅτι κυρία καὶ πρωταρχικὴ ἐπιδίωξη τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅταν ἀντιμετώπιζαν κάποια αἵρεση, ἦταν ἡ φροντίδα καὶ ἡ μέριμνά τους, νὰ συγκαλοῦν Σύνοδο, σὲ πρώτη φάση Τοπικὴ καὶ κατόπιν Οἰκουμενική. Μόνον τότε ὁ ἀντιαιρετικὸς ἀγώνας των ἀποκτοῦσε στέρεα βάση, πάνω στὴν ὁποία ἐθεμελίωναν τὴν ἀποκοπὴ τῶν αἱρετικῶν, ἢ τὴν ἀποτείχισή τους ἀπὸ αἱρετικοὺς ἐπισκόπους. Τὴν συγκρότηση τῶν Τοπικῶν αὐτῶν Συνόδων ἀμέσως ἢ λίγο μετὰ τὴν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως ἐπισημαίνουμε παντοῦ σ’ ὅλη τὴν μελέτη μας στὴν κάθε μιὰ συγκεκριμένη περίπτωση αἱρέσεως, κατὰ περίεργο δὲ τρόπο τὶς ἀγνοεῖ, ἢ θέλει νὰ τὶς ἀγνοεῖ ὁ π.Ε. Ἀκόμη καὶ αὐτὸς ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ποὺ μὲ τόσο σθένος καὶ μαχητικότητα ἐπικαλεῖται, γιὰ νὰ στηρίξει τὴν ἀποτείχισή του, εἶναι προϊὸν Συνόδου, εἶναι καρπὸς Συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Ἃς πάρουμε ἕνα παράδειγμα γιὰ νὰ γίνουμε σαφέστεροι. Τὴν περίπτωση τῆς ἀποτειχίσεως τοῦ μεγάλου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἡ ψυχὴ τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ καὶ ὁ κύριος συντελεστὴς τῆς τελικῆς ἀνατροπῆς καὶ καταδίκης της. Μετὰ τὶς τοπικὲς Συνόδους τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς Ἀφρικῆς καὶ τοῦ Λατερανοῦ, συλλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα, δικάζεται καὶ ἐξορὶζεται στὴ Βιζύη τῆς Θράκης. Κατόπιν ἀνακαλεῖται στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νέες ἀνακρίσεις, στὶς ὁποῖες οἱ αὐτοκρατορικοὶ ἀπεσταλμένοι, προκειμένου νὰ τὸν πείσουν νὰ δεχθῆ τὰ αἱρετικὰ δόγματα, τοῦ ἔθεσαν τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: «Κοινωνεῖς τὴ Ἐκκλησία τῶν ὧδε ἢ οὐ κοινωνεῖς; -Ἀπεκρίθη καὶ εἶπε: οὐ κοινωνῶ. -Λέγει αὐτῶ διὰ τί; -Ἀπεκρίθη: Ὅτι ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους».[1] Δηλαδὴ δὲν κοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά, ὄχι γιατί ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴν ἰδικὴ τοῦ προσωπικὴ κρίση ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως βρίσκεται στὴν αἵρεση, ἀλλὰ διότι «ἔξω ἔβαλε τὰς Συνόδους», διότι ἀπέρριψε τὶς Τοπικὲς Συνόδους, πού ἀναφέραμε παρὰ πάνω. Εἶναι δὲ μεγάλο λάθος αὐτό, πού ἀναφέρει στὸ βιβλίο τοῦ ὁ π.Ε., ὅτι «ἡ ἀποτείχισις αὐτὴ τοῦ Ὁσίου ἐγίνετο πρὸ συνοδικῆς κρίσεως, δηλαδὴ πρὶν καταδικαστοῦν οἱ αἱρετικοὶ πατριάρχες καὶ ἐπίσκοποι ἀπὸ Σύνοδο» (σελ.116). Τὴν ἴδια αὐτὴ τακτική, ποὺ ἀκολούθησε ἐδῶ ὁ ἅγιος, ἀκολουθοῦσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες. Δὲν ἔσπευδαν δηλαδὴ νὰ διακόψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ νὰ ἀποτειχιστοῦν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους κατόπιν ἰδικὴς τοὺς προσωπικῆς κρίσεως καὶ ἀποφάσεως, παρὰ μόνον μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ κρίση καὶ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν.
Παρὰ κάτω γράφει: «Πιστεύετε ὅτι ὁ 15ος ἱερὸς Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἶναι δυνητικὸς καὶ ὄχι ὑποχρεωτικὸς καί, ὡς ἐκ τούτου, δὲν δημιουργεῖ ὑποχρέωση σὲ κάθε ὀρθόδοξο νὰ ἀπομακρυνθῆ ἐκκλησιαστικὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ δύναται νὰ τοὺς ἀκολουθὴ καὶ νὰ τοὺς ἀναγνωρίζη ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα ἡγετικὰ καὶ βεβαίως νὰ συμμετέχη σὲ ὅ,τι αὐτοὶ πρὰττουν καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ τὰ ἐπιτελοῦν, ἔστω καὶ ἂν ἔχει διαφορετικὴ ἄποψη καὶ πίστη ἀπὸ αὐτὰ» (σελ.3). Τὸ ὅτι ὁ 15ος Κανόνας τῆς ΑΒ΄ ἔχει προαιρετικὸ χαρακτήρα τὸ ἀποδείξαμε στὸ ἀνάλογο κεφάλαιο τῆς μελέτης μᾶς (σελ.15-16). Ἐκεῖ ἐπισημαίνουμε, ὅτι ἂν ὁ Κανόνας ὑποχρέωνε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀποτειχιστοῦν ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, θὰ ἦταν περιττὴ ἡ συνοδικὴ κρίσις καὶ ἀποκοπή του ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὴν κρίση καὶ τὴν ἀποκοπὴ θὰ τὴν εἶχε κάνει ἤδη ὁ λαός, ἀποτειχιζόμενος ἀπὸ αὐτόν. Ἐπίσης ἐπισημαίνουμε, ὅτι ὁ Κανὼν αὐτός, ἐνῶ ἐπαινεῖ μὲν ἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως», δὲν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινὴ σ’ ἐκείνους, πού χωρὶς νὰ ἀποδέχονται τὶς διδασκαλίες τοῦ ἐν λόγω ἐπισκόπου, ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μνημονεύουν, ἀναμένοντες συνοδικὴ διάγνωση καὶ καταδίκη καὶ ἀνταγωνιζόμενοι μὲ κάθε τρόπο πρὸς τὴν αἵρεση. Ἐὰν ὁ Κανόνας εἶχε ὑποχρεωτικὸ χαρακτήρα, θὰ ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ὁπωσδήποτε μία ἀνάλογη διατύπωση γιὰ ὅλους ἐκείνους, πού ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο πρὶν ἀπὸ τὴν συνοδικὴ καταδίκη του καὶ στὴ διατύπωση αὐτὴ θὰ ὑπῆρχε ἡ προβλεπόμενη ποινή, ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται γιὰ ἕνα τόσο σοβαρὸ θέμα, ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση. Θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ ὁ Κανόνας, μετὰ τὴν φράση: «Οἱ γάρ…ἑαυτούς της πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες…τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται», νὰ περιλαμβάνει τὴν ἀκόλουθη φράση: «Οἱ δὲ τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως μὴ ἑαυτοὺς ἀποτειχίζοντες καθαιρείσθωσαν καὶ ἀφοριζέσθωσαν». Τέτοια ὅμως φράση δὲν ὑπάρχει. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμ. π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ὁ Κανόνας αὐτὸς «δὲν νομοθετεῖ ὑποχρέωσιν, ἀλλ’ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Οὐδαμοῦ λέγει, ὀφείλουν οἱ κληρικοὶ νὰ ἀποχωρίζονται ἀπὸ τοιούτου ἐπισκόπου πρὸ τῆς καταδίκης αὐτοῦ οὐδὲ ὁμιλεῖ περὶ τιμωρίας τινὸς ἢ καὶ ἁπλῶς ἔστω μέμψεως, κατὰ τῶν μὴ ἀποχωριζομένων, καίτοι εἶναι συνήθη εἰς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τὰ «καθαιρείσθω» προκειμένου περὶ κληρικῶν μὴ ἐκπληρούντων εἰς τὸ ἀκέραιον τὰς ἑαυτῶν ὑποχρεώσεις. Ἁπλῶς λέγει, ὅτι οἱ ἀποκοπτόμενοι ἀπὸ τοιούτου Ἐπισκόπου Κληρικοὶ δὲν εἶναι κατακριτέοι. Ὅτι τοῦτο εἶναι ἀληθὲς πείθει καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ἐν τῇ μακρὰ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καθηρέθησαν ἀμέτρητοι ἐπίσκοποι ἐπὶ αἱρέσει, οὐδέποτε ἐτιμωρήθη κληρικὸς τὶς ἢ καὶ ἁπλῶς ἐπετιμήθη διὰ τὸν λόγον, ὅτι δὲν ἔσπευσε νὰ ἀποσχισθῆ πάραυτα ἀπὸ τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, ἀλλ’ ἀνέμενε τὴν ὑπὸ συνόδου καταδίκην αὐτοῦ».