Ἐν Πειραιεῖ τῇ 15ῃ Αυγούστου 2015
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2015
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ
Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
* * * * * *
Τέκνα μου ἐν Κυρίω ἀγαπητά καί περιπόθητα,
«Δέσποινα τοῦ κόσμου, ἐλπίς καί προστασία τῶν πιστῶν…»
Ἡ λέξη ἐλπίδα, γιά τούς πιστούς, δέν ἀποτελεῖ μία ἔννοια ἀόριστη καί ἀφηρημένη· δέν νοεῖται ψυχολογικά ἤ συναισθηματικά· δέν πλάθει μυθεύματα, καί δέν μοιράζει εὔκολες ὑποσχέσεις.
Ἡ λέξη ἐλπίδα γιά τούς πιστούς εἶναι ἕνα πρόσωπο, Πανάγιο καί Παναμώμητο· εἶναι μία κόρη ἁγνή, μητέρα καί παρθένος· εἶναι ἡ κυρία Θεοτόκος, ἡ Δέσποινα τοῦ κόσμου.
Δέν πάει πολύς καιρός ἀπό τότε πού κάποιοι ἐξήγγειλαν στό τόπο μας, πώς «ἡ ἐλπίδα ἔρχεται». Μά τούτη ἡ ἐλπίδα πού ἦρθε, δέν εἶχε τά χαρακτηριστικά της ἐλπίδας πού οἱ Ἕλληνες γνώριζαν καλά. Ἦταν μία ἄλλη ἐλπίδα πού γεννιόταν σέ ἕνα συγκεκριμένο ἰδεολογικό πλαίσιο, τό ὁποῖο ποτέ δέν θέλησε νά κρύψει τήν μεταχριστιανική του ταυτότητα.
Δώσανε μία μάχη, οἱ ἄνθρωποι πού ἔφεραν τήν «ἐλπίδα». Ὑποστήριξαν ὅτι ἡ μάχη αὐτή ἦταν γιά τήν ἀξιοπρέπεια καί γιά τό δίκαιο. Μά τοῦτος ὁ ἀγώνας δέν ἐμοίαζε μέ αὐτούς πού ξέραμε ἐδῶ καί χιλιάδες χρόνια σέ τοῦτο τόν τόπο. Ὁ ποιητής διορατικά ἐξηγοῦσε τό γιατί, πολλούς χρόνους πρίν:
«Γιά μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος
γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου
καθισμένη στά γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
πού εἶχε στά μάτια ψηφιδωτόν τόν καημό τῆς Ρωμιοσύνης,
ἐκείνου τοῦ πελάγου τόν καημό
σάν ἧβρε τό ζύγιασμα τῆς καλοσύνης».
Γιῶργος Σεφέρης
Οἱ μάχες τῶν Ἑλλήνων μέχρι σήμερα ἦταν γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Μή πιστέψετε πώς πίσω ἀπό τά λόγια τοῦτα κρύβεται κάποιος θρησκευτικός φονταμενταλισμός. Ἡ μάχη γιά τήν πίστη ἦταν γιά τούς Ἕλληνες πάντα ἀγώνισμα ἐσωτερικό, δηλαδή πνευματικό, ἀλλά παράλληλα καί κοινωνικό. Οἱ προπάτορές μας στούς χρόνους πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ, ἀναζητοῦσαν νά δώσουν ἀπαντήσεις γιά τό Θεό καί τόν κόσμο, γιά τόν ἄνθρωπο καί τή κοινωνία. Προσπάθησαν νά συγκροτήσουν κοινωνίες πάνω σέ ἀξίες. Κοινότητες πού θά στηρίζονταν στή δικαιοσύνη καί ὄχι μοναχά στήν ἀνάγκη, στήν ἀλήθεια καί ὄχι μόνο στήν οἰκονομία. Ὁ ἀγώνας τούς αὐτός ἀποτυπώθηκε στή φιλοσοφία καί τίς τέχνες. Ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἠράκλειτος, ὁ Φειδίας, ὁ Πλάτωνας, ὁ Ἀριστοτέλης καί τόσοι ἄλλοι ἀπό τούς προπάτορές μας, δέν σταμάτησαν νά ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια, μέ ἕνα τρόπο πανανθρώπινο καί οἰκουμενικό. Οἱ δικές τους ἀγωνίες, οἱ δικές τους σκέψεις, τά δικά τους ἀδιέξοδα ἦταν ἐκεῖνα πού ὁδήγησαν τούς Ἕλληνες στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ Ἕλληνες ἄκουσαν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγνώρισαν αὐτό πού ἔψαχναν, τήν ἀλήθεια σαρκωμένη σέ ἕνα πρόσωπο, σέ αὐτό τοῦ θεανθρώπου Χριστοῦ. Τήν ἀλήθεια ὑπερασπίστηκαν ἀπό τότε οἱ Ἕλληνες μέ κάθε τρόπο, ἀκόμα καί μέ τήν ἴδια τούς τή ζωή, ἀπέναντι σέ ὁτιδήποτε καί σέ ὁποιονδήποτε προσπαθοῦσε νά ἐπιβάλλει τό ψέμα, εἴτε μέ τήν πειθώ, εἴτε μέ τήν ἰσχύ.
