ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ  ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2015

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2015

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

 

ΕΠΙ ΤΗι ΕΝΑΡΞΕΙ

ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 2015

* * * * *

            

Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

 

Εἰσερχόμενοι στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ οἱ ὕμνοι τοῦ Τριωδίου, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν πρώτη ἑβδομάδα τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς περιόδου, προβάλλουν τὴ νηστεία ὡς τὸν πλέον κατάλληλο τρόπο γιὰ νὰ ἐνστερνιστεῖ καὶ νὰ βιώσει ὁ πιστὸς τὴν ποθητὴ μετάνοια.

 

Ζώντας ὅμως σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ἡ ἄνεση καὶ ἡ εὐκολία ἔχουν καταστεῖ μέτρα ἀπόλυτά του βίου μας, τὸ αἴτημα τῆς νηστείας συχνὰ προκαλεῖ ἀμηχανία ἀκόμα καὶ στοὺς ἴδιους τους χριστιανούς. Ἀκούει κανεὶς ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ καταφάσκουν στὴ πίστη, πὼς «ἐγὼ δὲν τὰ καταφέρνω μὲ τὴν νηστεία», πὼς «ἀποφάσισα νὰ νηστεύσω μόνο ἀπὸ αὐτὸ τὸ εἶδος ἢ μόνο ἀπὸ τὸ ἄλλο», πὼς «δὲν νηστεύω ἀκριβῶς, ἀλλὰ κάνω μία αὐστηρὴ δίαιτα καὶ εἶναι τὸ ἴδιο» ἢ τελικὰ πὼς «ἀποφάσισα σὲ τούτη τὴν Σαρακοστὴ νὰ μὴ νηστεύσω». Ὅλη τούτη ἡ σύγχυση φανερώνει πὼς καθόλου δὲν ἔχουμε κατανοήσει τὸ τί εἶναι ἡ νηστεία καὶ σὲ τί ἀποσκοπεῖ.

 

Ἡ νηστεία γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἠθικὸ πρόσταγμα, ἀλλὰ ἀποτελεῖ μία ὀντολογικὴ λειτουργία. Τοῦτο σημαίνει πὼς τὸ νὰ νηστεύσω δὲν εἶναι κάτι ποὺ ἀφορᾶ μόνο ἐμένα, δὲν εἶναι μία ἀτομικὴ ἐπιλογή, ἀλλὰ εἶναι ἕνας τρόπος νὰ ὑπάρχω ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ἂς τὸ ἐξηγήσουμε λίγο αὐτό:

 

Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε πὼς εἶναι ἡ προετοιμασία μας γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο θὰ διαδεχθεῖ ἡ λαμπροφόρος Ἀνάστασή του. Ἡ δική μας ἀποχὴ ἀπὸ τροφὲς ἀποτελεῖ τὴν μετοχή μας στὸ Πάθος αὐτό, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὡς μέλη ἀληθινά του Σώματος τοῦ Χριστοῦ, οἱ χριστιανοὶ διὰ τῆς νηστείας βιώνουμε τοὺς κολαφισμούς, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὸ σταυρό· μετέχουμε στὸν πόνο, στὴν πείνα καὶ στὴν δίψα τοῦ Θεανθρώπου κατὰ τὸ Πάθος. Μὰ συνάμα βιώνουμε καὶ τὴν λύτρωση ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ Ἅδου, καὶ τὴν ἐν ἑτέρα μορφὴ σωματικὴ παρουσία, καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς τροφῆς καὶ ἀπὸ κάθε ἄλλο ἐξαναγκασμό, καὶ τὴν χαρὰ τῆς νίκης ἐπὶ τοῦ Θανάτου, ὅπως βιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο κατὰ τὴν Ἀνάσταση. Νηστεύουμε λοιπὸν γιατί ὁ Χριστός, ἔπαθε καὶ ἀναστήθηκε. Καὶ ἐμεῖς θέλουμε καὶ λαχταροῦμε νὰ γίνουμε μέλη τοῦ δικοῦ Του Σώματος διὰ τῆς νηστείας.