[2] Σὲ ἄλλο σημεῖο πάλι σημειώνει ὅτι «ἐὰν ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρει ὀφειλὴν τοῦ κληρικοῦ τὴν ἄμεσον ἀπόσχισιν αὐτοῦ ἀπὸ ἐπισκόπου πεσόντος εἰς αἵρεσιν, θὰ εἶχε θεσπίσει εἰδικοὺς κανόνας ἐπὶ τοῦ θεμελιώδους αὐτοῦ ζητήματος καὶ μάλιστα αὐστηροτάτους. Δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ ὁμιλήσει περὶ τοῦ ζητήματος αὐτοῦ οἰονεῖ ἐν παρενθέσει, δηλαδὴ δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ παρεμβάλη ἁπλῶς μίαν ἐξαίρεσιν εἰς κανόνας θεσπισθέντας πρὸς ἀποθάρρυνσιν ἀκριβῶς καὶ τιμωρίαν τῶν σχισμάτων».[3] Ἡ μνημόνευση λοιπὸν τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου ἄχρι καιροῦ δὲν σημαίνει ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν του διδασκαλιῶν, δὲν σημαίνει συμπόρευση μαζί του σὲ ὅ,τι αὐτοὶ πράττουν καὶ στὸ βαθμὸ ποὺ τὰ πράττουν. Καὶ γιὰ νὰ ἔρθουμε στὴν σύγχρονη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποδεχόμεθα τὶς αἱρετικὲς καὶ βλάσφημες διδασκαλίες τῶν Οἰκουμενιστῶν καὶ πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ συμπορευόμεθα μαζί των, καθ’ ὃν χρὸνον καυτηριάζουμε τὶς αἱρετικὲς καὶ βλάσφημες δηλώσεις των δημοσίως σὲ ἐφημερίδες, περιοδικὰ καὶ διαδίκτυο, διοργανώνουμε πανορθόδοξα συνέδρια καὶ ἡμερίδες, συντάσσουμε «Ὁμολογίες Πίστεως» καὶ συγκεντρώνουμε ὑπογραφὲς γιὰ τὴν ἀφύπνιση τοῦ ποιμνίου καὶ τὴν δημιουργία ἀντιαιρετικοῦ μετώπου, ὑφιστάμεθα διωγμοὺς καὶ ὕβρεις ἀπὸ τοὺς οἰκουμενιστὲς καὶ πολλὰ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ παραθέσουμε, καὶ ἐπιζητοῦντες συνεχῶς καὶ ἐπιμόνως τὴν συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ τὴν μετάνοια τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκὸπων, ἢ σὲ περίπτωση ἀμετανοησίας, τὴν ἀποκοπήν των ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας;
Παραθέτουμε καὶ ἄλλο σύγχρονο παράδειγμα, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ πρόσφατο δημοσίευμα τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Πρόκειται γιὰ τὸ ἄρθρο μὲ τίτλο «Ἡ πραγματικὴ “ντροπὴ τῆς Ὀρθοδοξίας’ καὶ ‘βλασφημία τοῦ Θεοῦ’», (ἀριθ. φύλλου 1965), τὸ ὁποῖο δημοσιεύουν τρεῖς Ὀρθόδοξες Ἱεραποστολικὲς ἀδελφότητες ἀπὸ τὸν Καναδά, οἱ ἀδελφότητες «Μ. Ἀθανάσιος», «Απ. Παῦλος» καὶ «Ὀρθόδοξος Φωνή». Οἱ συντάκτες τοῦ ἄρθρου ἀπαντοῦν σὲ δημοσίευμα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τορόντο μὲ τίτλο «Ὑποκρισία φανατικῶν», μὲ τὸ ὁποῖο ἡ ἐν λόγω Μητρόπολις «ἐπιτίθεται ἐναντίον τριῶν Ἑλληνορθοδόξων Ἱεραποστολικῶν ἀδελφοτήτων τοῦ Τορόντο καὶ τοῦ Μόντρεαλ, ἐξ’ αἰτίας τοῦ δικαίου καὶ τεκμηριωμένου ἐλέγχου, ποὺ αὐτὲς ἄσκησαν μὲ δύο πρόσφατα δημοσιεύματά τους, γιὰ ἀντικανονικές, ἀντιεκκλησιαστικὲς καὶ ἀντορθόδοξες ἐνέργειες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τορόντο». Στὴν παροῦσα δημοσίευση οἱ τρεῖς ἀδελφότητες, καθοδηγούμενες ἀπὸ τὸν ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ, πρώην ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὅρους, ἐξαπολύουν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά ἕνα δριμύτατο καὶ ἐλεγκτικότατο κείμενο πρὸς τὸν οἰκουμενιστὴ Μητροπολίτη Τορόντο κ. Σωτὴριο, στὸ ὁποῖο κονιορτοποιοῦν κυριολεκτικά τά προβαλλόμενα ἀπὸ αὐτὸν ἐπιχειρήματα, μὲ τὰ ὁποῖα προσπαθεῖ νὰ δικαιολογήσει τὰ αἱρετικὰ φρονήματά του καὶ τὶς ἀντικανονικές του ἐνέργειες. Τὸ συμπέρασμα εἶναι, ὅτι ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ Μητρόπολη, στὴν ὁποία ποιμένας καὶ ποίμνιο βρίσκονται σὲ ὀξὺτατη διαμάχη καὶ ἀντιπαράθεση μεταξύ των. Στὴν διαμάχη αὐτὴ τὸ ποίμνιο ὄχι μόνον ἔχει ἀφυπνισθῆ κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὄχι μόνον δὲν ἀποδέχεται τὰ αἱρετικὰ φρονήματα τοῦ ποιμένος, ὄχι μόνον δὲν συμπορεύεται καὶ δὲν συμμετέχει σ’ αὐτὰ ποὺ αὐτὸς φρονεῖ καὶ πράττει, ἀλλὰ ἀσκεῖ ἐπὶ πλέον καὶ δριμύτατο ἔλεγχο πρὸς αὐτόν. Ποῦ εἶναι λοιπὸν τὰ περὶ «συμπορεύσεως», «ἀκολουθήσεως» καὶ «συμμετοχῆς» τοῦ π.Ε, πού ἀναφέρει στὴν «ἀπάντησή» του;
Ἐπίσης γράφει: «Σὲ ὅλα αὐτά, τὰ ὁποῖα ὑποστηρίζετε, (δηλαδὴ τὰ περὶ τοῦ δυνητικοῦ χαρακτῆρος τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ Συνόδου κ.λ.π.) πρέπει νὰ ἀναφερθῆ, ὅτι δὲν προσκομίζετε τὴν παραμικρὴ ἀπόδειξη ἀπὸ πλευρᾶς ἁγίας Γραφῆς, ἱερῶν Κανόνων, καὶ διδασκαλίας τῶν ἁγίων, ἀλλὰ προσπαθεῖτε μὲ τὴν λογικὴ καὶ τὸν ὀρθολογισμό, νὰ στηρίξετε αὐτὰ ποὺ πιστεύετε» (σελ.3). Καὶ παρὰ κάτω: «Θὰ ἔπρεπε, γιὰ νὰ στηρίξετε τὶς ἀπόψεις σας, νὰ προσκομίσετε τὶς ἀποδείξεις ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων» (σελ.3). Αὐτὰ τὰ ἴδια χωρία ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ποὺ προσκομίζει ὁ π.Ε., προσκομίζουμε καὶ ἐμεῖς, δίδοντας ὅμως τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία των, δηλαδὴ ἐναρμονίζοντες αὐτὰ, καὶ ὄχι ἀποκόπτοντες καὶ ἀπομονώνοντες, ὅπως αὐτὸς ἐπιχειρεῖ, πρὸς τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἁγία Γραφὴ (καὶ φυσικὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες) νὰ ἀκυρώνουν τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, Γραφὴ καὶ Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Ὀφείλουν λοιπὸν νὰ ἐναρμονίζονται μεταξύ τους. Ἃς ἀναφέρουμε ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τὸ ὁποῖο ἄλλωστε καὶ ὁ π.Ε. χρησιμοποιεῖ στὸ βιβλίο του, γιὰ νὰ γίνουμε σαφέστεροι. Πρόκειται γιὰ τὰ χωρία Γαλ.1,8 «ἀλλὰ καὶ ἂν ἠμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμὶν παρ’ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμίν, ἀνάθεμα ἔστω. Εἰ τὶς ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω», καὶ Τίτ. 3,10 «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὧν αὐτοκατάκριτος». Μὲ βάση τὸ πρῶτο μὲν χωρίο ὁ π.