ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ
Εν Πειραιεί τη 26η Οκτωβρίου 2020
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΦΕΡΡΑΡΑΣ – ΦΛΩΡΕΝΤΙΑΣ ΤΗΝ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ;
Η αίρεση και λιγότερο το σχίσμα, είναι φρικτά οδυνηρές καταστάσεις στο σώμα της Εκκλησίας. Μελετώντας την εκκλησιαστική ιστορία, διαπιστώνουμε, πως ουδεμία αιρετική ομάδα αναγνώρισε τις πλάνες της και επέστρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, από όπου είχε αποσχισθεί και αποκοπεί Και τούτο διότι, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριος, (Ματθ.13,24-30), αυτός που σπέρνει τις πλάνες στο σώμα της Εκκλησίας είναι ο ίδιος ο διάβολος, με σκοπό να νοθεύσει την σώζουσα διδασκαλία και αλήθεια της Εκκλησίας. Οι εκάστοτε αιρεσιάρχες, αφότου αποσχίσθηκαν από το σώμα της Εκκλησίας, στερήθηκαν την Θεία Χάρη και κατάντησαν όργανα του διαβόλου, μη δυνάμενοι πλέον να έρθουν σε μετάνοια. Σαφέστατο παράδειγμα ο αιρετικός Παπισμός, ο οποίος αφότου αποκόπηκε από το αδιαίρετο σώμα της Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας, όχι μόνον παραμένει αμετανόητος και απόλυτα αμετακίνητος στις κακοδοξίες του, αλλά επί πλέον επιχειρεί εδώ και δέκα αιώνες με πολλές και διάφορες μεθοδεύσεις, (πόλεμοι, διώξεις, σταυροφορίες, ουνία, κλπ), να απορροφήσει την Εκκλησία και να την υποτάξει στην εξουσία του απόλυτου και «αλάθητου» αυθέντη της, του «Πάπα». Περί των αδυναμίας των παπικών να μετανοήσουν ομιλών ο μέγας της Εκκλησίας πατήρ άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέρει, (στον Β΄ περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος λόγον του, ΕΠΕ τομ. 1, σελ. 182), ότι οι παπικοί μοιάζουν με το μεγαλύτερο από όλα τα ζώα, τον ελέφαντα. Λέγουν ότι το ζώο αυτό δεν κατακλίνεται στο έδαφος για ανάπαυση κατά τον καιρόν του ύπνου. Αν δε συμβεί να πάθει κάτι και πέσει κάτω, δεν μπορεί να σηκωθεί πλέον. Παρόμοια και οι Λατίνοι. Από τότε που εξέπεσαν της αληθείας δεν μπορούν πλέον να ανορθωθούν από την πτώση τους εξ’ αιτίας της υπερηφανίας των.
Οι μετά το σχίσμα εκάστοτε ενωτικές προσπάθειες της Εκκλησίας με τον Παπισμό μαρτυρούν ότι η Εκκλησία ουδέποτε αρνήθηκε τον διάλογο με την αίρεση, αποβλέποντας όμως πάντοτε στην επιστροφή των πεπλανημένων στην Ορθοδοξία και χωρίς ποτέ να ανεχθεί κανένα απολύτως συμβιβασμό και καμιά υποχώρηση στην πίστη και στο δόγμα της. Μια τέτοια ενωτική προσπάθεια μπορεί να θεωρηθεί και η Σύνοδος Φεράρας – Φλωρεντίας, (1438-1439). Ωστόσο η Σύνοδος αυτή όπως απέδειξαν τα πράγματα αποδείχθηκε τελικά, ότι δεν ήταν Ορθόδοξη Σύνοδος, αλλά μία Ψευδοσύνοδος, όχι μόνο διότι συγκλήθηκε για να υπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες, αλλά και διότι κατά την διάρκεια των εργασιών της καταπατήθηκε κάθε έννοια συνοδικότητας. Όπως μαρτυρεί ο αυτόπτης μάρτυς της Συνόδου Σίλβεστρος Συρόπουλος στα απομνημονεύματά του, επιχειρήθηκαν στα παρασκήνια δόλιες μεθοδεύσεις, αφόρητες πιέσεις, δωροδοκίες, ανεπίτρεπτοι συμβιβασμοί στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας και εκβιασμοί μέχρις απειλών κατά της ζωής μελών της Συνόδου. Γι’ αυτό και δικαίως ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός την χαρακτήρισε ως «καϊαφαϊκό συνέδριο». Και ο μεν Ορθόδοξος κλήρος και λαός την απέρριψε ευθύς αμέσως μετά το πέρας των εργασιών της, η δε επίσημη συνοδική καταδίκη της πραγματοποιήθηκε μερικά χρόνια αργότερα στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1484.