 

Ὅπως λοιπὸν σὲ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα τὰ μέλη δὲν αὐτονομοῦνται, ἀλλὰ ὅλα μὲ τὸν τρόπο τους μετέχουν σὲ κάθε λειτουργία του, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία κανείς μας δὲν αὐτονομεῖται, ἀλλὰ ὅλοι μετέχουμε σὲ κάθε λειτουργία τούτου τοῦ Θεανθρώπινου σώματος. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὅλα τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ νηστεύουμε ὅποτε καὶ ὅπως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ὁρίσει. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ἀκριβὴς νηστεία ποῦ ἔχουν καθορίσει οἱ Πατέρες γιὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς;

 

Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, μᾶς προσκαλεῖ κατὰ τὶς ἔξι ἑβδομάδες τῆς Σαρακοστῆς, καθὼς καὶ τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ποὺ ἀκολουθεῖ, σὲ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κρέας, ἀπὸ τὰ αὐγά, ἀπὸ τὸ γάλα καὶ τὰ προϊόντα ποὺ παράγονται ἀπὸ αὐτὸ καθὼς καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια. Ἀπὸ τὴν Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Παρασκευὴ τῆς κάθε ἑβδομάδος ἡ τράπεζά μας πρέπει νὰ στερεῖται ἀκόμα καὶ τοῦ οἴνου καὶ τοῦ ἐλαίου, ἐνῶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, τὰ δύο αὐτὰ εἴδη ἐπιστρέφουν πρὸς ἐνίσχυση καὶ παρηγορία. Τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἡ τράπεζα ἀπαιτεῖ ψάρι, γιὰ νὰ εὐφρανθοῦμε ὄχι μόνο πνευματικὰ μὰ καὶ σωματικὰ μὲ τὸ προοίμιο τῆς σωτηρίας μας, ἐνῶ ὑπάρχουν καὶ κάποιες ἄλλες μεγάλες ἡμέρες κατὰ τὶς ὁποῖες ἔχουμε κατάλυση οἴνου καὶ ἐλαίου, ὅπως ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων.

 

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς τὶς Τετάρτες καὶ Παρασκευὲς θὰ βροῦμε στὴν μοναστικὴ παράδοση καὶ μία ἀκόμα αὐστηρότερη μορφὴ νηστείας (ἂς μὴν ξεχνοῦμε ὅτι οἱ δύο αὐτὲς μέρες συνδέονται μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν ἄσκηση καθ’ ὅλο τὸ ἔτος). Ἡ νηστεία αὐτὴ καλεῖται ἐνάτη. Τούτη δὲν ἀπαιτεῖται ἀπὸ τοὺς πολλούς. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ τυπικὸ οἱ χριστιανοὶ παραμένουν ἀπὸ τὴ δωδεκάτη τῆς νυκτὸς μέχρι καὶ τὴν τρίτη μεσημβρινὴ ὥρα (ἐνάτη κατὰ τὸν βυζαντινὸ τρόπο μετρήσεως τοῦ νυχθημέρου) σὲ πλήρη ἀποχὴ ἀπὸ τροφὴ καὶ νερό. Ἡ Ἑσπερινὴ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων συνδέεται μὲ τούτη τὴν μορφὴ νηστείας.

 

Τούτη μὲ δυὸ λόγια εἶναι ἡ καθορισμένη νηστεία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν Σαρακοστή. Ἂς μὴ βιαστοῦμε νὰ τὴν ἀπορρίψουμε ὡς ἀκατόρθωτη. Ἂς μὴν ἀπογοητευτοῦμε ἐπειδὴ γνωρίζουμε τὶς ἀδυναμίες μας. Ἂς μὴ ποῦμε τὸ «δὲν νηστεύω» ἢ τὸ «θὰ νηστεύσω ὅπως καταλαβαίνω». Ἂν πράξουμε κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔχουμε ἀπολέσει τὸ πρῶτο δῶρο τῆς νηστείας, τὸ ὁποῖο μας τὸ χορηγεῖ χωρὶς νὰ κοπιάσουμε καθόλου. Τοῦτο εἶναι τὸ δώρημα τῆς ταπείνωσης. Γιατί ὅταν συνειδητοποιεῖ κάποιος μὲ εἰλικρίνεια καὶ χωρὶς προφάσεις, πὼς οἱ δυνάμεις του δὲν εἶναι πολλὲς καὶ πὼς δὲν δύναται νὰ στερηθεῖ γιὰ λίγο κάποια πράγματα ἁπλά, τότε ταπεινώνεται.