Ε βγάζει τὸ συμπέρασμα, ὅτι «δὲν χρειάζεται ἄλλη ἀπόφαση Συνόδου παρὰ μόνο πρὸς κατοχύρωση τῶν Ὀρθοδόξων» (σελ.77), μὲ βάση δὲ τὸ δεύτερο, ὅτι ἡ λέξη «αὐτοκατάκριτος» σημαίνει «τὴν αὐτόματη ἀποκοπὴ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ἀπόφαση Συνόδου» (σελ.77). Τὸ ὅτι τὰ συμπεράσματα αὐτὰ εἶναι λανθασμένα καὶ αὐθαίρετα, μόλις εἶναι ἀνάγκη νὰ ὑπογραμμιστῆ, γιὰ τοὺς λόγους, πού ἐξηγήσαμε παρὰ πάνω. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑπ’ ὄψιν τους τὰ παρὰ πάνω χωρία (ὅπως καὶ τὰ ἄλλα, πού ἀναφέρει παρὰ κάτω στὸ βιβλίο του), καὶ μὲ βάση αὐτὰ ἐρύθμιζαν τὴν διαγωγὴ τους ἀπέναντι στὶς αἱρέσεις καὶ στοὺς αἱρετικούς, δὲν κατενόησαν καὶ δὲν ἑρμήνευσαν τὰ χωρία αὐτά, ὅπως τὰ ἑρμηνεύει ὁ π.Ε. Δὲν ἔβγαλαν δηλαδὴ τὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν εἶναι ἀναγκαία ἡ συγκρότηση Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ καταδικάση τὴν αἵρεση καὶ θὰ ἀναθεματίση τοὺς αἱρετικούς, ἐπειδὴ εἶναι ἀρκετό το «ἀνάθεμα» ἢ ἡ λέξη «αὐτοκατάκριτος», γιὰ τὴν «αὐτόματη ἀποκοπὴ τοῦ αἱρετικοῦ ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας», πού ἀναφέρει στὰ χωρία αὐτὰ ὁ Απ. Παῦλος. Ἀπεναντίας ἐθεώρησαν χρέος τους, νὰ συγκροτήσουν Συνόδους καὶ συνοδικὰ νὰ ἐξουδετερώσουν τὶς πλάνες τῶν αἱρετικῶν καὶ ἔτσι νὰ ἐφαρμόσουν στὴν πράξη τὸ «ἀνάθεμα» τοῦ Απ. Παύλου, ἀναθεματίζοντες καὶ αὐτοὶ ἐν Συνόδω μὲ τὴν σειρὰ τους τοὺς αἱρετικούς.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο στὴ συνέχεια ὁ π.Ε. ἐπιστρατεύει χωρία ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς Πατέρες καὶ ἀπὸ ἄλλους μεταγενεστέρους Πατέρες ἀπὸ τὸν 4ο ἕως τὸν 15ο αἰώνα καὶ φθάνει μέχρι τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν Εὐγενικό. Ὡστόσο ἡ ἔρμηνεία, τὴν ὁποία δίδει σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ χωρία τῶν Πατέρων εἶναι λανθασμένη, διότι ἀδυνατεῖ νὰ τὰ ἐναρμονίση μὲ τὴν Συνοδικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε κατὰ διάνοιαν, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔγραψαν αὐτὰ τὰ χωρία γιὰ νὰ περιθωριοποιήσουν, ἢ νὰ περιφρονήσουν Συνόδους καὶ Κανόνες. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐννοήσουμε κάτι τέτοιο, ἀφοῦ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἤσαν, ποὺ συγκροτοῦσαν Συνόδους καὶ ἐθέσπιζαν Κανόνες; Γιὰ τοὺς ἴδιους λόγους ποὺ ἀναφέραμε παρὰ πάνω, δὲν εὐσταθοῦν αὐτά, ποὺ παραθέτει στὴ συνέχεια, ὅτι «μὲ τὴν μέθοδο αὐτὴ ποὺ ἐχρησιμοποιήσατε, ἀλλάζετε κατ’ οὐσίαν ὁλόκληρη τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων, εἰσάγετε ἄλλη διδασκαλία γιὰ τὴν ἐν καιρῶ αἱρέσεως στάση καὶ γραμμὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας…» (σελ.4).
Ἐπίσης εἰς ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄, προσθέτουμε τὰ ἑξῆς: Οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγω Κανόνος, προκειμένου νὰ νομοθετήσουν τὸ ἐνδεχόμενο ἀποτειχίσεως ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, ὁριοθετοῦν σαφέστατα αὐτὸ τὸ ἐνδεχόμενο καὶ τὸ τοποθετοῦν μέσα σὲ ὁρισμένα πλαίσια. Ἐπιτρέπουν δηλαδὴ τὴν ἀποτείχιση μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι ἡ αἵρεση ἔχει καταγνωστὴ ἀπὸ τὶς ἅγιες Συνόδους, ἢ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Τὴν ὁριοθέτηση αὐτὴ ὡστόσο φαίνεται νὰ ἀγνοεῖ ὁ π.Ε., διότι στὴν προσπάθειά του νὰ ἑρμηνεύσει τὸν Κανόνα λέγει: «Ἡ ἔκφρασις αὐτὴ ἐπίσης τοῦ παρόντος Κανόνος ‘κατεγνωσμένη παρὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἢ Συνόδων’ δὲν σημαίνει, ὅτι διὰ μία ‘μὴ κατεγνωσμένη’ αἵρεση ὀφείλουμε ὑπακοὴ εἰς τοὺς ἐπισκόπους καὶ τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως…» (σελ.27-28). Ἐδῶ ὁ π.Ε. προεκτείνει αὐθαίρετα τὴν ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, πέρα ἀπὸ τὴν σαφέστατη αὐτὴ ὁριοθέτηση. Διότι, ὁ Κανόνας δὲν κάνει λόγο γιὰ μὴ κατεγνωσμένη, ἀλλὰ γιὰ κατεγνωσμένη αἵρεση. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἡ αἵρεση δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ καὶ καταγνωστὴ ἀπὸ τοὺς μόνους ἁρμοδίους γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὶς Συνόδους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνεται λόγος γιὰ ὑπακοὴ σὲ ἐπισκόπους-φορεῖς αἱρέσεως. Πρέπει πρῶτα ἡ αἵρεση νὰ γίνει ἀπὸ μὴ κατεγνωσμένη, κατεγνωσμένη καὶ στὴ συνέχεια νὰ ἐπισημανθοῦν οἱ φορεῖς της αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι. Ἀλλοιῶς ὁμιλοῦμε γιὰ ἐπισκόπους-φορεῖς αἱρέσεως, ἡ ὁποία ὡς μὴ κατεγνωσμένη, ἀποτελεῖ αἵρεση-φάντασμα. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Πρῶτα ἐπισημαίνεται τὸ αἴτιο μιᾶς ἐπιδημίας καὶ στὴ συνέχεια προσδιορίζονται αὐτοί, ποὺ προσεβλήθησαν ἀπὸ τὴν ἐπιδημία.
Πέραν αὐτῶν ἐρωτοῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν π.Ε: Ποιὸς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ποιὸ χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς διδάσκει τὴν «ἐξ’ ἐνστίκτου ἀποτείχιση», γιὰ τὴν ὁποία κατὰ κόρον κάνει λόγον στὸ βιβλίο του; (βλέπε σελίδες 84, 85,200,212). Ἡ ἀντίληψη αὐτή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸ ἔνστικτό τοῦ κάθε πιστοῦ καὶ ὄχι οἱ συνοδικὲς ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἔστω, ἡ γνώμη καὶ ἡ κρίσις πνευματικῶν ἀνδρῶν καὶ θεοφόρων Πατέρων, καλεῖται νὰ γίνει κριτὴς καὶ ὁδηγὸς στὴν ἀποτείχιση καὶ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο, εἶναι καινοφανὴς καὶ ξένη πρὸς τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι οὐδεὶς Ἱερὸς Κανὼν ὁμιλεῖ περὶ «ἐξ ἐνστίκτου ἀποτειχίσεως». Μιὰ τέτοια θεώρηση καὶ ἀντιμετώπιση, πού βασίζεται στὸ ἔνστικτο, οὐσιαστικὰ καταργεῖ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, τὸ Πηδάλιο καὶ τὶς Ἅγιες Συνόδους, ὁδηγεῖ σὲ προτεσταντικὲς νοοτροπίες, ὅπου ὁ κάθε πιστὸς γίνεται ὁ ἴδιος ἡ Παράδοση, ἡ Ἐκκλησία. Κάθε πιστὸς γίνεται ἕνας Πάπας, ὁ ὁποῖος μπορεῖ νὰ ἀποφασίζει σὲ θέματα πίστεως, χωρὶς νὰ δεσμεύεται ἀπὸ κανένα καὶ ἀπὸ πουθενά.