Είναι γνωστό ότι την ίδια χρονική περίοδο ήταν σε εξέλιξη η αντιπαπική Σύνοδος της Βασιλείας, (1431-1449), στην οποία συμμετείχε μεγάλος αριθμός Ρωμαιοκαθολικών επισκόπων της Δύσης. Η σύνοδος αυτή εξέταζε τότε τις κακοδοξίες και τις αυθαιρεσίες του Παπισμού και ήταν έτοιμη να καταδικάσει το παπικό πρωτείο και να καθαιρέσει τον «Πάπα» Ευγένιο τον Δ΄. Αναμφίβολα ήταν τραγικό λάθος των Ορθοδόξων να απορρίψουν την πρόσκληση των επισκόπων της Συνόδου της Βασιλείας, που αγωνίζονταν τότε να αποτινάξουν τον παπικό ζυγό και να δεχθούν την πρόσκληση του Πάπα Ευγενίου του Δ΄ στη Σύνοδο της Φεράρας Φλωρεντίας. Σοβαροί ιστορικοί και θεολόγοι εκτιμούν, ότι αν η Ορθόδοξη Εκκλησία απέφευγε αυτό το τραγικό λάθος καθώς και προχωρούσε στη ορθή επιλογή, θα άλλαζε ο ρους της ιστορίας, διότι ο παπικός θεσμός θα δεχόταν ένα καίριο και ανεπανόρθωτο πλήγμα.
Αν όμως για την Ορθοδοξία η Σύνοδος της Φεράρας – Φλωρεντίας είναι μια μαύρη σελίδα στην εκκλησιαστική της ιστορία, για τον Παπισμό θεωρείται σημαντική και μάλιστα συγκαταλέγεται μεταξύ των «Οικουμενικών Συνόδων» της! Το λυπηρό είναι ότι εκτός από τους παπικούς την θεωρούν σημαντική και πολλοί «Ορθόδοξοι» θεολόγοι, θιασώτες της «ενώσεως των Εκκλησιών», χωρίς την μετάνοια των παπικών. Μια τέτοια στάση απέναντι σ’ αυτή την Ψευδοσύνοδο διαπιστώσαμε σε πρόσφατο τεύχος, (τ. 155, Ιούλιος –Σεπτέμβριος 2020), του περιοδικού «ΣΥΝΑΞΗ», το οποίο φιλοξενεί δύο σχετικά άρθρα. Το πρώτο είναι κάποιου Μπερνάρ Μενιέ, προφανώς Γάλλου Ρωμαιοκαθολικού, με θέμα: «Γιατί η ένωση της Φλωρεντίας δεν προχώρησε» και το δεύτερο του καθηγητή στη Θεολογική Σχολή Αθηνών, κ. Δημητρίου Μόσχου με θέμα: «Σύνοδος Φερράρας –Φλωρεντίας: Ένας κοπιώδης απολογισμός». Μελετώντας τα δύο άρθρα διαπιστώσαμε, πως η προσέγγιση της μοιραίας αυτής Συνόδου, έγινε με κριτήρια, τα οποία στηρίζουν και δικαιώνουν τις παπικές θέσεις, ενώ ελάχιστα τις Ορθόδοξες. Δεν θα αναλωθούμε σε επί μέρους αντίκρουση των άρθρων αυτών, αλλά θα αρκεστούμε σε μια γενική κριτική για δύο λόγους. Πρώτον, διότι ο χώρος της αναφοράς μας είναι πολύ περιορισμένος για μια κατά πλάτος κριτική και δεύτερον, διότι και σ’ αυτήν ακόμη την οικουμενιστικών προδιαγραφών «Σύνοδο» της Κρήτης, η μεν Σύνοδος Φερράρας –Φλωρεντίας αποκηρύχθηκε, η δε εν Κωσταντινουπόλει Σύνοδος του 1484 χαρακτηρίστηκε ως Σύνοδος οικουμενικού κύρους, (βλ. συνοδικό κείμενο της «Εγκυκλίου» της «Συνόδου» της Κρήτης).