 

Τοῦτο τὸ πρῶτο σκίρτημα ταπείνωσης μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως γιὰ νὰ καταθέσουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ λάβουμε συγχώρεση, γιὰ νὰ ὁμολογήσουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ νὰ λάβουμε παρηγοριὰ καὶ ἐλπίδα. Ἐκεῖ ὁ πνευματικὸς θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ μάθουμε πῶς νὰ νηστεύσουμε, πῶς νὰ προσευχηθοῦμε, πῶς νὰ ἀσκήσουμε τὴν φιλανθρωπία, πῶς νὰ παραστοῦμε στὶς ἀκολουθίες. Θὰ μᾶς καλέσει νὰ ἀγωνιστοῦμε σ’ αὐτὰ ποὺ πρέπει, μὰ καὶ σ’ αὐτὰ ποὺ μποροῦμε. Δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἐξουθενώσει, δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀπορρίψει. Ἂν ἡ ἀδυναμία μᾶς ἀπαιτεῖ λάδι, τοῦτο δὲν θὰ λείψει ἀπὸ τὴ διατροφή μας· ἂν ἡ ὑγεία μᾶς ἀπαιτεῖ γαλακτοκομικὰ κι αὐτὰ θὰ ὑπάρξουν στὸ τραπέζι μας ὅταν χρειαστοῦν· ἂν τὸ κρέας εἶναι ἀπαραίτητο κι αὐτὸ δὲν θὰ τὸ στερηθοῦμε ὅταν πρέπει. Γιατί εἶναι ἄλλο νὰ βάλει κανεὶς στὸ πιάτο τοῦ μία ἀρτήσιμη τροφὴ ὡς φάρμακο, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του, καὶ ἄλλο νὰ καταλύει τὴ νηστεία.

 

Ἡ πρακτική της Ἐκκλησίας νὰ ἐξατομικεύει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ τὸν καταθέτει προσωπικὰ σὲ κάθε πιστὸ ἀποσκοπώντας στὴ σωτηρία του, ὀνομάζεται Οἰκονομία. Ὑπάρχουν φυσικὰ οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτοὶ εἶναι πλήρεις καὶ ἀληθεῖς. Ἀφοροῦν κάθε ἄνθρωπο σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ σὲ κάθε συγκυρία. Εἶναι λόγοι θεραπευτικοὶ καὶ παραμυθητικοὶ γιὰ ὅλους μας. Ἀποτελοῦν τὴ βίωση τῆς ἀλήθειας στὴ καθημερινή μας ζωή. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία διαφυλάττει μὲ προσοχὴ μεγάλη τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, καὶ τοῦτο καλεῖται στὴν θεολογικὴ γλώσσα Ἀκρίβεια. Ἡ Οἰκονομία θεραπαινίδα τούτης ἀκριβῶς τῆς Ἀκρίβειας εἶναι καὶ γι’ αὐτὸ δὲν συγκρούεται μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ στὸ πνεῦμα αὐτῶν κινεῖται καὶ τὴν ἀλήθεια τοὺς ὑπηρετεῖ.

 

Ὑπάρχει λοιπὸν ὁ κανόνας τῆς νηστείας ὡς ροῦχο κοινὸ γιὰ ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅμως τὸ ροῦχο αὐτό, ἔρχεται ὁ πνευματικὸς μὲ τὴ βελόνα καὶ τὴ κλωστὴ τῆς γνώσεως τῶν Κανόνων καὶ τῆς ἀρετῆς τῆς διακρίσεως, νὰ τὸ φέρει στὰ μέτρα τοῦ καθενὸς γιὰ νὰ τὸν ζεστάνει καὶ νὰ τὸν καλλωπίσει. Γι’ αὐτὸ δὲν βιαζόμαστε νὰ ἀπορρίψουμε τὸ ροῦχο τῆς νηστείας, μόλις τὸ ἀντικρύσουμε γιατί τάχα δὲν εἶναι στὸ νούμερό μας· μὰ οὔτε τὸ φοροῦμε ἄτσαλα καὶ ἄκομψα ἀπὸ συνήθεια ἢ ἀπὸ ἀδιαφορία, μίας καὶ τοῦτο εἶναι πολύτιμο καὶ σπουδαῖο. Τὸ δεχόμαστε ὅπως ἡ μάνα μας ἡ Ἐκκλησία, μᾶς τὸ ἔχει ἑτοιμάσει καὶ μᾶς τὸ ἔχει δωρίσει καὶ τότε αὐτὸ εὐπρεπίζει καὶ θερμαίνει τὸν ταλαίπωρο ἑαυτό μας.

 

Ὅμως ἴσως κάποιοι ἀναρωτηθοῦν: εἶναι ἀρκετὴ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφὲς γιὰ νὰ πεῖ κανεὶς πῶς νηστεύει; Ἡ παρατήρηση αὐτὴ εἶναι σημαντική. Στὴν ὑμνολογία τοῦ Τριωδίου θὰ συναντήσουμε τὸ παρακάτω ἰδιόμελο τὸ ὁποῖο ἀπαντᾶ στὸ ἐρώτημα:

 

Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ, ἀληθὴς νηστεία, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, καὶ ἐπιορκίας·ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν, ἀληθὴς καὶ εὐπρόσδεκτος.

 

Ἡ ἀληθινὴ νηστεία, μᾶς διδάσκει ὁ ὕμνος, πὼς δὲν περιορίζεται στὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὶς τροφές. Νηστεία εἶναι καὶ «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις», ἡ ἀποξένωσή μας ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μᾶς καταδυναστεύουν, ἀπὸ τὰ νοερὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς καταστοῦν ἀνελεύθερους καὶ πνευματικὰ ἀκινήτους.

 

Νηστεία εἶναι καὶ ἡ «ἐγκράτεια γλώσσης», ἡ προσπάθεια ὁ λόγος μας νὰ μὴν εἶναι κενὸς νοήματος, οἱ λέξεις νὰ μὴν εἶναι περιττές, οἱ κουβέντες μας νὰ μὴν πληγώνουν ἀλλὰ νὰ διακονοῦν τὴν ἀλήθεια.

 

Νηστεία εἶναι καὶ ἡ «θυμοῦ ἀποχή», ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν ταραχώδη βίο, ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης, ἡ ἡσυχία καὶ ἡ εὐπρέπεια τῆς ὕπαρξης.

 

Νηστεία εἶναι καὶ ὁ «ἐπιθυμιών χωρισμός», ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, ἡ ὑπέρβαση τοῦ γνωμικοῦ θελήματος, ἡ ἀνόρθωση τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως.

 

Νηστεία εἶναι καὶ ὁ «καταλαλιᾶς χωρισμός», ἡ ἀποφυγὴ τῶν πικρῶν λόγων, ἡ ἄρνηση τῶν εὔκολων κρίσεων, ἡ νέκρωση τῆς σκληρῆς κατακρίσεως.

 

Νηστεία εἶναι καὶ ὁ «ψεύδους καὶ ἐπιορκίας χωρισμός», ἡ ἔχθρα πρὸς τὴν ἀναλήθεια, ἡ ἀποστροφὴ τῆς διαβολῆς, ὁ πόλεμος πρὸς τὸ κίβδηλο, ἡ ἄρνηση νὰ θεμελιωθοῦν οἱ σχέσεις τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους καὶ μὲ τὸ Θεὸ στὸ ψέμα.

 

Ὁ συνόλος αὐτὸς ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος καὶ τοῦ ἀνθρώπινου σώματος, ἡ καθολικὴ αὐτὴ δοκιμασία τῆς ὕπαρξης μὲ κριτήριο τὴν ἀλήθεια ὀνομάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μᾶς νηστεία. Σὲ αὐτὴ μας καλεῖ καὶ σὲ τούτη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιὰ νὰ ἀθληθοῦμε καὶ νὰ στεφανωθοῦμε, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μᾶς καταδυναστεύουν καὶ νὰ φθάσουμε στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητα, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ συναντήσουμε τὸν δὶ’ ἠμᾶς πάσχοντα Χριστό, τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου.

 

Εὐχόμαστε ὁ Πανάγιος Τριαδικὸς Θεὸς διὰ τῶν ἐνεργειῶν του νὰ στηρίζει, νὰ περικραττεῖ καὶ νὰ ἐνισχύει ὅλους ὅσους εἰσέρχονται σήμερα στὸ στάδιον τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὥστε ὁμοθυμαδὸν νὰ ὁμολογοῦμε: «Ἔλαμψεν ἡ χάρις σου Κύριε, ἔλαμψεν ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ καιρὸς μετανοίας…».

 

Καλὴ δύναμη, καλὸ αγώνα, καλὴ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