Στὴ συνέχεια ἀναφέρει, ὅτι «γιὰ νὰ καταδικαστῆ ἡ αἵρεσις τῆς ἐποχῆς μας χρειάζεται ἀπαραιτήτως νὰ ἀλλάξουν, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο, μυαλὰ ὄχι φυσικὰ οἱ Οἰκουμενιστές, ὡς ἀρχηγοὶ τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ οἱ λεγόμενοι ἀντιoἰκουμενιστὲς καὶ πολέμιοι τῆς αἱρέσεως καὶ νὰ καταλάβουν, ὅτι μὲ χαρτοπόλεμο καὶ ἄσφαιρα πυρὰ δὲν θανατώνονται ποτὲ οἱ ἐχθροί της πίστεως, ἀλλὰ χρειάζεται μαρτυρικὸ φρόνημα καὶ ὁμολογία ἐν τῇ πράξει» (σελ.4). Ἔχουμε τὴν ταπεινὴ γνώμη, ὅτι πολὺ ἀνθρώπινα καὶ πολὺ ὀρθολογιστικὰ βλέπει τὸ θέμα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως ὁ π.Ε. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη οὔτε ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀποτειχίστηκαν, οὔτε ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ δὲν ἀποτειχίστηκαν, γιὰ νὰ ἐξουδετερώσει τὴν αἵρεση. Δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Θεὸ ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν καταδίκη της αἱρέσεως τὸ πλῆθος τῶν ἀποτειχισμένων. Ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμη καὶ μὲ ἕναν ἀκόμη πιστό, θείω ζήλω πεπυρωμένον, νὰ φέρη τὸ ἔργο του εἰς πέρας κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τῆς Γραφῆς «Πὼς διώξεται εἷς χιλίους καὶ δύο μετακινήσουσι μυριάδας, εἰ μὴ ὁ Θεὸς ἀπέδοτο αὐτοὺς καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτούς;» (Δευτερ.32,30). Καὶ ἀλλοῦ πάλιν λέγει: «καὶ διώξονται ἐξ’ ὑμῶν πέντε ἑκατὸν καὶ ἑκατὸν ὑμῶν διώξονται μυριάδας καὶ πεσοῦνται οἱ ἐχθροὶ ὑμῶν μαχαίρα» (Λευϊτ.26,8). Ἰσχυρίζεσθε, ὅτι ὁ ἀγώνας μας ἰσοδυναμεῖ μὲ «χαρτοπόλεμο καὶ ἄσφαιρα πυρά». Σύμφωνοι. Τὰ ἰδικὰ σας λοιπὸν πυρά, πού δὲν εἶναι ἄσφαιρα, ἀλλὰ θανατηφόρα, ποιὸ ἀποτέλεσμα ἔφεραν; Θανατώθηκαν οἱ ἐχθροί της πίστεως μὲ τὰ πυρὰ τῆς ἀποτειχίσεώς σας; Μήπως λοιπὸν οἱ Οἰκουμενιστές, ὅταν διαπίστωσαν τὴν ἀποτείχισή σας τρομοκρατήθηκαν, τοὺς ἔπιασε πανικός, καὶ ἔντρομοι ὁμολόγησαν τὴν ἥττα τους; Ὄχι βέβαια, ἀφοῦ παρὰ τὴν ἀποτείχισή σας ἡ αἵρεση ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπεκτείνεται καλπάζοντας. Μήπως λοιπὸν καὶ τὰ πυρὰ τῆς ἀποτειχίσεως ἀποδεικνύονται «βέλη νηπίων»; Μήπως σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἀποδεικνύεται, ὅτι τὰ μόνα θανατηφόρα πυρὰ εἶναι ἡ συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως; Ἀφοῦ λοιπὸν ἀδυνατεῖτε νὰ ἐννοήσετε τὴν παρὰ πάνω ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ἴδιο το ἀποτέλεσμα τῆς ἀποτειχίσεως, μήπως θὰ ἦταν καλύτερο νὰ συνεχίσετε τὸν ἀγώνα σας, στρέφοντας τὰ πυρὰ σας ὄχι ἐναντίον μας, ἀλλὰ πρὸς τοὺς Οἰκουμενιστὲς καὶ νὰ μᾶς ἀφήσετε ἥσυχους, νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς τὸν ἀγώνα μας κατὰ τὸ μέτρο τῶν πτωχῶν μας δυνάμεων;
Στὴ συνέχεια ἀναφέρει, ὅτι «ἐσεῖς λοιπὸν Πατέρες μὲ τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά σας εἶστε μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., ἐφ’ ὅσον μάλιστα ὑπεραμύνεσθε τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ. Διότι συνοδικῶς ἔχει ἀποφασισθῆ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἀνήκη στὸ Π.Σ.Ε. Ἂν ἰσχυρισθῆτε, ὅτι δὲν ἀνήκετε στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ συνοθύλευμα, αὐτὸ σημαίνει, ὅτι δὲν σέβεσθε τὸν Συνοδικὸ Θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖο ὑπερασπίζεσθε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος τῆς κριτικῆς σας μελέτης καὶ ἀκόμη σημαίνει, ὅτι εἶστε ἀποτειχισμένοι ἀπὸ τὴν τοπικὴ αὐτὴ Ἐκκλησία γιὰ θέματα πίστεως…Ἂν ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἰσχυρισθῆτε, ὅτι κατ’ ἀνάγκην ἀνήκετε καὶ ἐσεῖς, ἐφ’ ὅσον ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία, στὴν ὁποία ὑπάγεσθε, εἶναι ὀργανικὸ μέλος τοῦ Π.Σ.Ε., τότε αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐναρμονίσετε μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν ἁγία Γραφή, διότι ἀναφέρατε πιὸ πάνω, ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν τὸν ὑπέρτατο ὁδηγὸ καὶ κανόνα πλεύσεως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας» (σελ.5). Συμφωνοῦμε ἀπόλυτα, ὅτι δὲν θὰ ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος νὰ ἐνταχθῆ στὸ Π.Σ.Ε., διότι ἡ ἔνταξίς της στὸ παναιρετικὸ αὐτὸ συνοθύλευμα καὶ ἡ συνύπαρξη καὶ συνεργασία της μὲ τὴν αἵρεση συνιστᾶ παραβίαση τῆς κανονικῆς τάξεώς της καὶ ἀθέτηση τῆς ἐκκλησιολογικῆς της αὐτοσυνειδησίας. Πάνω στὸ θέμα αὐτὸ ὁ ἐσχάτως ἀνακηρυχθείς ἅγιος Ἰουστῖνος Πὸποβιτς παρατηρεῖ: «Ἦτο ἄραγε ἀπαραίτητον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, αὐτὸ τὸ πανάχραντον Θεανθρώπινον σῶμα καὶ ὀργανισμὸς τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, νὰ ταπεινωθεῖ τόσον τερατωδῶς, ὥστε οἱ ἀντιπρόσωποί της θεολόγοι, ἀκόμη καὶ Ἱεράρχαι, νὰ ἐπιζητοῦν τὴν ὀργανικὴν μετοχὴν καὶ συμπερίληψιν εἰς τὸ Π.Σ.Ε.; Ἀλλοίμονον, ἀνήκουστος προδοσία».[4]Στὸ ἴδιο θέμα ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου κυρός Κωνσταντῖνος Μουρατιδης ἐπισημαίνει: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ κατάλυτική της Ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τῇ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ Π.Σ.Ε. προσκρούει «ἃ πριόρι» καὶ ἐξ’ ἀπὸψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τουτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς του Χριστοῦ Ἐκκλησίας».[5] Κατὰ παρόμοιο τρόπο ἐκφράζει τὴν ἀντίθεσή του στὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονὸς σύσσωμο τό ἅγιον Ὅρος σὲ ὑπόμνημά του πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μὲ τὴν συμμετοχή τους στὸ Π.Σ.Ε. δείχνουν στὴν πράξη, ὅτι παραιτοῦνται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀπέχοντες τυπικὰ ἀπὸ τὸ Π.Σ.Ε. εἶναι συνεπέστεροι στὴν Ἐκκλησιολογία τους, ἀπὸ ὅ,τι εἴμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν ἰδική μας».[6] Ὡστόσο οὔτε ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, οὔτε οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες, οὔτε ἄλλοι σύγχρονοι καὶ παλαιότεροι Γέροντες ἐγνωσμένης ἁγιότητος, ἐθεώρησαν ἀναγκαῖο, νὰ ἀποτειχιστοῦν ἀπὸ τὴν προϊσταμένη τοὺς ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Σερβίας, Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) ἐξ’ αἰτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, παρὰ τὴν ἀντίθεσή τους καὶ παρὰ τοὺς ἀγῶνες τους νὰ ἀποτρέψουν τὶς ἄστοχες αὐτὲς συνοδικὲς ἀποφάσεις. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ζήτησαν καὶ νὰ μὴν ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸν κάποια πληροφορία γιὰ τὴν στάση, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ τηρήσουν ἀπέναντι στὸ τόσο μεγάλης σημασίας αὐτὸ θέμα οἱ σύγχρονοι ἅγιοι Πατέρες μας; Δὲν νομίζουμε. Ἑπομένως ἢ προχωροῦμε «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», ἡ προχωροῦμε κατὰ τὸ δοκοῦν. «Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι, οὐκ ἐσμὲν τῶν διδασκάλων ἀκριβέστεροι».[7]
Πέραν αὐτῶν, ἂς μᾶς ἐπιτρέψει ὁ π.Ε, νὰ τοῦ θέσουμε τὸ ἐρώτημα: Ἐσεῖς λοιπὸν π.Ε. καὶ ὅσοι σᾶς ἀκολουθοῦν, μὲ τὸ Ὀρθόδοξο φρονημά σας, προφανῶς ἀποτειχιστήκατε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, διότι ἔπαυσε πλέον νὰ εἶναι ὀρθόδοξη ἐξ’ αἰτίας τῆς προσχωρήσεως καὶ κοινωνίας της μὲ τὸ Π.Σ.Ε. Ὡς μέλη λοιπὸν τῆς ἀληθινῆς καὶ γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ ποιὸν ἐπίσκοπο ὑπάγεσθε καὶ ποιὸν ἐπίσκοπο μνημονεύετε; Καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ὁ ἐπίσκοπός σας αὐτός σε ποιὰ ἐπαρχιακὴ Σύνοδο ἀνήκει; Τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα, τὴν ὁποία δημιουργήσατε, θὰ πρέπει νὰ τὴν ἐναρμονίσετε μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν ἁγία Γραφή, προσκομίζοντας τὶς σχετικὲς ἀποδείξεις. Δηλαδὴ νὰ μᾶς πληροφορήσετε ποιὸς ἱερὸς Κανόνας, ἢ ποιὸ χωρίο τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἢ τῶν ἁγίων Πατέρων διδάσκουν καὶ νομοθετοῦν τὴν δυνατότητα ὑπάρξεως τοπικῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ἐπίσκοπο καὶ ἐπαρχιακὴ Σύνοδο. Δημοσιεύθηκε επίσης, ὅτι μνημονεύετε λειτουργῶν καὶ μὴ ἀναγνωρίζων τὴν καθαίρεσίν σας, «ὑπὲρ πάσης ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων». Προβλέπεται δι’ ἕναν πρεσβύτερο της Ἐκκλησίας κανονικῶς τέτοια μνημόνευση;Ἂν λοιπὸν ἰσχυρισθῆτε, ὅτι δὲν ἔχουμε Ἐπίσκοπο καὶ Σύνοδο, τότε δὲν μπορεῖτε, νὰ ἀποτελεῖτε ὀρθόδοξη τοπικὴ Ἐκκλησία, διότι εἶναι ἀδιανόητη καὶ ἄγνωστη στὴν Ὀρθόδοξη Κανονικὴ καὶ Πατερικὴ Παράδοση ἡ ὕπαρξη ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος, χωρὶς ἐπίσκοπο καὶ τοπικὴ Σύνοδο. Σημαίνει ἀκόμη, ὅτι δὲν σέβεσθε τὸ Πηδάλιο καὶ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι πουθενὰ δὲν προβλέπουν τὸ ἐκκλησιαστικὸ σχῆμα, στὸ ὁποῖο ἐσεῖς ἀνήκετε. Αὐτὸ τὸ ἴδιο ὅμως Πηδάλιο, τὸ ὁποῖο τώρα περιφρονεῖτε, τὸ ἐπικαλεῖστε (διὰ τοῦ 15ου Κανὸνος τῆς ΑΒ΄), ὅταν πρόκειται νὰ κατοχυρώσετε τὴν ἀποτείχισή σας. Ἐπίσης εἶναι ἀδιανόητο γιὰ μᾶς τὸ ἐνδεχόμενο, νὰ κατεστράφη τὸ συνοδικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ἑπομένως π.Ε. ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν βρίσκεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε σὲ ἄλλα Πατριαρχεῖα ἢ Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀφοῦ ὅλες συμπορεύονται μὲ τὴν αἵρεση, οὔτε ἐπίσης στοὺς Παλαιοημερολογῆτες, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχετε καμία ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, οὔτε ἐπίσης στὴν ἐκκλησιαστικὴ σας κοινότητα, τότε ποῦ βρίσκεται; Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔσβησε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ «πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ.16,18). Ἐκτὸς κι ἂν πιστεύετε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀόρατη, κατὰ τὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησιολογία, ὁπότε ψάχνουμε νὰ τὴν βροῦμε.