Κατ’ αρχήν και οι δύο αρθρογράφοι παρουσιάζουν τη Ψευδοσύνοδο ως ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία του συνοδικού συστήματος. Ο κ. Μενιέ την χαρακτήρισε ως «μια σύνοδο, όπως λίγες υπήρξαν στην ιστορία του Χριστιανισμού». Ο δε κ. Δ. Μόσχος, ότι αυτή «αποτελεί μια στροφή στις σχέσεις Ορθοδόξων – Καθολικών», μια «νίκη των ορθοδόξων», οι οποίοι δήθεν «έσυραν» τον «Πάπα» σε συνοδική διαδικασία, αφού κατά τους ισχυρισμούς του «είναι βέβαιο ότι η ανάπτυξη της συνοδικής θεωρίας στη Δύση ανάγκασε τους πάπες να αναζητήσουν την επανένωση με την Ανατολή σε μια κλασική μορφή επισκοπικής συνόδου που θα αναβάθμιζε το ρόλο τους, τον οποίο και οι Ανατολικοί υπερασπιζόταν πρόθυμα, παρουσιαζόμενοι ως ‘παπιστές’ πολύ περισσότερο απ’ ότι θεωρητικοί της συνοδικής κίνησης στη Δύση». Το ότι αναγκάσθηκαν οι πάπες «να αναζητήσουν την επανένωση με την Ανατολή σε μια κλασική μορφή επισκοπικής συνόδου», αυτό άραγε εσήμαινε ότι ο πάπας Ευγένιος ο Δ΄ έκανε δεκτή την κατάργηση, ή έστω την υποβάθμιση, του παπικού πρωτείου κατά την διάρκεια των εργασιών της Συνόδου; Σίγουρα όχι, για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον μεν διότι ο «Πάπας», (θέλοντας να εκφράσει έμπρακτα το παπικό του πρωτείο), ζήτησε να του ασπασθούν τα πόδια όλοι οι Ορθόδοξοι Ιεράρχες, μηδέ του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωσήφ εξαιρουμένου, άμα τη αφίξει αυτών στη Φερράρα. Και δεύτερον, διότι ο περιλάλητος «Όρος» της Συνόδου, τον οποίο υπέγραψαν οι συνοδικοί, (πλην του αγίου Μάρκου και δύο ακόμη Ορθοδόξων), αναγορεύει τον επίσκοπο Ρώμης «διάδοχο του μακαρίου Πέτρου του κορυφαίου των αποστόλων και αληθή τοποτηρητήν του Χριστού και πάσης της Εκκλησίας κεφαλήν». Επομένως και σ’ αυτήν ακόμη την Ψευδοσύνοδο διασώζεται το παπικό πρωτείο και ο «Πάπας» τοποθετείται υπεράνω και αυτών ακόμη των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες τότε μόνον είναι έγκυρες, παρά μόνον όταν επικυρωθούν από τον «Πάπα».