Οἱ μάχες τῶν Ἑλλήνων μέχρι σήμερα ἦταν γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Τό μυστήριο τοῦ ἀνθρώπου ἀπασχόλησε τούς Ἕλληνες ὅσο κανέναν ἄλλο λαό. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, τά χαρακτηριστικά του, οἱ ἐπιθυμίες του, τά συναισθήματά του, οἱ ἐνέργειές του, οἱ ἀρετές καί τά πάθη τοῦ ἔγιναν ἀντικείμενα μελέτης καί σπουδῆς. Μά καί τό κακό, ἡ ἀδικία, ὁ πόνος, ἡ ἀσθένεια καί ὁ θάνατος ἔπρεπε νά ἐξηγηθοῦν καί νά ὑπερβαθοῦν. Οἱ Ἐκκλησιαστικοί Πατέρες προχωρώντας τό φιλοσοφικό στοχασμό τῶν Ἑλλήνων, διέκριναν στόν ἄνθρωπο θεία χαρακτηριστικά. Ἑρμήνευσαν τήν Ἁγία Γραφή, παραδίδοντάς μας μιά ἀνυπέρβλητη ἀνθρωπολογία: ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων ἀνυψώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν κτηνώδη βίο, στόν θεοειδή. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὁριστεῖ μόνο μέ τή σάρκα, γιατί εἶναι παράλληλα καί πνεῦμα· δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ μόνο μέ τό σῶμα, γιατί εἶναι καί ψυχή· δέν μπορεῖ νά ἀποσκοπεῖ μόνο στήν ἐπιβίωση, γιατί εἶναι πλασμένος γιά τήν ὁμοίωση μέ τό Θεό. Στό πλαίσιο αὐτό οἱ μάχες τῶν Ἑλλήνων ἀπό τότε εἶναι γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν ὑπέρτατη ἀνύψωσή του, ὥστε νά καταστεῖ κατά χάριν Θεός.
Σέ τοῦτες τίς μάχες τῶν Πατέρων μας ἡ Παναγία μας, ἡ ταπεινή αὐτή κόρη, προβάλει ὡς Ὑπέρμαχος Στρατηγός. Κρατᾶ στά γόνατά της τόν καημό μας, τόν κάθε καημό μας, καί τόν μεταμορφώνει μέ τό ζύγιασμα τῆς καλοσύνης, ὄχι σέ στείρα διεκδίκηση, ὄχι σέ φτηνό σύνθημα, ἀλλά σέ τεχνούργημα ψηφιδωτό, ἔργο σύνθεσης καί ἁρμονίας, ἔργο ἀπαντοχῆς καί ἐλπίδας, πώς μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες καί τά παθήματά μας οἰκονομεῖται κάτι σπουδαῖο καί ὄμορφο γιά ἐμᾶς. Γι’ αὐτό εἶναι ἡ ἐγγυήτρια τῶν δικῶν μᾶς ἀγώνων, γιά τή ψυχή καί γιά τήν κοινωνία. Ἡ προσκύνηση σήμερα κατά τήν εἴσοδό μας στό Ναό τῆς πάνσεπτης εἰκόνας τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου μαρτυρεῖ μέ κάθε τρόπο αὐτόν τόν ἐγγυητικό ρόλο τῆς Παναγίας μας.