Ἐπίσης τὸ ἐπιχείρημα, τὸ ὁποῖο προβάλλετε στὸ βιβλίο σας (σελ.310), ὅτι «εἶναι μάταιο νὰ περιμένωμε ἀπόφαση Συνόδου (ἡ ὁποία θὰ καταδικάσει τὸν Οἰκουμενισμὸ) καὶ ἐπαναφορὰ συνοδικὴ εἰς τὴν Ὀρθοδοξία, ἐφ’ ὅσον κατὰ κοινὴν ὁμολογία καὶ διδασκαλία τῆς Ἀποκαλύψεως καὶ τῶν Πατέρων περὶ τῶν ἐσχάτων, ὅλα θὰ βαδίζουν πρὸς τὸ χειρότερο, ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἐκπροσώπων της θὰ συμβιβασθεῖ καὶ θὰ προδώσει, οἱ Ἅγιοι θὰ ἡττηθοῦν, οἱ Ὀρθόδοξοι θὰ διαβιώνουν στὶς ἐρήμους καὶ στὰ βουνά, ἡ Ἐκκλησία θὰ διασωθεῖ εἰς τὴν ἔρημο, οἱ πλεῖστοι των Ὀρθοδόξων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν θὰ σφραγιστοῦν καὶ ἐπισήμως θὰ προσκυνήσουν τὸν Ἀντίχριστο», θὰ πρέπει νὰ τὰ ἐναρμονίσετε μὲ τὶς μαρτυρὶες μεγάλων ἁγιορειτικῶν μορφῶν τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως τοῦ Γέροντος Παϊσίου, τοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Φιλοθεΐτου κ.α., οἱ ὁποῖοι, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τους τὶς προφητεῖες τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκαν ἀκόμη, μᾶς πληροφοροῦν, ὅτι δὲν ἔχουμε ἀκόμη φθάσει στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου.
Σχετικὰ μὲ τὴν περίπτωση τῆς ἀδίκου ἀφορισμοῦ τοῦ κ. Σωτηροπούλου, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε τὰ ἑξῆς: Κατὰ τὴν ταπεινή μας γνώμη, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἀγῶνος κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει νὰ ἐνταχθῆ καὶ ὁ ἀγώνας γιὰ τὴν τελικὴ δικαίωση καὶ ἀθώωσή του, ὅπως ἐπίσης γιὰ τὴν δικαίωση καὶ ἀθώωση τοῦ Σέρβου ἐπισκόπου Ράτσκας Ἀρτεμίου. Ἡ ἀντίθεσή μας μὲ ἄδικες συνοδικὲς ἀποφάσεις δὲν σημαίνει, ὅτι δὲν σεβόμαστε τὸν Συνοδικὸ Θεσμό. Μὲσα στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν πλεῖστες ὅσες ληστρικὲς Σύνοδοι καὶ παράνομες συνοδικὲς ἀποφάσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἦρθαν σὲ ἀντίθεση οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ δὲν τὶς ἀποδέχθηκαν, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει, ὅτι δὲν ἐσέβοντο τὸν Συνοδικὸ Θεσμό. Ποτὲ ὅμως δὲν διενοοῦντο οἱ ἅγιοι Πατέρες, νὰ ἀποτειχιστοῦν ἐξ’ αἰτίας μιᾶς ἄδικης συνοδικῆς ἀποφάσεως. Στὴν ἀποτείχιση προχωροῦσαν μόνο ὑπὸ ὁρισμένες προϋποθέσεις, γιὰ τὶς ὁποῖες ἔγινε ἤδη λόγος στὴν κριτικὴ μας μελέτη. Θυμίζουμε ἐδῶ μία ἐξ’ αὐτῶν, τὴν ληστρικὴ Σύνοδο τῆς Δρυὸς (404), ἡ ὁποία καθήρεσε ἀδίκως τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο. Οἱ ἐπίσκοποι–φίλοι του ἁγίου, ἐνῶ δὲν ὑπέγραψαν τὴν συνοδική του καταδίκη, ὡστόσο ἐξακολουθοῦσαν νὰ μνημονεύουν τὸν διάδοχό του Ἀρσάκιο. Πέραν αὐτῶν τὸ γεγονός, ὅτι ὁ κ. Σωτηρόπουλος, παρὰ τὸν ἀφορισμό του δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πρέπει νομίζω, νὰ προβληματίσει ἐκείνους, ποὺ χωρὶς νὰ ἀφορισθοῦν, ἀποτειχίστηκαν.
Στὴ συνέχεια ὁ π.Ε. θέτει τὸ ἐρώτημα: «Πότε ὅμως ἡ αἵρεσις χαρακτηρίζεται ὡς ‘αἵρεσις ἀπωλείας’ μετὰ τὴν καταδίκη της ἀπὸ τὴν Σύνοδο, ἢ καὶ πρίν; Πιστεύω, ὅτι δὲν θὰ εὕρετε κάποιο χωρίο, οὔτε ἱερὸ Κανόνα, οὔτε διδασκαλία τῶν ἁγίων, ποὺ ὄχι νὰ διδάσκη, ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ ὑπαινίσσεται, ὅτι μετὰ τὴν καταδίκη της ἡ αἵρεσις καθίσταται αἵρεσι ἀπωλείας. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα δηλητήριο δὲν καθὶσταται θανατηφόρο μετὰ τὴν χημική του ἀνάλυση ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς καὶ ἕνας λύκος δὲν ἀρχίζει νὰ κατασπαράσση τὰ πρόβατα μετὰ τὴν ἀναγνώρισί του καὶ τὴν ἐπίσημη ἐντολὴ τῆς ἀπομακρύνσεως τῶν προβάτων ἀπὸ αὐτὸν» (σελ.7). Πολὺ εὔστοχα χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ π.Ε. τὴν εἰκόνα τοῦ δηλητηρίου, διότι ἡ εἰκόνα αὐτὴ μας βοηθάει, νὰ κατανοήσουμε πιὸ εὔκολα, πότε μιὰ αἵρεση καθίσταται αἵρεση ἀπωλείας. Ἔχομε λοιπὸν τὸ δηλητήριο, ποὺ εἰκονίζει τὴν αἵρεση, τὸν κομπογιανίτη γιατρό, ποὺ προσφέρει στοὺς ἀσθενεῖς του ἀντὶ γιὰ φάρμακο δηλητήριο, ποὺ εἰκονίζει τὸν αἱρετικὸ καὶ τὴν πολιτεία, ἡ ὁποία μέσω τοῦ χημικοῦ ἐργαστηρίου τοῦ κράτους θὰ κάνη τὴν χημικὴ ἀνάλυση καὶ θὰ ἐκδώση τὴν ἐπίσημη ἀπόφαση γιὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ δηλητηρίου καὶ τὴν καταδίκη του κομπογιανίτη γιατροῦ, ποὺ εἰκονίζει τὴν Σύνοδο, ἡ ὁποία θὰ διαγνώση καὶ καταδικάση τὴν αἵρεση καὶ θὰ καθαιρέση τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο. Κανένας δὲν ἀντιλέγει, ὅτι τὸ δηλητήριο ἀσκεῖ τὴν θανατηφόρο του δράση ἀμέσως μόλις εἰσέλθει στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό, προτοῦ δηλαδὴ ἀκόμη γίνει ἡ ἐπίσημη χημική του ἀνάλυση. Μέχρις ὅτου ὅμως τὸ δηλητήριο πάει στὸ Χημεῖο καὶ ἀρχίσει ἡ χρονοβόρα διαδικασία τῆς ἀναλύσεώς του, ὑπάρχει ἡ ἐπείγουσα ἀνάγκη κάποιοι ἄλλοι γιατροί, ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες καὶ ὄχι κομπογιανίτες (δηλαδὴ ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες), νὰ ταυτοποιήσουν τὸ δηλητήριο, νὰ ἐπισημάνουν τὴν θανατηφόρα δράση του καὶ νὰ ἐντοπίσουν τὸν κομπογιανίτη γιατρό, τὸν ὁποῖο θὰ καταγγείλουν στὸ κράτος γιὰ νὰ δικαστῆ καὶ νὰ πάει στὴ φυλακή. Βέβαια δὲν εἶναι ἁρμόδιος ὁ κάθε ἀσθενὴς γιὰ νὰ ἀποφανθῆ γιὰ τὴν θανατηφόρα δράση τοῦ δηλητηρίου, ἀλλὰ μόνον οἱ ἐπιστήμονες γιατροί. Ὅταν λοιπὸν οἱ ἀληθινοὶ αὐτοὶ ἰατροὶ κάνουν εὐσυνείδητα το ἔργο τους, τότε πολὺ σύντομα ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς (ἐννοεῖται βέβαια ἐκεῖνοι, ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ὑγεία τους, διότι ὑπάρχουν καὶ ἀδιάφοροι, ποὺ παίρνουν μὲ πολλὴ εὐκολία ὅποιο δηλητήριο βροῦν μπροστά τους), θὰ ἐνημερωθοῦν γιὰ τὸ συγκεκριμένο δηλητήριο καὶ δὲν θὰ τὸ πάρουν. Καὶ ἂν τύχει νὰ τοὺς τὸ προσφέρει ὁ κομπογιανίτης γιατρός, αὐτοὶ ἁπλούστατα, θὰ τὸ ἀπορρίψουν, καθὼς εἶναι ἤδη ἐνημερωμένοι γιὰ τὸ δηλητήριο αὐτό. Ἐρωτῶμεν: Πότε θανατώνονται οἱ ἀσθενεῖς ἀπὸ τὸ δηλητήριο, ὅταν ἔρθει ὁ κομπογιανίτης καὶ τοὺς προσφέρει τὸ δηλητήριο, ἢ ὅταν τὸ καταπιούν; Ἀσφαλῶς ὅταν τὸ καταπιούν. Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν νὰ μὴν πεθάνουν οἱ ἀσθενεῖς, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ δηλητήριο κυκλοφορεῖ στὴν ἀγορὰ καὶ ὁ κομπογιανίτης γιατρὸς δὲν ἔχει ἀκόμη κλειστῆ στὴ φυλακὴ καὶ συνεχίζει νὰ τὸ προσφέρει, ἀρκεῖ νὰ μὴν τὸ καταπιούν. Βέβαια οἱ ἀσθενεῖς δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν κομπογιανίτη ὡς ἀληθινὸ ἰατρὸ καὶ παύουν νὰ ἔχουν ὁποιαδήποτε σχέση μαζί του, ἐνῶ παράλληλα πιέζουν ἐπίμονα τὴν πολιτεία νὰ ἀποσύρει τὸ δηλητήριο ἀπὸ τὴν ἀγορά, νὰ δικάση τὸν κομπογιανίτη καὶ νὰ τὸν βάλη στὴ φυλακή. Ἐπίσης γνωρίζουν καλὰ οἱ ἀσθενεῖς, ὅτι δὲν εἶναι αὐτοὶ οἱ ἁρμόδιοι νὰ ὑποκαταστήσουν τὸ ἔργο τῆς πολιτείας, δηλαδὴ νὰ τὸν δικάσουν καὶ νὰ τὸν βάλουν στὴν φυλακή, διότι ἂν ἐπιχειρήσουν ἕνα τέτοιο ἔργο, καταλύουν τὸ σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ἀπὸ ὅσα εἴπαμε παρὰ πάνω μποροῦμε, νομίζω, νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅλοι μας, πότε μιὰ αἵρεσις γίνεται «αἵρεσις ἀπωλείας» (Β΄Πετρ.2,1), ἐνῶ παράλληλα ἀπαντοῦμε σὲ ὅλα τα συναφῆ ἐπιχειρήματα, ποὺ διατυπώνει ὁ π.Ε. στὴν παράγραφο αὐτή.
Στὴ συνέχεια ἀναφέρει ὅτι: «Ἀσφαλῶς θὰ γνωρίζετε, ὅτι εἰς τὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει μία μόνον ἑνότης, ἡ ἑνότης τῆς πίστεως. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι γιὰ νὰ εἴμεθα ἑνωμένοι, πρέπει νὰ εἴμεθα ὁμόπιστοι. Σὲ ὅλες λοιπὸν τὶς αἱρέσεις τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διαφυλαχθῆ ἡ ἑνότης τῆς πίστεως, διασαλεύτηκε ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις, σὲ σημεῖο ποὺ οἱ Ὀρθόδοξοι, πολλὲς φορὲς νὰ ἐγκαταλείπουν ἀκόμη καὶ τοὺς ναοὺς καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ποιμένες καὶ νὰ συναθροίζωνται στὴν ὕπαιθρο, προκειμένου νὰ ἐπιτελέσουν τὰ λατρευτικά τους καθήκοντα…Πῶς ὅμως θὰ ὑπάρχη ἑνότης Ὀρθοδόξου πίστεως μὲ ἐπικαφαλεῖς αἱρετικοὺς Ἐπισκόπους;…» (σελ.8). Κανεὶς δὲν ἀντιλέγει, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἑνότητα πίστεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς παρὰ μόνον μὲ τοὺς ὁμοπίστους. Ὅπως ἀναφέραμε παρὰ πάνω, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους οὔτε συμπορευόμεθα, οὔτε τοὺς ἀκολουθοῦμε, οὔτε δεχόμαστε τὶς αἱρετικές των διδασκαλίες, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ εἶναι πατριάρχες ἢ ἀρχιεπίσκοποι. Ἀπεναντίας μάλιστα ἐλὲγχομε καὶ ἀποδοκιμάζομε τὶς αἱρετικές των διδασκαλίες, ἐνῶ παράλληλα ζητοῦμε συνεχῶς καὶ ἐπιμόνως τὴν Συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν. Ἡ ἄχρι καιροῦ μνημόνευσίς των καθόλου δὲν σημαίνει συμμετοχὴ στὰ αἱρετικά των φρονήματα. Ἐπίσης εἶναι πράγματι ἀληθές το γεγονός, ὅτι στοὺς ἀγῶνες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως διασαλεύτηκε ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξις, μέχρι σημείου οἱ Ὀρθόδοξοι, νὰ ἐγκαταλείπουν τοὺς ναούς των, οὐδέποτε ὅμως διεσαλεύθη ὁ Συνοδικὸς Θεσμὸς καὶ ἡ Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐγκατὲλειπαν τοὺς Ναούς των καὶ τελοῦσαν τὰ λατρευτικά των καθήκοντα στὴν ὕπαιθρο, ἐπειδὴ εἶχε προηγηθῆ ἡ Συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως καὶ ἔπαυαν νὰ μνημονεύουν τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους, ἐπειδὴ αὐτοὶ προηγουμένως εἶχαν καταδικαστῆ ἀπὸ Σύνοδο, τουλάχιστον τοπική.