Ένα άλλο σημείο που αξίζει να σχολιασθεί είναι η εσφαλμένη και παραπλανητική θέση του κ. Μενιέ ότι «Το θεολογικό έργο που πραγματοποιήθηκε στις συνεδριάσεις της συνόδου, ήταν πραγματικά πολύ σοβαρό μέσα στα δύο στρατόπεδα και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της η σύνοδος αξίζει να θεωρείται ως ορόσημο στην ιστορία των συναντήσεων μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων». Ο κ. Μόσχος διαφοροποιείται στο σημείο αυτό σε σχέση με τον κ. Μενιέρ και εκφράζει την άποψη ότι «η έντονη πίεση των πολιτικών γεγονότων ακύρωνε την θεολογική συζήτηση των προβλημάτων σε βάθος και άνοιγε τον δρόμο για να εμφιλοχωρήσει, έστω και ανεπίγνωστα, η ψυχρή λογική του δικαίου του ισχυροτέρου…». Παρά κάτω επισημαίνει τρία ακόμη προβλήματα, που είχαν σχέση με την μέθοδο των εργασιών. Πρώτον το γεγονός ότι η σύνοδος εξετράπη «σε απέραντες περιττολογίες για διαδικαστικά θέματα», δεύτερον το ότι η Σύνοδος αναλώθηκε ουσιαστικά στη συζήτηση ενός μόνον θέματος, αυτό του φιλιόκβε, χωρίς να δοθεί χρόνος για συζήτηση άλλων θεολογικών διαφορών και τρίτον το γεγονός ότι «ένα μεγάλο μέρος του χρόνου των συζητήσεων δαπανήθηκε στην ανίχνευση των νοθεύσεων στα κείμενα». Η ανάδειξη των παρά πάνω προβλημάτων από τον κ. Μόσχο, από μόνη της ανατρέπει τον ισχυρισμό του κ. Μενιέρ ότι δήθεν «η σύνοδος αξίζει να θεωρείται ως ορόσημο στην ιστορία των συναντήσεων μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων». Ωστόσο και οι δύο αρθρογράφοι παραλείπουν να αναφέρουν πολλά άλλα λυπηρά γεγονότα, που έλαβαν χώρα στη σύνοδο, τα οποία όχι μόνο δεν μας επιτρέπουν να την θεωρήσουμε «ως ορόσημο στην ιστορία των συναντήσεων μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων», αλλά το ακριβώς αντίθετο, ως ένα «καϊαφαϊκό συνέδριο». Αναφέρουμε μερικά: α) Οι Λατίνοι πεισματωδώς επέμεναν στις πλάνες τους, παρά το γεγονός ότι ο άγιος Μάρκος με ακαταμάχητα θεολογικά επιχειρήματα ανέτρεπε τους ισχυρισμούς των. Έτσι επαληθεύεται ο λόγος του Μεγάλου Βασιλείου, ότι οι Λατίνοι «ούτε οίδασι την αλήθειαν, ούτε μαθείν ανέχονται». β) Στη Ψευδοσύνοδο μεθοδεύτηκαν σκοτεινά παρασκήνια, επειδή οι Λατίνοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον άγιο Μάρκο σε δημόσιες συζητήσεις. Όπως αναφέρει ο Συρόπουλος: «Κρύφα και συνεσκιασμένως πάντα εγίνοντο…μυστικώς και κελλικώς, [στα κελλιά]». Και εκεί στα παρασκήνια, δηλαδή στα κελλιά, συντάχθηκε τελικά ο «όρος» της Ψευδοσυνόδου. γ) Ήταν μια σύνοδος απάτης. Διότι τα συγγράμματα που παρουσίασαν οι Λατίνοι, για να στηρίξουν τις απόψεις τους, τις περισσότερες φορές δεν ήταν γνήσια, αλλά πλαστά. Και την πλαστότητά των απέδειξε επανειλημμένως ο άγιος Μάρκος. δ) το γεγονός ότι ο «Πάπας», προκειμένου να πείσει τον άγιο Μάρκο να υπογράψει τον «όρο», χρησιμοποίησε την μέθοδο της εξαγοράς με χρήματα και κολακείες. Έστειλε στον άγιο, με αντιπρόσωπό του, ένα δίσκο με χρυσά φλουριά και ένα βάζο με χρυσό με την παράκληση να τα δεχθεί από τον «Πάπα» και να μεταβεί κατόπιν προς συνάντησή του. Ωστόσο ό άγιος αρνήθηκε την προσφορά και του απήντησε: «Έχεις μαζεύσει ακάθαρτον χρυσάφι. Λοιπόν δώσε το εις όποιον θέλεις. Διότι όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας, (Ματθ.6,21). Η σύνοδός σου δεν θα είναι σύνοδος και όλοι σας θα χαθήτε». ε) το γεγονός ότι ο «Πάπας» μετά την αποτυχημένη απόπειρα του να εξαγοράσει τον άγιο Μάρκο είχε την απαίτηση να χαρακτηριστεί από την σύνοδο ως απειθής και να τιμωρηθεί ως αιρετικός. Απειλήθηκε και η ίδια η ζωή του. στ) Τα όσα είχαν γραφεί στον «όρο» δεν ήταν καρπός ελευθέρας θεολογικής συζητήσεως. Υπεγράφη από τους Ορθοδόξους κατόπιν δωροδοκιών, αφορήτων εκβιασμών και τυραννικών πιέσεων μέχρι στερήσεως τροφής, από τον «Πάπα».