Στήν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως διακρίνουμε τήν ψυχή τῆς Μαριάμ στήν ἀγκάλη τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ψυχή εἰκονίζεται ὡς ἕνα σπαργανωμένο βρέφος, τό ὁποῖο μόλις ἔχει γεννηθεῖ στή ζωή τήν ἀληθινή. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιά τή νίκη καί τήν κατάργηση τοῦ θανάτου, ἐπιβεβαιώνεται στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ πίστη γιά τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί γιά τήν προοπτική της ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου γίνεται γεγονός τετελεσμένο στό πρόσωπο τῆς Παναγία μας μέ τήν μετάστασή της. Ἡ Ἐκκλησία δέν παρηγορεῖ τόν ἄνθρωπο μέ μυθεύματα καί ἀνεδαφικές ὑποσχέσεις. Ὑπάρχει στό λόγο Τῆς ἕνας σαρκωμένος ρεαλισμός.
Γι’ αὐτό οἱ Ἕλληνες δίδουμε τή μάχη γιά τή ψυχή καί ἐλπίζουμε στή νίκη, γιατί ἡ Παναγία ἔχει ἤδη κερδίσει καί στεφανωθεῖ στόν ἀγώνα αὐτό.
Ἡ εἰκόνα ὅμως ἡ σημερινή μαρτυρεῖ καί γιά κάτι ἀκόμα, πού ἀφορᾶ τόν κοινωνικό μας βίο. Σέ αὐτήν τήν παράσταση διακρίνουμε τούς ἁγίους Ἀποστόλους, συναντοῦμε ἐκκλησιαστικούς Πατέρες, συντασσόμαστε μέ τίς ἀγγελικές δυνάμεις, σέ μιά σύναξη πληρότητας καί ἑνότητας. Ἄνθρωποι ἀπό ὅλη τήν οἰκουμένη, πρόσωπα ἀπό διάφορες ἐποχές, μορφές τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γής συγκροτοῦν αὐτόν τόν ἐξόδιο χορό. Ἄς παρατηρήσουμε ὅμως πώς ἡ ἑνότητα αὐτή δέν εἶναι τυχαία. Ὑπάρχει ἕνα κέντρο. Πυρήνας αὐτῆς τῆς ἑνότητας δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό «ἱερό». Εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μπροστά στό σκήνωμα τῆς Θεοτόκου. Εἶναι ὁ Θεός πού συναντᾶ τόν ἄνθρωπο καλώντας τόν σέ μιά ἄλλη βιωτή.
Γι’ αὐτό οἱ Ἕλληνες δίδουμε τή μάχη γιά τήν κοινωνία καί ἐλπίζουμε στή νίκη, γιατί ἡ Παναγία συγκροτεῖ τήν ἑνότητα τοῦ γένους μας, ὄχι φυλετικά ἤ ἐθνικιστικά, ἀλλά ὀντολογικά καί θεολογικά.
Ὅμως σήμερα τοῦτες οἱ πνευματικές μάχες οἱ ὁποῖες γιά αἰῶνες δίδονταν στό τόπο μας, λοιδοροῦνται καί ἀπαξιώνονται. Ἡ πίστη στό Χριστό κι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς θεωροῦνται πράγματα παρωχημένα. Ἡ ἑνότητα γύρω ἀπό τό ἱερό πολεμεῖται. Στή θέση τῆς ἱερότητας, προβάλουν ἰδεολογήματα γιά νά καταστοῦν αὐτά κέντρα τοῦ κοινοῦ μας βίου καί τῶν «ριζοσπαστικῶν» μας ἀγώνων. Ἔτσι σήμερα καλούμαστε νά παλέψουμε γιά τό ψωμί μας, γιά τά δικαιώματά μας, γιά τήν ἰδεολογία μας. Ὁ πόλεμος δέν εἶναι γιά τήν ἀλήθεια, εἶναι γιά τήν ἀνάγκη, γι’ αὐτό τό πεδίο τῶν διαπραγματεύσεων εἶναι μόνο τό οἰκονομικό. Ποιά διαπραγμάτευση γίνεται καί ποιός διάλογος εἶναι ἐπιτρεπτός στόν μετανεωτερικό δυτικό κόσμο, γιά ζητήματα πού ἀφοροῦν τόν σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί ἀξιοπρέπειας; Ποιός ἀπό τούς σύγχρονους ἀγωνιστές γιά παράδειγμα ζήτησε νά συζητηθεῖ μέ τούς εὐρωπαϊκούς θεσμούς ἡ θεσμοθέτηση