Γιὰ νὰ κατανοήσουμε καλύτερα, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἑνότητα πίστεως παρὰ τὴν συνύπαρξη αἱρετικῶν, ἀκόμη καὶ πατριαρχῶν, μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἃς θυμηθοῦμε μιὰ ἀπὸ τὶς παραβολὲς τοῦ Κυρίου, τὴν παραβολὴ τῶν ζιζανίων, (Ματθ.13,24-30). Ἀναφέρουμε δὲ τὴν παραβολὴ αὐτή, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος ἐφαρμόζει τὴν ἑρμηνεία της κατ’ ἐξοχὴν πάνω στοὺς αἱρετικούς: «Ἐνταύθα δὲ τῶν αἱρετικῶν λέγει τὰ συστήματα…Καὶ γὰρ καὶ τοῦτο τῆς τοῦ διαβόλου μεθοδείας, τὴ ἀληθεία ἀεὶ παρεισάγειν τὴν πλάνην, πολλὰ ἐπιχρωνύντα αὐτὴ τὰ ὁμοιώματα, ὥστε εὐκόλως κλέψαι τοὺς εὐεξαπατήτους. Διὰ τοῦτο οὐκ ἄλλο τί σπέρμα, ἀλλὰ ζιζάνια καλεῖ, ὃ κατὰ τὴν ὄψιν ἔοικε πὼς τῷ σίτω»[8]. Παρὰ κάτω δὲ ἐρμηνεύοντας τὴν φράση «ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον του σίτου καὶ ἀπῆλθεν» (στίχ.25), παρατηρεῖ: «Καθάπερ καὶ οἱ αἱρετικοὶ ποιούσιν, οἳ δι’ οὐδὲν ἕτερον ἢ διὰ κενοδοξίαν ἐμβάλουσιν τὸν ἐαυτὸν ἰόν…Παρὰ μὲν γὰρ τὴν ἀρχὴν συκιάζουσιν ἑαυτούς, ἐπειδᾶν δὲ πολλὴν λάβωσιν τὴν παρρησίαν καὶ λόγου τὶς αὐτοῖς μεταδῶ, τότε τὸν ἰὸν ἐκχέουσιν»[9]. Τὸ γεγονὸς λοιπὸν ὅτι ἐδῶ ὁ Κύριος ἐμποδίζει τὸ ξερίζωμα τῶν ζιζανίων καὶ ἀνέχεται στὴν παροῦσα ζωὴ νὰ συνυπάρχουν καὶ νὰ συναυξάνουν μέσα στὴν Ἐκκλησία του μαζὶ μὲ τὸ σιτάρι (τοὺς πιστοὺς) καὶ τὰ ζιζάνια (οἱ αἱρετικοὶ) καὶ ὅτι τὸ τελικὸ ξεχώρισμα θὰ γίνει μόνον κατὰ τὴν ὥρα τοῦ θερισμοῦ, δηλαδὴ κατὰ τὴν Δευτέραν του Παρουσίαν, δείχνει, ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸ κακὸ αὐτὸ τῆς παρουσίας τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀναπόφευκτο, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ὅτι δὲν παραβλάπτεται ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὴν δράση των. Βέβαια, καθὼς ἑρμηνεύει παρὰ κάτω ὁ Ι. Χρυσόστομος, μὲ τὰ λόγια του αὐτὰ ὁ Κύριος δὲν ἀπαγορεύει νὰ παρεμποδίζονται οἱ αἱρετικοί, νὰ ἀποστομώνονται, νὰ ἀποκόπτεται ἡ θρασύτης των καὶ νὰ διαλύονται τὰ συνέδριά των καὶ οἱ συγκεντρώσεις των, ἀλλὰ ἀπαγορεύει νὰ φονεύονται καὶ νὰ κατασφάζονται: «Οὐ τοίνυν κατέχειν αἱρετικοὺς καὶ ἐπιστομίζειν καὶ ἐκκόπτειν αὐτῶν τὴν παρρησίαν καὶ τὰς Συνόδους καὶ τὰς σπονδάς διαλύειν κωλύει, ἀλλ’ ἀναιρεῖν καὶ κατασφάττειν».[10]
Ἀναφέρει παρὰ κάτω ὅτι «Χαρακτηρίσατε, πολὺ ὀρθῶς κατὰ τὴν γνώμη μου, τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ παναίρεσι, χωρὶς φυσικά, ὅπως ἀναφέρατε, συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως. Ἡ συνοδικὴ καταδίκη ἕνα καὶ μόνο νόημα θὰ εἶχε, ἂν δηλαδὴ ἡ αἵρεσις ἦτο ὑπολανθάνουσα καὶ δυσδιάκριτος καὶ ὡς ἐκ τούτου ἦτο δυνατὸν νὰ σφάλλωμε…Ἐφ’ ὅσον ὅμως τὴν διακρίναμε καὶ τὴν χαρακτηρὶσαμε προσδιορίζοντας μὲ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τὴν φύση της καὶ τὸν σκοπόν της, καὶ ἐφ’ ὅσον περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, ποὺ ἤδη ἔχουν καταδικαστῆ συνοδικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τί χρειάζεται ἡ περαιτέρω ἀναγνώρισις καὶ καταδίκη της ἀπὸ τὴν Σύνοδο;» (σελ.9-10). Τὸν χαρακτηρισμὸ «παναίρεση» δὲν τὸν δώσαμε ἐμεῖς, ἀλλὰ ὁ μεγάλος σύγχρονος ἅγιος της Ἐκκλησίας μας ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς. Δὲν βασισθήκαμε στὴν ἰδικὴ μας κρίση καὶ διάγνωση σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση αὐτή, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ σὲ ἄλλες μεγάλες ὀσιακὲς μορφὲς τῆς ἐποχῆς μας ὅπως τοῦ Γέροντος Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου, τοῦ ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου, μεγάλου Ρώσου ἀσκητοῦ και ἰδρυτοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, κ.α. Δὲν θεωρήσαμε ἐμεῖς τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς ἱκανοὺς καὶ ἁρμοδίους νὰ τὴν διακρίνουμε καὶ νὰ προσδιορίσουμε «μὲ ἀπόλυτον ἀκρίβεια τὴν φύση της καὶ τὸν σκοπόν της», ἔστω καὶ ἂν «περιέχονται στὴν διδασκαλία της αἱρέσεις παλαιές, ποὺ ἤδη ἔχουν καταδικαστῆ συνοδικὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία». Ἀκριβῶς δὲ στὸ γεγονὸς αὐτὸ (τῆς ὑπάρξεως δηλαδὴ αἱρετικῶν διδασκαλιῶν παλαιῶν αἱρέσεων) βασίσθηκε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας, προκειμένου νὰ ἀναθεματίση τὴν παναίρεση αὐτή, προτοῦ ἀκόμη αὐτὴ καταδικαστῆ συνοδικά. Αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει, ὅτι εἶναι περιττὴ ἡ συνοδικὴ καταδίκη του Οἰκουμενισμοῦ. Ὅπως ἐπισημαίνουμε στὴν κριτικὴ μας μελέτη, ἡ αἵρεση αὐτὴ δὲν ταυτίζεται οὔτε μὲ τὸν Παπισμὸ οὔτε μὲ τὸν Προτεσταντισμὸ καὶ εἶναι μεγάλο λάθος, νὰ συγχέωνται οἱ αἱρέσεις αὐτὲς μεταξύ τους, ἔστω καὶ ἂν εἶναι στενὰ συνυφασμένες καὶ ἀλληλοπεριχωρούμενες μεταξύ των. Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἕνα καινούργιο θρησκευτικὸ μόρφωμα τοῦ 20ου αἰῶνος, πού γεννήθηκε, μεγάλωσε καὶ γαλουχήθηκε μέσα σ’ ἕνα κλίμα καὶ σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματική, πού κυρίαρχο χαρακτηριστικὸ γνώρισμά της εἶναι τὸ στοιχεῖο τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ. Αὐτὸ δὲ τὸ πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, σύμφωνο κατὰ πάντα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν κυρίαρχη ἰδεολογία τῆς Νέας Ἐποχῆς, ἦταν ἄγνωστο μέχρι περίπου τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος στὶς αἱρετικὲς παρασυναγωγὲς τοῦ Παπισμοῦ, τοῦ Προτεσταντισμοῦ, τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησὶα. Ἐπὶ πλέον μέσα στοὺς κόλπους τῆς φοβερῆς αὐτῆς αἱρέσεως κυοφοροῦνται καὶ ἀναπτύσσονται καινούργιες αἱρετικὲς θεωρίες, ὅπως ἡ θεωρία τῶν κλάδων, ἡ θεωρία τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ, τῆς βαπτισματικῆς ἑνότητος, τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας κ.α., πού ἦταν ἄγνωστες μέχρι τότε σὲ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς παραπάνω χριστιανικὲς ὁμολογίες. Τὴν τακτικὴ αὐτὴ ἐξ’ ἄλλου, (τὴν ἐκ νέου δηλαδὴ καταδίκη αἱρέσεων, ποὺ ἡ διδασκαλία των ἐμπεριέχει στοιχεῖα παλαιοτέρων αἱρέσεων), τὴν συναντοῦμε καὶ στὴν πατερική μας παράδοση. Γιὰ παρὰδειγμα, εἶναι σὲ ὅλους γνωστόν, ὅτι στὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἐμπεριέχονται στοιχεῖα τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καὶ ὅτι ὑπόβαθρο τῆς πρώτης αἱρέσεως ὑπῆρξε ἀκριβῶς ἡ δεύτερη. Ὡστόσο ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητὴς δὲν ἐθεώρησε περιττὸ καὶ ἄσκοπο νὰ κάνη ἀγῶνες γιὰ τὴν συνοδικὴ καταδίκη καὶ τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, παρ’ ὅλο ποὺ μέσα στοὺς κόλπους της ὑπῆρχαν στοιχεῖα τῆς παλαιοτέρας αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ.