Πέραν αυτών οι δεκάδες κακοδοξίες του Παπισμού προσπερνιούνται επιπόλαια και από τους δύο αρθρογράφους. Και οι δύο συμφωνούν στο ότι, αν αφαιρεθεί το φιλιόκβε από το σύμβολο των παπικών μπορεί να γίνει η «ένωση των εκκλησιών». Ο κ. Μενίερ παρατηρεί ότι «η Λατινική Εκκλησία πρέπει να προχωρήσει περισσότερο αποσύροντας με δική της πρωτοβουλία το φιλιόκβε από το σύμβολο της πίστεως». Ο κ. Μόσχος αναφέρει: «Επομένως ένα κοινό σύμβολο πίστεως θα άνοιγε το δρόμο στη μνημόνευση, [σ.σ. του Πάπα στα δίπτυχα των Ορθοδόξων]. Οι όποιες διαφορές, [αιρετικές διδασκαλίες του Παπισμού], θα μπορούσαν να συζητηθούν σε μια σύνοδο, με τη διαφορά ότι αυτή θα συγκροτούνταν πλέον εντός της ενιαίας Εκκλησίας και όχι μεταξύ δύο μερών». Επικαλείται μάλιστα προς επίρρωσιν των ισχυρισμών του και τον άγιο Μάρκο: «Διό ουδέ πρέπει όλως ενωθήναι αυτοίς ει μη εκβάλωσι την προσθήκην από του συμβόλου και ομολογήσωσιν το σύμβολον καθώς και ημείς». Εδώ είναι φανερό ότι ο κ. Μόσχος παρερμηνεύει τα λόγια του άγιου Μάρκου. Ο άγιος με την παρά πάνω φράση δεν θέτει ως μοναδικό όρο ενώσεως την απάλειψη του φιλιόκβε από τους παπικούς, παραθεωρώντας τις άλλες κακοδοξίες του Παπισμού. Στο θέμα του παπικού πρωτείου, για παράδειγμα, που είναι μια από τις μεγαλύτερες δογματικές διαφορές με τους παπικούς, όχι μόνον ο άγιος Μάρκος, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι, απέρριπταν το παπικό πρωτείο.
Με όσα αναφέρουν οι δύο αρθρογράφοι περί του φιλιόκβε, αφήνουν να εννοηθεί, ότι το φιλιόκβε αποτελεί την μοναδική διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, ακολουθούντες την βασική αρχή – δόγμα του Οικουμενισμού, αυτήν του δογματικού μινιμαλισμού. Θεωρούν το φιλιόκβε ως μια «αρχαία παράδοση», η οποία δεν ενοχλούσε ιδιαίτερα την αδιαίρετη Εκκλησία. Όμως μελετώντας τα λεχθέντα και πραχθέντα της Ψευδοσυνόδου, διαπιστώνουμε ότι οι Ορθόδοξοι, με προεξάρχοντα τον άγιο Μάρκο, έδωσαν μάχες για να αποδείξουν ότι η αυτή η προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως είναι απαράδεκτη και αποτελεί αιρετική πλάνη, η οποία βεβηλώνει το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Ο κ. Δ. Μόσχος επισημαίνει μεν ότι οι παπικοί υποστήριζαν ότι το φιλιόκβε ήταν «ανάπτυξη και όχι προσθήκη», ωστόσο δεν κάνει τον κόπο να αποδείξει με βάση την διδασκαλία των αγίων πατέρων και μάλιστα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ότι η προσθήκη δεν αποτελεί ανάπτυξη, αλλά κακοδοξία.