τοῦ συμφώνου συμβιώσεως τῶν ὁμοφυλοφίλων στή χώρα μας; Ἄς μή βιαστοῦν οἱ διάφοροι ἐπικριτές μας. Δέν θέτουμε τό θέμα ἠθικολογικά, ἀλλά ὀντολογικά. Δέν ἔχουμε πρόθεση νά προσβάλουμε ἀνθρώπους πού ταλαιπωροῦνται ἀπό τίς ἀδυναμίες τους. Δέν μποροῦμε ὅμως νά ἀποσιωπήσουμε ὅτι εἶναι ψέμα, τό ὅτι μποροῦμε νά συγκροτήσουμε τόν συλλογικό μας βίο ὡς κοινωνία, πάνω στά πάθη καί τίς ἁμαρτίες μας. Ἡ θεσμοθέτηση τῆς ἀνατροπῆς τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας καί τῶν στρεβλώσεων πού διαστρέφουν τήν ἀνθρώπινη φύσι ἀποτελεῖ τήν ἀποδοχή μιᾶς κίβδηλης ἀνθρωπολογίας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ σέ δουλεία φοβερότερη καί ἐπαχθέστερη ἀπό αὐτή πού ἐπιδιώκουν νά ἐπιβάλουν οἱ δανειστές μας.
Ἄς τό κατανοήσουμε ὅλοι: δικαιοσύνη, ἀξιοπρέπεια καί ἀλήθεια χωρίς Χριστό δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν. Ἁπλά δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν. Ἄς θυμηθοῦμε τήν μαρτυρία τοῦ Ρώσου διανοουμένου καί λογοτέχνη, τοῦ Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό 150 περίπου χρόνια ἀπευθυνόμενος στούς ὁμοεθνεῖς του, ὅταν ἐκεῖνοι διαλέγονταν μέ ἀθεϊστικά ἰδεολογήματα ἔλεγε: «Πιστεύω ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ὄμορφο, πιό βαθύ, πιό συμπαθητικό, πιό λογικό, πιό ζωντανό καί τέλειο ἀπό τόν Χριστό. Καί λέω στόν ἑαυτό μου, μέ ζηλόφθονη ἀγάπη, ὄχι μόνο ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε, ἀλλ’ ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει.
Ἐπί πλέον, ἄν κάποιος μου ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ Χριστός δέν ταυτίζεται μέ τήν ἀλήθεια κι ὅτι, στήν πραγματικότητα, ἡ ἀλήθεια εἶναι ἐκτός Χριστοῦ, θά προτιμοῦσα τότε νά παραμείνω μέ τόν Χριστό, παρά νά πάω μέ τήν ἀλήθεια…».
Σήμερα, κατά τήν ἡμέρα τούτη τή σπουδαία καί λαμπρή, κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν Κοίμηση καί τήν εἰς οὐρανούς Μετάσταση τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου, δέν ἐπιδιώκουμε οὔτε νά καταγγείλουμε, οὔτε νά καταδικάσουμε τούς ἄρχοντές μας. Σᾶς διαβεβαιώνουμε πώς τούς τιμοῦμε, τούς ἀγαποῦμε καί πώς προσευχόμαστε συνεχῶς γι’ αὐτούς, ἀπό ὅπου καί ἄν προέρχονται, γιατί ἔτσι ἔχουμε παραλάβει ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες. Παρακαλοῦμε καί εὐχόμαστε μέ ὅλη μας τήν ψυχή, τά πρόσωπα πού μᾶς κυβερνοῦν νά γίνουν δεκτικοί τοῦ Θείου φωτισμοῦ καί τῆς Θεομητορικῆς παρηγορίας, γιά νά καταστοῦν ἄξιοι καί ἱκανοί στήν διακονία τοῦ λαοῦ μας. Μά καί σέ ὅλους εὐχόμαστε πατρικῶς ἡ Παναγία νά φωτίζει καί νά σκέπει τόσο τόν καθένα ξεχωριστά ὅσο καί τή δοκιμαζόμενη πατρίδα μας.
«Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σέ ἀνατίθημι, Μήτηρ τοῦ Θεοῦ φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην σου».
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