Παρὰ κάτω ἀναφέρει ὅτι «Οἱ ἐπίσκοποι δὲ οἱ πρῶτοι ὑπεύθυνοι καὶ φύλακες τῆς πίστεως, ἐνῶ συνάγονται κατὰ τακτὰ διαστήματα σὲ Συνόδους σὲ ὅλες τὶς τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ μυστηριωδῶς θὰ λέγαμε, δὲν καταδικάζουν τὴν αἵρεσι, μολονότι θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ πρῶτο μέλημά των καὶ ἡ πρώτη αἰτία τῆς ὑπὰρξεώς των καὶ τῆς ὑπάρξεως τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ…νομίζω, ὅτι αὐτὴ ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δὲν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλὰ ἀπεναντίας εἶναι βαλτή, δηλαδὴ τοποθετημένη δι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγον, νὰ συνεργῆ δηλαδὴ ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν πλευρὰ της εἰς τὴν ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως» (σελ.11). Συμφωνοῦμε ἀπὸλυτα, ὅτι ἡ πρώτη φροντίδα τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, θὰ ἔπρεπε νὰ ἦταν κατὰ τὶς συνοδικές της συνεδριάσεις, ἡ ἐξέταση τῶν ζητημάτων τῆς πίστεως καὶ ἡ καταδίκη της αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σὺμφωνα μὲ τὸν λόγον τοῦ μεγάλου πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας ἁγίου Ἀθανασίου: «…οὐδὲ πρέπει προκρίνεσθαι πράγματος ἐξέτασιν τῆς περὶ πίστεως ἐξετάσεως. Χρὴ γὰρ πρώτον πάσαν περὶ τῆς πίστεως διαφωνίαν ἐκκόπτεσθαι καὶ τότε τὴν περὶ τῶν πραγμάτων ἔρευναν ποιεῖσθαι»[11] .Ἐξ ἄλλου τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀναγκαιότητα ἐπισημαίνει καὶ ὁ 37ος Ἀποστολικὸς Κανόνας: «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…». Αὐτὸς εἶναι ὁ πόνος καὶ ἡ ὀδύνη ὅλων μας, αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς ὅλου του ἀντιαιρετικοῦ μας ἀγῶνος, αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ ἐπιδίωξη τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας, νὰ πεισθῆ δηλαδὴ τελικὰ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος, πιεζόμενη ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν πιστὸ λαό, νὰ ἀσχοληθῆ τελικὰ μὲ τὴν αἵρεση, νὰ τὴν καταδικάση, νὰ διακόψη τοὺς ἀκάρπους καὶ ἐπιβλαβεῖς διαλόγους μὲ τοὺς ἀμετανόητους Παπικούς, Προτεστάντες καὶ Μονοφυσίτες, νὰ καλέση σὲ μετάνοια ὅσους ἐκ τῶν ἐπισκόπων ἐκφράζουν δημοσίως οἰκουμενιστικὲς ἀπόψεις καὶ σὲ περίπτωση ἀμετανοησίας, νὰ τοὺς καθαιρέση. Δὲν συμφωνοῦμε ὅμως μὲ ὅσα λέγει παρὰ κάτω ὅτι «αὐτὴ ἡ Σύνοδος ὄχι μόνον δὲν εἶναι ὀρθόδοξος, ἀλλὰ ἀπεναντίας εἶναι βαλτή». Δὲν εἶναι νομίζω ὀρθό, νὰ καταδικάζονται συλήβδην ὅλοι οἱ ἱεράρχες μας, ποὺ συγκροτοῦν τὴν Σύνοδο, ὡς μὴ ὀρθόδοξοι καὶ ἄρα αἱρετικοί, ἐπειδὴ ὁρισμένοι ἐξ’ αὐτῶν ἔχουν διαβρωθῆ ἀπὸ τὴν αἵρεση, ἐνῶ οἱ περισσότεροι σιωποῦν εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε ἀπὸ φόβο καὶ δειλία, ὅταν μάλιστα ὑπάρχει καὶ μικρή, ἔστω, μερίδα ἱεραρχῶν, ποὺ ὑψώνουν μὲ θάρρος τὸ ἀνάστημά των καὶ ἀγωνίζονται κατὰ τῆς αἱρέσεως στὸ μέτρο τῶν δυνάμεών των.
Παρὰ κάτω ἀναφέρει ὅτι «Ἐδῶ Πατέρες, ἄθελά σας ὁμολογεῖτε, ὅτι ὅσα ἰσχυρίζεσθε μέχρι τώρα καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν στὴ συνέχεια, εἶναι τελείως ἀνυπερὰσπιστα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων. Διότι γιὰ ποιὸ λόγο ἡ μελέτη σας ‘νὰ ἀποτελέση ἀφορμὴ γιὰ περαιτέρω ἔρευνα καὶ μελέτη’ ἂν ἐστηρίζετο ὄντως εἰς τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων;» (σελ.12). Λυπούμεθα γιὰ τὴν δεινὴ παρεξήγηση τῶν λόγων μας. Ἡ «περαιτέρω ἔρευνα καὶ μελέτη», ἀγαπητέ μας π.Ε., ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἀφορᾶ τὴν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων, στὸ κατὰ πόσον δηλαδὴ εἶναι ὀρθὰ ὅσα λέγονται σ’ αὐτήν, ἢ στοὺς ἁγίους. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποτελοῦν ἀντικείμενο μελέτης καὶ ἐρεύνης αὐτά, ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἱεροὺς Κανόνες, ἀποτελοῦν τὴν ἀφετηρία καὶ τὸ θεμέλιο, πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζουμε τὴν κριτικὴ μας μελέτη; Ὅπως πολὺ σωστὰ ἀναφέρετε, ἡ ἔρευνα ὀφείλει νὰ στραφῆ «στὸ κατὰ πόσο ἐμεῖς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ αὐτὰ καὶ στὸν τρόπο τῆς ἐπιστροφῆς μας στὴν ὀρθόδοξο παράδοση». Ἡ μελέτη μας λοιπὸν ἀποσκοποῦσε νὰ καταδείξει, ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή σας ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξο παράδοση ὀφείλεται στὴν λανθασμένη ἑρμηνεία, τὴν ὁποία δίδετε σὲ ὅσα χωρία ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τοὺς ἁγίους Πατέρες προσκομίζετε, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀδυνατεῖτε νὰ τὰ ἐναρμονίσετε μὲ τὴν Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν λανθασμένη ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄. Ὅπως ἤδη ἐτονίσθη, δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἁγία Γραφὴ (καὶ φυσικὰ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες) νὰ ἀκυρώνουν τὴν Κανονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, διότι τὰ δύο αὐτὰ μεγέθη, Γραφὴ καὶ Παράδοση, ὡς ἰσόκυρα, ἀλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους, ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Ὀφείλουν λοιπὸν νὰ ἐναρμονίζονται μεταξύ τους. Πρὸς αὐτὴν λοιπὸν τὴν κατεύθυνση ὀφείλει νὰ στραφῆ ἡ περαιτέρω ἔρευνα καὶ μελέτη, εἰς τὸ νὰ ἐρευνήσετε δηλαδὴ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ἂν ὅσα γράψατε στὸ βιβλίο σας, ἐξασφαλίζουν αὐτὴ τὴν ἐναρμόνιση, γιὰ τὴν ὁποία ἔγινε λόγος παρὰ πάνω.
Πάντως νομίζουμε, περαίνοντες τὴν «ἀπάντησή» μας, ὅτι θὰ ἦταν ἀσφαλέστερο γιὰ τὸν π.Ε. καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν, ἂν ἀκολουθήσουν καὶ αὐτοὶ μὲ ταπείνωση τὴν στάση καὶ τὴν διαγωγή, πού ἐτήρησαν ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν παναὶρεση μεγάλες σύγχρονες ὀσιακὲς μορφές, ὅπως ὁ Γέρων Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὅσιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς, ὁ Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ, ὁ Γέρων Ἐφραὶμ ὁ Φιλοθεΐτης, ὁ π. Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ Γέρων Ἰάκωβος ὁ Τσαλίκης κ.α., οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ὅλοι τους καταδίκασαν τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἢ τὴν καταπολέμησαν μὲ διάφορους τρόπους, ὡστόσο ὅμως κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀποτειχίστηκε ἀπὸ τὴν προϊσταμένη του ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ (Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, Πατριαρχεῖο Σερβίας, Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος). Ἐκτὸς ἂν νομίζουν, ὅτι καὶ σὲ αὐτοὺς ἰσχύει τὸ χωρίο τῆς Γραφῆς: «τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῆ ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ.15,14). Πῶς ὅμως εἶναι δυνατὸν οἱ παρὰ πάνω Πατέρες νὰ ἔπεσαν στὸ βόθρο τῆς αἱρέσεως, καθ’ ὃν χρόνον ἔφθασαν στὰ ὕψη τοῦ ἁγιασμοῦ; Πῶς δὲν ἐμιάνθησαν ἀπὸ τὴν αἵρεση, μνημονεύοντες οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους, ἢ ἔχοντες ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοπικὲς Ἐκκλησίες, ἢ Πατριαρχεῖα, πού ἔπεσαν ἐξ ὁλοκλήρου στὴν αἵρεση; Πῶς, κατ’ ἐπέκτασιν, δὲν ἔπεσαν στὸ βόθρο τῆς αἱρέσεως καὶ τὰ πνευματικά των τέκνα, (ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πάνω στὴν περίπτωση τῆς Ι. Μητροπόλεως Τορόντο), ἀλλ’ ἀπεναντίας μάλιστα καταπολεμοῦν μὲ ὁμολογιακὸ φρόνημα τὴν αἵρεση;
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
[1] Φιλοκαλία 15Γ,102
[2] Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου, Τά δύο ἄκρα˙ Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, ἐκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου 2008, σ. 95.
[3] Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου…ο.π. σελ.140.
[4] Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία, σελ. 224
[5] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σ. 18-19
[6] Η Επι των Δογματικών Ιεροκοινοτική Επιτροπή, Υπόμνημα περί της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, Άγιον Όρος 2007, σ. 52-53.
[7] Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Εις το ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός, PG 46,1112Α
[8] Ε.Π.Ε. 11,214
[9] Ε.Π.Ε.11,218
[10] Ε.Π.Ε.11,222
[11] ΕΠΕ 9,284