Σε τελική ανάλυση και οι δύο πασχίζουν να αποδείξουν, ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση. Ο κ. Μενιέ παρατηρεί ότι η «Λατινική Εκκλησία δεν έσφαλε στην πίστη της και ότι η τριαδική θεολογία δεν ήταν αιρετική» (σ.σ. όσον αφορά την αίρεση του φιλιόκβε). Και συνεχίζει: «όσον καιρό μέσα στη συνείδησή της η Ορθοδοξία θα συνεχίσει να θεωρεί την Δυτική Εκκλησία ως αιρετική, δεν θα μπορέσει να υπάρξει αληθινή κοινωνία μεταξύ τους». Και ο κ. Μόσχος: «Συνεπώς ήδη η πρόταση που κατατίθεται σήμερα εδώ, αφαιρεί αυτομάτως από τους Ορθοδόξους, (δηλαδή απ’ όσους ακόμα το κάνουν), το δικαίωμα να χαρακτηρίζουν αιρετική την Καθολική Εκκλησία». Ωστόσο θέλουν να αγνοούν και οι δύο αρθρογράφοι και ιδίως ο κ. Μόσχος, ότι ο Παπισμός έχει καταδικασθεί από μία πλειάδα Ορθοδόξων Συνόδων, Οικουμενικών και Ενδημουσών, ως αίρεση καθ’ όλη την διάρκεια της δευτέρας χιλιετίας.
Τελειώνοντας το άρθρο του ο κ. Δ. Μόσχος, προτείνει να συσταθεί μια «μεικτή ομάδα εργασίας Ορθοδόξων – Καθολικών εκκλησιαστικών ιστορικών που θα ξεκινήσει να μελετά και να αποκαθιστά τέτοιου είδους μικρά ή μεγάλα ‘ιστορικά τραύματα’», ελπίζοντας πως σήμερα θα γινόταν ένας πιο γόνιμος διάλογος κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες. Μάλιστα, «θα ήταν η καλλίτερη υποστήριξη του θεολογικού διαλόγου και η συνέχεια του διακεκομμένου νήματος από τη σύνοδο Φεράρας – Φλωρεντίας για την ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού στους δύσκολους καιρούς που ζούμε»! Με άλλα λόγια ο κ. Μόσχος, όχι μόνο βλέπει στην ληστρική και ολέθρια εκείνη «σύνοδο» γόνιμο έργο, αλλά και την θεωρεί ως την απαρχή της «ενώσεως των εκκλησιών», ως την αφετηρία για την επανένωση «του διακεκομμένου νήματος». Ωστόσο μια ληστρική σύνοδος, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται τουλάχιστον από τους Ορθοδόξους και πολύ περισσότερο από ακαδημαϊκούς διδασκάλους, ως αφετηρία και ως συνέχεια του «διακεκομμένου νήματος» για την «Ένωση των Εκκλησιών». Η σύνοδος αυτή με βάση τα όσα φρικτά και ολέθρια και καταλυτικά του συνοδικού συστήματος αναφέραμε προηγουμένως, όχι μόνον ως αφετηρία δεν πρέπει να θεωρηθεί, αλλά μόνον ως παράδειγμα προς αποφυγή όλων των μεταγενεστέρων γενεών. Ως μάθημα και δίδαγμα για όλους τους σημερινούς κληρικούς, όλων των βαθμίδων και λαϊκούς, ώστε να μην επαναληφθούν στην εποχή μας τα τραγικά λάθη του παρελθόντος.
Κλείνουμε την ανακοίνωσή τονίζοντας και μάλιστα με έμφαση, ότι η μοναδική αφετηρία για την επανένωση Ανατολής και Δύσεως δεν μπορεί να είναι άλλη από τους άγιους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Αυτοί και μόνον αυτοί, οφείλουν να γίνουν οι οδηγοί μας στο δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε εμείς σήμερα στο ζήτημα αυτό. Αυτοί μας δίδαξαν με το παράδειγμά τους ότι επανένωση με τους αιρετικούς παπικούς δεν μπορεί να νοηθεί, ούτε μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την μετάνοια και την επάνοδο αυτών στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Επομένως το «διακεκομμένο νήμα» δεν θα πρέπει να το πιάσουμε από την ληστρική Σύνοδο της Φερράρας –Φλωρεντίας όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο κ. Μόσχος, αλλά από τους άγιους Πατέρες!!! Είναι λυπηρό το ότι ο εν λόγω ακαδημαϊκός διδάσκαλος και δη καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, δεν φαίνεται να έχει κατανοήσει αυτή την μεγάλη αλήθεια. Και το ακόμη λυπηρότερο: Το ότι επιζητεί να χαράξει μια άλλη πορεία ενώσεως με την αίρεση και όχι αυτή των αγίων Πατέρων.
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών